O Αμιλκάρ Καμπράλ και ο Φραντς Φανόν είναι από τους σημαντικότερους στοχαστές της Αφρικής πάνω στην πολιτική της απελευθέρωσης και της χειραφέτησης. Κι ενώ η διαχρονικότητα της σκέψης τού Φανόν έχει αναδειχθεί και πάλι, μέσα από λαϊκά κινήματα όπως το Κίνημα των κατοίκων των παραγκουπόλεων (Abahlali baseMjondolo) στη Νότια Αφρική που εμπνέεται από τις ιδέες του, ή μέσα από τη δουλειά του Sekyi-Out, της Alice Cherki, του Nigel Gibson και του Lewis Gordon, οι ιδέες του Καμπράλ δεν έχουν τύχει της ίδιας προσοχής.
Του Firoze Manji
Ο Καμπράλ ήταν ιδρυτής και ηγέτης του απελευθερωτικού κινήματος της Γουινέας-Μπισάου και του Πράσινου Ακρωτηρίου, του Αφρικανικού Κόμματος για την Ανεξαρτησία της Γουινέας και του Κάμπου Βέρντε (PAIGC). Ήταν επαναστάτης, ανθρωπιστής, ποιητής, γνώστης της στρατιωτικής στρατηγικής και συγγραφέας σημαντικών έργων για την επαναστατική θεωρία, τον πολιτισμό και την απελευθέρωση. Οι αγώνες του ενάντια στην πορτογαλική αποικιοκρατία συνέβαλαν όχι μόνο στην κατάρρευση της πορτογαλικής αυτοκρατορίας στην Αφρική, αλλά και στην πτώση της φασιστικής δικτατορίας στην Πορτογαλία, καθώς και στην ανάδυση της Πορτογαλικής Επανάστασης του 1974-1975. Δεν έζησε για να δει αυτά τα γεγονότα: δολοφονήθηκε από συντρόφους του που συνεργάστηκαν με την πορτογαλική μυστική αστυνομία (PIDE), τον Ιανουάριο του 1973.
Την εποχή του θανάτου του, τα δύο τρίτα της Γουινέας ήταν απελευθερωμένες ζώνες, όπου θεμελιώνονταν δημοκρατικές δομές που θα αποτελούσαν τη βάση της μελλοντικής κοινωνίας: οι γυναίκες αναλάμβαναν ηγετικές πολιτικές και στρατιωτικές θέσεις, το πορτογαλικό νόμισμα απαγορεύτηκε και αντικαταστάθηκε από την ανταλλαγή προϊόντων, η αγροτική παραγωγή επικεντρώθηκε στις ανάγκες του πληθυσμού και πολλά από τα στοιχεία μιας κοινωνίας βασισμένης στον ανθρωπισμό, την ισότητα και τη δικαιοσύνη άρχισαν να αναδύονται μέσα από δημόσιο διάλογο και συζήτηση. Η πολιτισμική αντίσταση έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στην ήττα της πορτογαλικής αυτοκρατορίας, όσο και στη θεμελίωση των απελευθερωμένων ζωνών.
Ο Καμπράλ καταλάβαινε ότι η επέκταση και η κυριαρχία του καπιταλισμού εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την από-ανθρωποποίηση του αποικιοκρατούμενου υποκειμένου.
Κεντρικά στοιχεία αυτής της διαδικασίας ήταν η καταστροφή, η αλλαγή, η αναδιάταξη του πολιτισμού του αποικιοκρατούμενου. Κι αυτό γιατί ήταν μέσω του πολιτισμού που οι πληθυσμοί των αποικιών αντιστέκονταν στην κυριαρχία και διεκδικούσαν την ανθρώπινη υπόστασή τους. Για τον Καμπράλ, όπως και για τον Φανόν, ο πολιτισμός δεν ήταν ένα αισθητικό κατασκεύασμα, αλλά έκφραση της ιστορίας, θεμέλιο της απελευθέρωσης και μέσο αντίστασης.
Στον πυρήνα του, ο πολιτισμός είναι ανατρεπτικός.
Ο πολιτισμός ως ανατροπή
H ιστορία του φιλελευθερισμού σημαδεύτηκε από την αντιπαράθεση ανάμεσα σε πολιτισμούς των «ιερών και των μιαρών» χώρων, σύμφωνα με τον Ντομένικο Λοσούρντο. Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, η δημοκρατία του «ιερού χώρου», την οποία γέννησε ο Διαφωτισμός στον Νέο Κόσμο, ήταν μια δημοκρατία της κυρίαρχης λευκής φυλής που αρνούνταν την ιδιότητα του πολίτη στους μαύρους, τους ιθαγενείς, τις λευκές γυναίκες. Αυτοί θεωρούνταν κομμάτι του «μιαρού χώρου» που αντιστοιχούσε σε εκείνους που χαρακτηρίζονταν ως λιγότερο άνθρωποι. Η ιδεολογία της δημοκρατίας μιας λευκής κυρίαρχης φυλής αναπαράχθηκε σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη.
[…]
Προσεγγίζοντας το έργο του Καμπράλ, παρατηρώ πώς η αποικιοκρατία θεμελίωσε και διατήρησε την εξουσία της μέσα από τις προσπάθειές της να εξαλείψει τον πολιτισμό των αποικιοκρατούμενων, αλλά και πώς ο πολιτισμός λειτούργησε ως ουσιαστική δύναμη απελευθέρωσης, μέσα από την οποία οι αφρικανικοί λαοί επαναδιεκδίκησαν την ανθρώπινη υπόστασή τους, επινόησαν και πάλι τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και ανέπτυξαν μια διεθνιστική προσέγγιση για την ανθρωπότητα.
Εξετάζω το πώς τα νέο-αποικιακά καθεστώτα επιχείρησαν να αποσυνδέσουν τον πολιτισμό από την πολιτική, μια διαδικασία την οποία εντατικοποίησε ο νεοφιλελευθερισμός. Αλλά μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια λιτότητας (με τα λεγόμενα «προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής»), η δυσαρέσκεια στην Αφρική αυξάνεται, οι κυβερνήσεις χάνουν προοδευτικά τη λαϊκή νομιμοποίησή τους, και την ίδια στιγμή γεννιούνται εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες, όπου ο πολιτισμός αναδύεται και πάλι ως δύναμη κινητοποίησης και οργάνωσης.
Αποικιοκρατία, πολιτισμός και η επινόηση του από-ανθρωποποιημένου «Αφρικανού»
Οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, όπως για παράδειγμα ο Χέγκελ, θεωρούσαν ότι οι Αφρικανοί δεν έχουν ιστορία. Αλλά σε ποιους «Αφρικανούς» αναφέρονταν; Οι Ευρωπαίοι άρχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο τον 15ο αιώνα, προκειμένου να αναφερθούν σε όλους τους λαούς που ζούσαν στην ήπειρο. Ο όρος συνδέθηκε αμέσως με το εμπόριο σκλάβων μέσω του Ατλαντικού και με τον καταναγκασμό μεγάλων κομματιών της ανθρωπότητας να μετατραπούν σε σκλάβους στην Αμερική και την Καραϊβική. Η επιτυχία της υπαγωγής τόσων ανθρώπων σε αυτή τη βαρβαρότητα βασιζόταν στο ότι ορίζονταν ως μη ανθρώπινα όντα.
Η διαδικασία της από-ανθρωποποίησης απαιτούσε μια συστηματική και θεσμοθετημένη απόπειρα καταστροφής των πολιτισμών, των γλωσσών, των ιστοριών, των δυνατοτήτων παραγωγής και οργάνωσης, των τρόπων παραμυθίας, αγάπης, τραγουδιού, ποίησης, τέχνης: όλων αυτών των πραγμάτων που κάνουν τους ανθρώπους αυτό που είναι. Αυτή η επιχείρηση εξαπολύθηκε από ντόπιους και ευρωπαίους υποδουλωτές και ιδιοκτήτες σκλάβων και από όλους όσοι επωφελούνταν από το εμπόριο ανθρώπων, ιδιαίτερα από την αναδυόμενη καπιταλιστική τάξη της Ευρώπης.
Στην ουσία της, η λέξη «Αφρικανοί» συμπυκνώνει στο εσωτερικό της αυτή τη διαδικασία από-ανθρωποποίησης των λαών της ηπείρου. Πράγματι, ανθρωπολόγοι, επιστήμονες, φιλόσοφοι και μια ολόκληρη βιομηχανία, επιστρατεύτηκαν για να «αποδείξουν» ότι αυτοί οι άνθρωποι συνιστούσαν μια διαφορετική, υπό-ανθρώπινη, βιολογική «φυλή». Θεωρήθηκε ότι οι Αφρικανοί δεν έχουν ιστορία, πολιτισμό ή οποιαδήποτε συμβολή στην ανθρώπινη ιστορία. Ήταν σκλάβοι που αντιμετωπίζονταν ως κινητή περιουσία ή ως «πράγμα» που μπορεί να αποκτηθεί, να διατεθεί και να υποστεί οποιαδήποτε συμπεριφορά τού επιφυλάξει ο «ιδιοκτήτης».
Αυτή η απόπειρα αφανισμού του πολιτισμού των Αφρικανών σημαδεύτηκε από μια πρώτη ήττα. Την ίδια στιγμή που οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού κατέστρεφαν τους θεσμούς, τις πόλεις, τη λογοτεχνία, την επιστήμη και την τέχνη στην ήπειρο, οι αναμνήσεις των ανθρώπων για τον πολιτισμό τους, για τις μορφές τέχνης, για τη μουσική και για όλα όσα τους καθιστούσαν ανθρώπους παρέμεναν ζωντανές και μεταφέρονταν μέσα από τα πλοία σκλάβων στις περιοχές όπου επρόκειτο να βρεθούν οι Αφρικανοί. Ταυτόχρονα, αυτός ο πολιτισμός εξελισσόταν μέσα από τις νέες υλικές τους συνθήκες για να γίνει η βάση της αντίστασης.
Το εμπόριο σκλάβων του Ατλαντικού ήταν o ακρογωνιαίος λίθος της ανάπτυξης του κεφαλαίου που γέννησε τον καπιταλισμό, μαζί με τις παράλληλες γενοκτονίες και τις μαζικές δολοφονίες των ιθαγενικών πληθυσμών στην αμερικανική ήπειρο και αλλού. Η συστηματική από-ανθρωποποίηση τμημάτων της ανθρωπότητας –ο ρατσισμός– διασταυρώθηκε με τη γέννηση, την άνθιση και τη συνεχιζόμενη επέκταση του κεφαλαίου, παραμένοντας βασικό στοιχείο της ανάπτυξής του.
Ο Καμπράλ πίστευε ότι η αποσύνδεση της Αφρικής και των Αφρικανών από τη γενική ροή της ανθρώπινης εμπειρίας θα επιβράδυνε τις κοινωνικές διεργασίες στην ήπειρο. «Όταν ο ιμπεριαλισμός ήρθε στη Γουινέα, μας ανάγκασε να εγκαταλείψουμε την ιστορία μας…και να μπούμε σε μια άλλη ιστορία», έγραφε.
Αυτή η διαδικασία επρόκειτο να συνεχιστεί, από τις απαρχές της που ήταν η ευρωπαϊκή υποδούλωση και ο εκτοπισμός των αφρικανικών λαών, μέχρι τις αποικιοκρατικές περιπέτειες και μέχρι τις μέρες μας.
Η αναπαράσταση των Αφρικανών ως υπανθρώπων και κατώτερων ήταν το εργαλείο νομιμοποίησης του τρόμου, των σφαγών, των γενοκτονιών, των φυλακίσεων, των βασανισμών, της κατάσχεσης της γης και της ιδιοκτησίας, της αναγκαστικής εργασίας, της καταστροφής των κοινωνιών και των πολιτισμών, της βίαιης καταστολής των εξεγέρσεων και των διαφωνιών, του περιορισμού των κινήσεων και της εγκατάστασης των «φυλετικών» προκαταλήψεων.
Νομιμοποίησε τον τεμαχισμό της γης και των πληθυσμών σε επικράτειες, στο Συνέδριο του Βερολίνου 1884-1885, όπου εκφράστηκαν οι ανταγωνιστικές βλέψεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
Η πίστη στην ανωτερότητα του πολιτισμού του «ιερού χώρου», συνδυαζόμενη με τον χριστιανικό αποστολικό ζήλο, έθεσε τα θεμέλια της αυτοκρατορίας και της διάχυσης του χριστιανισμού. «Μετά το εμπόριο σκλάβων, την ένοπλη κατάκτηση και τους αποικιακούς πολέμους», έγραφε ο Καμπράλ, «ήρθε η ολοκληρωτική καταστροφή της οικονομικής και κοινωνικής δομής της αφρικανικής κοινωνίας. Η επόμενη φάση ήταν η ευρωπαϊκή κατοχή και η διαρκώς αυξανόμενη ευρωπαϊκή μετανάστευση σε αυτές τις περιοχές. H γη και οι ιδιοκτησίες των Αφρικανών λεηλατήθηκαν».
Οι αποικιακές δυνάμεις εγκαθίδρυσαν τον έλεγχο, επιβάλλοντας φόρους, αναγκαστική στράτευση και υποχρεωτική εργασία, αποκλείοντας του Αφρικανούς από συγκεκριμένες δουλειές, απομακρύνοντάς τους από τις πιο εύφορες περιοχές και διορίζοντας γηγενείς διοικήσεις που απαρτίζονταν από συνεργάτες.
Ο Καμπράλ υποστήριζε ότι πέρα από τις υλικές της πλευρές, η κυριαρχία «μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσα από τη διαρκή και οργανωμένη καταστολή της πολιτισμικής ζωής των ανθρώπων πάνω στους οποίους επιβάλλεται». Φυσικά, η κυριαρχία μπορεί να διασφαλιστεί και μέσα από τον αφανισμό σημαντικού μέρους του πληθυσμού, όπως έγινε για παράδειγμα με τη γενοκτονία των Χερέρο στη νότια Αφρική και των ιθαγενικών πληθυσμών στη Βόρεια Αμερική, όμως μια τέτοια κίνηση δεν ήταν πάντα εφικτή ή επιθυμητή από τη σκοπιά της αυτοκρατορίας. Ο Καμπράλ έλεγε: «Το ιδεώδες της ξένης κυριαρχίας, είτε ήταν ιμπεριαλιστική είτε όχι, συμπυκνωνόταν στο εξής δίλλημα: ή να ρευστοποιήσουν την ταυτότητα όλου του πληθυσμού της κυριαρχούμενης χώρας, εξαλείφοντας ουσιαστικά κάθε πιθανότητα για πολιτισμική αντίσταση, ή να κατορθώσουν να επιβληθούν χωρίς ζημία, ευθυγραμμίζοντας την οικονομική και πολιτική κυριαρχία με την πολιτισμική ταυτότητα των κυριαρχούμενων».
Αρνούμενος την ιστορική ανάπτυξη των κυριαρχούμενων λαών, ο ιμπεριαλισμός αρνείται την πολιτισμική τους ανάπτυξη, και για αυτό χρειάζεται την πολιτισμική καταπίεση και την απόπειρα «άμεσης ή έμμεσης ρευστοποίησης των ουσιαστικών στοιχείων του πολιτισμού των κυριαρχούμενων λαών».
«Από τον αφρικανικό πληθυσμό της Αγκόλα, της Γουινέας και της Μοζαμβίκης, το 99,7% χαρακτηρίζεται ως απολίτιστο σύμφωνα με τους πορτογαλικούς αποικιακούς νόμους», έγραφε ο Καμπράλ αποτιμώντας τις πορτογαλικές αποικίες. «Ο αποκαλούμενος “απολίτιστος” Αφρικανός αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο και βρίσκεται στο έλεος της βούλησης και των καπρίτσιων της αποικιακής διοίκησης και των αποίκων. Αυτή η κατάσταση είναι απολύτως αναγκαία για το πορτογαλικό αποικιακό σύστημα. Του παρέχει μια ανεξάντλητη πηγή αναγκαστικής εργασίας προς εξαγωγή. Με την κατάταξη “απολίτιστος”, ο νόμος δίνει νομική επικύρωση στις φυλετικές διακρίσεις και δικαιολόγηση στην πορτογαλική κυριαρχία στην Αφρική».
[…]
Αν η κατηγορία «Αφρικανός» χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά με την έννοια του υπανθρώπου, η φωνή κάθε κινήματος ενάντια στην υποδούλωση, κάθε εξέγερσης σκλάβων, κάθε αντίστασης στην αποικιοκρατία, κάθε αντιπαράθεσης με τους θεσμούς της λευκής κυριαρχίας, του ρατσισμού, της καταπίεσης και της πατριαρχίας, οργανώθηκε γύρω από την διεκδίκηση της ανθρώπινης ταυτότητας. Εκεί που οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούσαν τη λέξη «Αφρικανός» για να δηλώσουν το λιγότερο ανθρώπινο, η απάντηση των Αφρικανών ήταν η διεκδίκηση αυτής της ταυτότητας με τη θετική, απελευθερωτική έννοια ενός λαού που είναι μέρος της ανθρωπότητας, «που ανήκει σε όλο τον κόσμο», έλεγε ο Καμπράλ.
Όπως συμβαίνει συχνά με τους αγώνες των καταπιεσμένων μέσα στην ιστορία, η μετάβαση έρχεται όταν οι όροι που χρησιμοποιούν οι καταπιεστές για να περιγράψουν τους «άλλους», γίνονται αντικείμενο οικειοποίησης από τους καταπιεσμένους και αντιστρέφονται για να διεκδικήσουν την αξιοπρέπεια και την ανθρώπινη υπόσταση.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, η έννοια του «Αφρικανού» συνδέθηκε τελικά με τη διεκδίκηση της ελευθερίας και της χειραφέτησης. Οι λαοί «κράτησαν ζωντανό και δραστήριο τον πολιτισμό τους, παρά την ακατάπαυστη και οργανωμένη καταπίεση της πολιτισμικής τους ζωής», έγραφε ο Καμπράλ. Η πολιτισμική αντίσταση ήταν η βάση για τη διεκδίκηση της ανθρώπινης ιδιότητας και για τον αγώνα της ελευθερίας.
Με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια απέναντι στα αποικιακά καθεστώτα, ειδικά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιουργήθηκαν πολλά πολιτικά κόμματα, ορισμένα από τα οποία επιχείρησαν να διαπραγματευτούν τη διαδοχή των αποικιακών δυνάμεων. H αποικιοκρατία υπήρξε διστακτική στο να εκχωρήσει οποιαδήποτε μορφή πλουραλισμού σε θεσμούς των μαύρων, αλλά καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια μεγάλωνε, άνοιγε απρόθυμα κάποιο πολιτικό χώρο, κάνοντας κάποιες εκχωρήσεις σε αυτούς που ήταν λιγότερο απειλητικοί για την αποικιοκρατική εξουσία.
Όμως, όπως αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο στη συνέχεια, οι δεσμοί αυτών των πολιτικών χώρων με το ζήτημα της απελευθέρωσης δεν επρόκειτο να κρατήσουν για πολύ μετά την επίτευξη της ανεξαρτησίας.
[…]
Απόσπασμα από το αφιέρωμα στον Αμιλκάρ Καμπράλ που δημοσιεύτηκε στο Roarmag.org, στις 5 Φεβρουαρίου 2017.
Μετάφραση: Β. Κωνσταντοπούλου
Για τον συγγραφέα
Ο Firoze Manji είναι ακτιβιστής και διανοούμενος με δημόσια παρουσία στην Κένυα. Eίναι εκδότης στη Daraja Press. Ίδρυσε το Pambazuka News, Pambazuka Press and Fahamu – Networks for Social Justice, και είναι επισκέπτης καθηγητής στο Kellogg College της Οξφόρδης και ερευνητής στο Τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Rhodes στη Νότια Αφρική.