Πέρα από την Ταυτότητα




Ποια είναι η καταλληλότερη πολιτική κατηγορία για την οικοδόμηση προοδευτικών κοινωνικών κινημάτων: η τάξη ή η φυλή; Έχει, πράγματι, νόημα μια τέτοιου είδους διάκριση; Η συγκεκριμένη συζήτηση βρέθηκε στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών του 2016 στην Αμερική, όπου η Χίλαρι Κλίντον κατηγορούσε τον εσωκομματικό της αντίπαλο Μπέρνι Σάντερς ότι υποτιμούσε τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την ομοφοβία προς όφελος μιας μυωπικής, σύμφωνα με την ίδια, επικέντρωσης στην οικονομική ανισότητα.

To λανθάνον επιχείρημα αυτής της κριτικής είναι ότι η οικονομική ανισότητα και η ανισότητα που αφορά ταυτοτικά ζητήματα είναι όχι μόνο διακριτά αλλά και αμοιβαία αποκλειόμενα φαινόμενα, και ότι ως τέτοια ο Σάντερς δεν θα μπορούσε να τα εντάξει και τα δύο στη μεταρρυθμιστική του ατζέντα.

O συγγραφέας Άσαντ Χαϊντέρ [Asad Haider], σε μια συνέντευξή του στο Red Pepper και τον Άρον Κέλερ, αναπτύσσει ορισμένες από τις ιδέες του καινούργιου του βιβλίου Εσφαλμένη Ταυτοποίηση: Φυλή και Τάξη στην εποχή του Τραμπ [Mistaken Identity: Race and Class in the Age of Trump] [1].


Συνέντευξη στον Aron Keller


Στο βιβλίο του, ο Χαϊντέρ επιχειρεί να αντικρούσει τον μύθο ότι το ζήτημα της ταυτότητας από μόνο του, αποσυνδεδεμένο από μια ευρύτερη κριτική του καπιταλισμού, μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας πραγματικά προοδευτικής πολιτικής. To βιβλίο θέτει ως κεντρικό θέμα του το επιχείρημα ότι η πολιτική της ταυτότητας έχει απομακρυνθεί από τις χειραφετητικές της ρίζες, έχοντας μετατραπεί σε μια ιδεολογία που εκπροσωπεί την «ουδετεροποίηση των κινημάτων ενάντια στη φυλετική καταπίεση».

Αναπτύσσοντας την υπόθεσή του, ο Χαϊντέρ αντλεί αναφορές από ένα ευρύ βιβλιογραφικό φάσμα, που εκτείνεται από την Τζούντιθ Μπάτλερ μέχρι τον Φίλιπ Ροθ. Παράλληλα, παραμένει προσηλωμένος στην πλούσια παράδοση της επαναστατικής μαύρης θεωρίας, ζωντανεύοντας το κείμενο μέσα από την αποσαφήνιση των σύνθετων τρόπων που συνδέουν τη φυλετική καταπίεση με την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

Ερ: Στο βιβλίο αναφέρεσαι στην παιδική σου ηλικία και στο γεγονός ότι ήσουν ένα μικρό αγόρι πακιστανικής καταγωγής που μεγάλωνε σε μια μικρή, κατά κύριο λόγο λευκή, πόλη στην Κεντρική Πενσυλβάνια. Πώς επηρέασαν αυτές οι πρώιμες εμπειρίες –το μεγάλωμα στο μεταίχμιο δύο κόσμων– την κατανόησή σου για την ταυτότητα και τη σχέση της με την πολιτική;

Απ: Έμαθα από αυτήν την εμπειρία ότι οποιαδήποτε απολυτοποιημένη και ουσιοκρατική προσέγγιση της ταυτότητας –δηλαδή η ταυτότητα ως κάτι αγνό και ολικό, το οποίο κατά κάποιο τρόπο έφερα– ήταν αναγκαστικά μια πλασματική κατασκευή. Το έμαθα αυτό όντας παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο διαφορετικές εθνικές ταυτότητες. Έβλεπα ότι η εθνική ταυτότητα ήταν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο, καθώς χρησιμοποιούνταν για να δικαιολογήσει τόσο τον ιμπεριαλισμό, όσο και αντιδράσεις στον ιμπεριαλισμό που δεν ήταν απαραίτητα απελευθερωτικές.

Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, η στρατιωτικοποιημένη επίκληση της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας μετέτρεψε την ταυτότητά μου –αυτή που αφορά το χρώμα του δέρματός μου και άρα τις υποτιθέμενες εθνικές και θρησκευτικές αναφορές μου– σε αντικείμενο ρατσιστικής συκοφαντίας και επιθέσεων.

Ήταν μια δύσκολη, αλλά κατά τη γνώμη μου, αναγκαία άσκηση, προκειμένου να ισορροπήσω ανάμεσα στην επίγνωση αναφορικά με την αστάθεια της ταυτότητας και σε μια κατανόηση του πώς οι ταυτότητες που αποδίδονται στους ανθρώπους είναι αποτέλεσμα πραγματικών, υλικών μορφών κυριαρχίας.

Ερ: Εξηγείτε ότι η «πολιτική της ταυτότητας» ως σύγχρονη έννοια εισήχθη για πρώτη φορά από τη συλλογικότητα Combahee River Collective το 1977. Ποια ήταν η συγκεκριμένη ομάδα και τι είχαν στο μυαλό τους όταν επινόησαν αυτόν τον όρο;

Απ: Η Combahee River Collective ήταν μια ομάδα μαύρων γυναικών, με φεμινιστικές και σοσιαλιστικές διεκδικήσεις.

Στην πολύ γνωστή δήλωσή τους, το 1977, υποστήριξαν ότι είναι απαραίτητο «να εκφραστεί η πραγματική ταξική συνθήκη ανθρώπων που δεν είναι απλώς εργάτες χωρίς φυλή και φύλο». Ανέπτυξαν τον όρο «πολιτική της ταυτότητας» ακριβώς για να υπηρετήσουν αυτόν τον στόχο. Παρ’ όλα αυτά, η δήλωση δεν παρουσιάζει τον συγκεκριμένο όρο με αφηρημένο τρόπο.

Αυτός ο όρος εμφανίζεται ενσωματωμένος μέσα στη συγκεκριμένη συνθήκη τους ως μαύρων γυναικών που έχουν περιθωριοποιηθεί μέσα σε άλλα κινήματα στα οποία συμμετείχαν. Διεκδικώντας την αυτονομία τους, μπόρεσαν να αντιδράσουν στην περιθωριοποίησή τους και να δουλέψουν πάνω σε αυθεντικές συμμαχίες με άλλα κινήματα. Στην ουσία, η δήλωσή τους δεν επιχειρηματολογεί υπέρ μιας αποσύνδεσης των συμφερόντων τους από άλλες ομάδες, αλλά υποστηρίζει ότι στον βαθμό που οι μαύρες γυναίκες βιώνουν όλες τις μορφές καταπίεσης που υφίστανται μέσα στην κοινωνία, η ελευθερία τους θα σήμαινε την αμφισβήτηση αυτής της ολότητας καταπίεσης, και άρα θα συνέβαλε προς την ελευθερία όλων.

Ερ: Τι συνέβη, κατά την άποψή σας, με την παράδοση που ενσάρκωναν οι Μαύροι Πάνθηρες, σύμφωνα με την οποία ο αντι-καπιταλισμός και ο αντι-ρατσισμός συνιστούν αδιαχώριστους αγώνες;

Απ: Η οπτική που είχαν οι Μαύροι Πάνθηρες αντιπροσώπευε μια τεράστια απειλή για την κρατούσα δομή εξουσίας, και για αυτόν τον λόγο δολοφόνησαν τον Φρεντ Χάμπτον και ενεργοποίησαν ένα τεράστιο μηχανισμό καταστολής των Μαύρων Πανθήρων.

Χρειάζεται, ωστόσο, να αποδώσουμε και ευθύνες στην επιλεκτική ανάγνωση της ιστορίας του σοσιαλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία υποθέτει ότι οι μαύροι σοσιαλιστές και κομμουνιστές ανήκουν σε έναν ειδικό τομέα της μαύρης ιστορίας που βρίσκεται εκτός της ουδέτερης, οικουμενικής ιστορίας των λευκών. Από πολύ νωρίς, με τις περιπτώσεις του Χιούμπερτ Χάρισον και της African Blood Brotherhood, μέχρι τους Μαύρους Πάνθηρες και τις διαφορετικές οργανώσεις του Νέου Κομμουνιστικού Κινήματος, οι μαύροι κομμουνιστές και σοσιαλιστές είχαν κεντρικό ρόλο. Αν αντισταθούμε στη λευκή σοβινιστική ανάγνωση που επιχειρεί να διαγράψει τον ρόλο τους, μπορεί να καταφέρουμε να συζητήσουμε πάνω στο ζήτημα «της φυλής και της τάξης» με τρόπο πιο ενήμερο και παραγωγικό.

Ερ: Για ποιος λόγους πιστεύετε ότι η πολιτική της ταυτότητας αποτελεί έναν τόσο προσφιλή στόχο της δεξιάς επιθετικότητας, και κατά πόσο θεωρείτε ότι το φαινόμενο της «Εναλλακτικής Δεξιάς» [Altright] αποτελεί ένδειξη υιοθέτησης μιας παρόμοιας στρατηγικής;

Απ: Είμαι πολύ προσεκτικός απέναντι σε ευθύγραμμα, αιτιακά συμπεράσματα, όπως για παράδειγμα η θέση ότι η «εναλλακτική Δεξιά» είναι αντίδραση στη φιλελεύθερη πολιτική της ταυτότητας ή ότι έχει υιοθετήσει τις στρατηγικές της. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε καν να ελέγξουμε έναν τέτοιο ισχυρισμό, που βασίζεται στο συμπέρασμα ότι το ένα ήρθε πριν από το άλλο ή ότι το ένα επηρέασε το άλλο.

Θα ήταν σίγουρα παραπλανητικό να υποστηρίξουμε ότι η «εναλλακτική Δεξιά» αναδύθηκε ως απάντηση σε κάποιο σύγχρονο διάλογο περί ταυτότητας, γιατί συνεχίζει μια κλασική αμερικανική παράδοση, που εκφράζεται από την Κου Κλουξ Κλαν, τον Τσαρλς ΜάρεΪ [Charles Murrey], την αστυνομία, το σύστημα των φυλακών, κ.λπ. Η εναλλακτική Δεξιά έχει μεταφράσει αυτήν την παράδοση στη γλώσσα του διαδικτυακού τρολαρίσματος, αλλά δεν την εφηύρε.

Και δεν έχω δει κάποιου είδους εμπειρικά δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση εξαιτίας της πολιτικής της ταυτότητας.

Με αυτό το δεδομένο, θεωρώ ότι μια πιο ακριβής εκτίμηση είναι ότι τόσο η φιλελεύθερη πολιτική της ταυτότητας, όσο και η εναλλακτική Δεξιά υφίστανται στο εσωτερικό ενός κοινού πολιτικού οικοσυστήματος. Πρόκειται για το πολιτικό οικοσύστημα της νεοφιλελεύθερης ρητορικής, που επιχειρεί να αποκλείσει τον σοσιαλισμό ως πιθανή πολιτική και από την άλλη πριμοδοτεί ένα ατομικιστικό μοντέλο πολιτικής, το οποίο ανάγει τα άτομα στη συλλογική κατηγορία στην οποία ανήκουν, ανάλογα με τη φυλή, την εθνική ταυτότητα, κ.λπ.

Όταν τα άτομα ισχυριστούν ότι τραυματίζονται στη βάση της συλλογικής κατηγορίας στην οποία ανήκουν, εισέρχονται στην πολιτική και μπορούν να διεκδικήσουν από το κράτος να επανορθώσει τα τραύματά τους. Αν η εναλλακτική Δεξιά υιοθετεί τη γλώσσα της πολιτικής της ταυτότητας για να μετάσχει σε αυτό το είδος πολιτικής, βλέπουμε ότι το κάνει με εντελώς κυνικό τρόπο. Γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τι κάνουν. Το γεγονός αυτό δεν εξηγεί για ποιο λόγο έχουν αυτήν την πολιτική – αυτό εξηγείται από τη διαρκή επιμονή του ρατσισμού στην αμερικανική κοινωνία.

Παρ’ όλα αυτά, ο Τραμπ έχει επενδύσει σε μια ευρύτερη κοινωνική έννοια του τραύματος, όπως τη βιώνουν λευκοί άνθρωποι των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης επιδεινώνονται και οι οποίοι πιστεύουν ότι πλήττονται από τους μετανάστες, τους μαύρους, τους/τις τρανς, και άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες. Αυτοί οι άνθρωποι είναι μια μειοψηφία στον γενικό πληθυσμό, και δεν εκπροσωπούν ούτε γενικά την εργατική τάξη ούτε τα λευκά μέλη της εργατικής τάξης στο σύνολό τους.

Όμως πρόκειται για μια ρητορική με πραγματικό αντίκτυπο, η οποία υπήρξε θεμελιώδης για τον λόγο και τη στρατηγική του Τραμπ. Η αντιπαράθεση σε αυτή τη ρητορική προϋποθέτει τη διαμόρφωση αντικαπιταλιστικών και αντιρατσιστικών συμμαχιών, την αποδοχή και την ενίσχυση της αυτό-οργάνωσης των ανθρώπων που υφίστανται φυλετική καταπίεση και την ένταξη λευκών ανθρώπων στον αγώνα ενάντια στον ρατσισμό.

[1] A. Haider (2018), Mistaken Identity: Race and Class in the Age of Trump, Λονδίνο: Verso Books.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Red Pepper, στις 11 Οκτωβρίου 2018.

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr