Ας μην γκρεμίσουμε την ειρήνη για τα καταραμένα τα χώματα




Διέμενα στη φοιτητική εστία στη Λευκωσία όταν έλαβα εκείνο το γράμμα από τη μητέρα μου. Με περίμενε στα τέλη του 1974 στο «καινούριο μας σπίτι» για την πρωτοχρονιά. Η οδός «Αkçay, B47»…


του Niyazi Kızılyürek


Μετάφραση: Μιχάλης Θεοδώρου

Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα ένα μέρος να το λένε «Akçay». Τώρα οι δικοί μας έμεναν εκεί. Η οικογένειά μου, στη χώρα του ατέλειωτου πολέμου, πρώτα μετοίκησε από την Ποταμιά στη Λουρουτζίνα και τώρα από τη Λουρουτζίνα στο Akçay. Ρωτώντας δεξιά-αριστερά έμαθα προς τα πού πέφτει και πώς θα πήγαινα προς τα ‘κει…

Θα έπαιρνα το λεωφορείο από τη Λευκωσία με κατεύθυνση τη Μόρφου και θα κατέβαινα στο τελευταίο χωριό πριν την πεδινή κωμόπολη. Εκεί ήταν το Akçay, δηλαδή το Αργάκι…

Ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το όνομα «Μόρφου». Χάρη στα λίγα ελληνικά που ήξερα κατάλαβα ότι αυτή η λέξη είχε τη σημασία του «güzel». Το καθεστώς, επιδιώκοντας να εκτουρκίσει την επιβεβλημένη από τον πόλεμο τουρκοκυπριακή γεωγραφία μετονόμασε το μέρος σε «Güzelyurt».

Φυσικά και δεν ήταν η πρώτη φορά που μετονομάζονταν συγκεκριμένα μέρη. Κατά την περίοδο της εθνικιστικής κινητοποίησης (1958), η οποία υποδαυλιζόταν από το σύνθημα «Διχοτόμηση ή Θάνατος» και απέβλεπε στη διχοτόμηση του νησιού, άλλαξαν τα ονόματα πολλών περιοχών. Εντούτοις, η εν λόγω πολιτική των τοπωνυμίων ήταν διαφορετική απ’ ό,τι προηγουμένως.

Η δρομολογημένη το 1958 εκστρατεία των τουρκικών μετονομασιών ξεκίνησε ως αντίδραση στον ελληνικό εθνικισμό, ο οποίος δημηγορούσε υπέρ της ελληνικότητας του νησιού και την αναγκαιότητα ένωσης με την Ελλάδα, και διεκδικούσε να στραφεί η προσοχή στην ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων. Δηλαδή, επρόκειτο για ένα αντιδραστικό-εθνικιστικό εγχείρημα. Στη μεταεισβολική περίοδο τα τοπωνύμια άλλαζαν ώστε ο χώρος που κατελήφθη με τη βία των όπλων να κραταιωθεί ως «πατρίδα» και να διαγραφούν τα ίχνη των Ελληνοκυπρίων.

Μολονότι στο παρελθόν τα νέα τοπωνύμια ήταν λέξεις που έρχονταν στο μυαλό των στρατιωτικών, αργότερα το έργο της μετονομασίας ανέλαβαν επιτροπές που εργάζονταν συστηματικά πάνω σε αυτό το ζήτημα. H οικειοποίηση της γεωγραφίας της βόρειας Κύπρου δεν περιορίστηκε στην αλλαγή των τοπωνυμίων. Τα σύμβολα του τουρκικού εθνικισμού ξεφύτρωσαν σε κάθε γωνιά. Παντού τουρκικές σημαίες, παντού αγάλματα του Atatürk…

Με λίγα λόγια χτιζόταν μια «περιοχή» (territory) και, καθώς υποδηλώνει η έννοια «Territorium» η οποία συνιστά την ετυμολογική της ρίζα, σχηματιζόταν ένας χώρος στον οποίο δεν επιτρεπόταν να εισέλθει κανείς χωρίς άδεια. Ήταν ένα είδος γεωγραφικής μηχανικής που ξεχώριζε «ιδιοκτήτες» και «ξένους». Οι Τουρκοκύπριοι έγιναν οι «ιδιοκτήτες» και οι Ελληνοκύπριοι οι «ξένοι». Το αληθινό έγινε πλαστό και το πλαστό πήρε τη θέση του αληθινού.

Μια μέρα λίγο πριν την πρωτοχρονιά ανέβηκα στο λεωφορείο που θα με πήγαινε στο Akçay. Ο γκρίζος ουρανός πήρε να βρέχει και οι λεπτές ηλιαχτίδες τρυπούσαν τα σύννεφα και ζέσταιναν το πρόσωπό μου. Προχωρούσαμε δυτικά. Περάσαμε άγνωστους σ’ εμένα τόπους, αφήσαμε πίσω μας χωριά και πήραμε τον δρόμο για τη Μόρφου. Καθ’ οδόν είδα το πρόσωπο της φύσης να αλλάζει. Η πεδιάδα της Μεσαορίας τελείωνε και πρόβαλλε μια αλλιώτικη θέα σπαρμένη με μικρούς λόφους. Τα νεόδμητα τσιμεντένια κτίρια στα ελληνοκυπριακά χωριά μαγνήτιζαν το βλέμμα. Ήταν πλούσιοι οι Ελληνοκύπριοι. Πιο πλούσιοι από μας… Αφήνοντας πίσω και την τελευταία ανηφόρα μας φανερώθηκε απρόσμενα μια καταπράσινη «θάλασσα». Απολησμονημένος παραδόθηκα στο πυκνό πράσινο των εσπεριδοειδών που απλώνονταν για χιλιόμετρα. Ήταν ο κάμπος της Μόρφου, μια μαγευτική πεδιάδα με πορτοκαλιές, μανταρινιές και δέντρα φορτωμένα με γκρέιπφρουτ. Το λεωφορείο έκανε στάση στον δρόμο και όταν κατέβηκα είχε αρχίσει δειλά δειλά να σκοτεινιάζει. «Εδώ είναι το Akçay, περπάτα ευθεία και θα φτάσεις στην πλατεία του χωριού» με συμβούλευσε ο οδηγός. Με βαριά βήματα κίνησα για το χωριό. Στις δύο πλευρές του δρόμου υψώνονταν φανταχτερά κτίρια. Σπίτια που αργότερα θα έβρισκα κακόγουστα εκείνη τη στιγμή μου φαίνονταν όμορφα. Μερικά ήταν διώροφα και για κάποιον που έφτασε εδώ από τα προσφυγόσπιτα της Λουρουτζίνας φάνταζαν πύργοι. Και τα μονώροφα δεν πήγαιναν πίσω.

Φθάνοντας στην πλατεία του χωριού συνάντησα φυσιογνωμίες γνώριμες. Ήταν οι συγχωριανοί μου συγκεντρωμένοι γύρω απ’ τα μαγκάλια. Άνθρωποι που κατέφθασαν εκεί πριν λίγο καιρό τώρα ήταν μαζεμένοι σε μικρές ομάδες πάνω απ’ τα μαγκάλια φορώντας ξένα παλτά στις πλάτες και αργοπίνοντας ξένα ποτά. Ρώτησα για το σπίτι της μάνας μου. Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκα μπροστά σε μια πόρτα με την επιγραφή «B 47». Τη χτύπησα. «Καλώς ήλθες στο καινούριο μας σπίτι παιδί μου» είπε με το που άνοιξε την πόρτα η μάνα μου. «Το καινούριο μας σπίτι;» Ήταν ένα τσιμεντένιο κτίριο τεσσάρων-πέντε δωματίων με κρεμασμένες ακόμα τις φωτογραφίες των Ελληνοκυπρίων στους τοίχους. Ένιωσα κάτι παράξενο να με σφίγγει. Αυτό το ξένο σπίτι τώρα ήταν το σπίτι μας…

Άρχισα να ρωτώ τους συγγενείς μου. Ήθελα να μάθω ποιος και πού μετακόμισε. «Πήγαινε να δεις το σπίτι του τάδε ρε Νιαζί, είναι πολύ όμορφο» με ενθάρρυνε η μάνα μου, «και το σπίτι του δείνα είναι πολύ όμορφο, πήγαινε να το δεις…». Γινόμουν ολοένα και πιο περίεργος. Στις σύντομες οικογενειακές επισκέψεις συνειδητοποίησα ότι όλοι διέμεναν σε όμορφα σπίτια. Η διανομή των σπιτιών έγινε με κλήρωση. Πρώτα έγινε η αρίθμηση των σπιτιών και στη συνέχεια όλοι εγκαταστάθηκαν ανάλογα με το νούμερο που τράβηξαν μέσα από μια σακούλα. Κάποια σπίτια δεν είχαν μπει στην κλήρωση μιας και είχαν ήδη βρει ιδιοκτήτη…

Όταν την επομένη πήγα στο καφενείο του χωριού όλοι συζητούσαν για το «ποιος πήρε και τι». Οι ατέρμονες συζητήσεις περιστρέφονταν γύρω από τα λάφυρα. Ποιος είχε αδειάσει τη συνεργατική, ποιος είχε πουλήσει τα λάδια, ποιοι πήραν τα τρακτέρ… Και οι διαλεγόμενοι ήταν φτωχοί μαχητές που μέχρι χθες φυλούσαν σκοπιά στους λόφους της Λουρουτζίνας. Πώς άλλαξαν τόσο γρήγορα…

Τις πλάτες τους σκέπαζαν σακάκια και παλτά που άφησαν πίσω τους οι Ελληνοκύπριοι. Ντυμένοι με ξένα ρούχα ξεκινήσαμε με περισσό ενθουσιασμό τις φτιαχτές ζωές μας. Και οι όμορφοι πορτοκαλεώνες διαμοιράστηκαν στους αγρότες. «Μα τι συμβαίνει; Τόση περιουσία πήρες βρε» πειράζονταν μεταξύ τους. Όλοι φορώντας τις μπότες τους σεργιάνιζαν διαρκώς στους πορτοκαλεώνες για να τσεκάρουν τα «περβόλια». Κι όταν τα όρια ανάμεσα στα περβόλια δεν ήταν ξεκάθαρα δημιουργούνταν παρεξηγήσεις και εντάσεις λόγω «παραβιάσεων». Για κάποια χωράφια δεν μπορούσε να εκτιμηθεί με βεβαιότητα το πού άρχιζαν και τελείωναν. Περισσότερη εντύπωση μου προξενούσε το ατέρμονο κουβεντολόι με το οποίο υποδηλωνόταν κυρίως ο φθόνος κατά των Ελληνοκυπρίων και λιγότερο ένα αίσθημα εκδίκησης: «Οι τρελοί οι Ρωμιοί, δεν είχαν μυαλό…» ή «Αν ο Ρωμιός είχε μυαλό θα τα πάθαινε όλα αυτά;»

Πέρα από τη διερώτηση για το αν οι Ελληνοκύπριοι «είχαν μυαλό» ή όχι, το σίγουρο ήταν ότι εμείς μπροστά στα λάφυρα χάσαμε το δικό μας μυαλό…

Μια σημείωση: Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που αφηγούμαι αυτή την ιστορία. Γίνεται κατανοητό ότι διανύθηκε αρκετός δρόμος στις ολοένα και πιο εντατικές συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού. Μέσα στους επόμενους μήνες θα καταβληθούν εντατικές προσπάθειες προκειμένου να γεφυρωθεί η διάσταση απόψεων στα διάφορα κεφάλαια. Παρά ταύτα, η γνώμη μου είναι ότι μια πιθανή εμπλοκή στο Εδαφικό και στο Περιουσιακό είναι δυνατό να οδηγήσει τις συνομιλίες σε ολοκληρωτική αποτυχία…

Ας μην γκρεμίσουμε την ειρήνη για τα καταραμένα τα χώματα…

Το κείμενο αναδημοσιεύται από την ιστοσελίδα federalcyprusmovement.com. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Yenidüzen.

Ο Niyazi Kizilyurek γεννήθηκε στο μεικτό χωριό Ποταμιά της Λευκωσίας. Η οικογένειά του προσφυγοποιήθηκε στη διάρκεια των δικοινοτικών συγκρούσεων του 1963-64 και μετακινήθηκε στο τουρκοκυπριακό γκέτο της Λουρουτζίνας. Σπούδασε Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης στη Γερμανία και εκπόνησε διατριβή σχετικά με το Κυπριακό Πρόβλημα και τις Διεθνείς Σχέσεις. Εκλέχθηκε Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου το 1995, όπου εργάζεται ως Αναπληρωτής Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος μέχρι σήμερα. Το 1997 βραβεύτηκε για την προσφορά του στην προσέγγιση μεταξύ των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο, αλλά και μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, με το βραβείο Αμπτί Ιπεκτσί. Το 2006 βραβεύτηκε από το γαλλικό κράτος με τη διάκριση «Ιππότης του Ακαδημαϊκού Φοίνικα» για την επιστημονική του προσφορά και τον αγώνα του για την ειρήνη στην Κύπρο. Eίναι  συγγραφέας αρκετών βιβλίων στην ελληνική και την τουρκική γλώσσα, καθώς και πολλών ακαδημαϊκών άρθρων σε διάφορα διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Ανάμεσα στα έργα του περιλαμβάνονται: “Κεμαλισμός” (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2006), “Κύπρος, το αδιέξοδο των Εθνικισμών”  (εκδόσεις Μαύρη Λίστα, 1999), “Η Κύπρος στη μέγγενη του Εθνικισμού” (στα Τουρκικά) και “Η ιστορία ενός αγέννητου κράτους. Ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία” (στα Τουρκικά).