Νέες μορφές κοινωνικού απαρτχάιντ και δομική εξαθλίωση αντικατέστησαν τους παλιούς αποικιακούς διαχωρισμούς. Ο Φραντς Φανόν πέθανε πριν πενήντα χρόνια, αφήνοντάς μας ως τελευταία κληρονομιά του, Κολασμένους της Γης. Γραμμένο στη διάρκεια του Πολέμου για την Ανεξαρτησία της Αλγερίας και στα πρώτα χρόνια της αποαποικιοποίησης του Τρίτου κόσμου, το βιβλίο καθιερώθηκε ως ένα είδος Βίβλου.
Του Achilles Mbembe
Έγινε μια ζωντανή πηγή έμπνευσης για όσους αντιτάσσονταν στον Πόλεμο του Βιετνάμ, τους συνοδοιπόρους του Κινήματος για τα Αστικά Δικαιώματα, όσους υποστήριζαν τους επαναστατικούς αγώνες των μαύρων στης Ηνωμένες Πολιτείες, τον αγώνα ενάντια στο Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική και τα αναρίθμητα επαναστατικά κινήματα ανά τον κόσμο.
Η ζωή του Φανόν τον οδήγησε μακριά από το νησί της Μαρτινίκας στην Καραϊβική όπου γεννήθηκε γάλλος υπήκοος. Συμμετείχε, σε ηλικία 19 ετών, στον πόλεμο εναντίον του Ναζισμού για να διαπιστώσει τελικά ότι, για τους Γάλλους, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας «νέγρος», δηλαδή οτιδήποτε εκτός από άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι.
Με κάθε τρόπο
Στο τέλος ένιωθε βαθύτατα προδομένος. Το Μαύρο Δέρμα, Λευκά Προσωπεία, το πρώτο του βιβλίο εν μέρει αφηγείται αυτή την ιστορία, καθώς και πολλές άλλες επαφές που είχε με αποικιακές μορφές απανθρωποποίησης. Τελικά ο Φανόν έκοψε τον ομφάλιο λώρο που τον ένωνε με τη Γαλλία στην Αλγερία όπου εργαζόταν ως ψυχίατρος.
Η χώρα για την οποία παραλίγο να χάσει τη ζωή του στον αγώνα εναντίον του Χίτλερ είχε αρχίσει να αντιγράφει τις ναζιστικές μεθόδους στη διάρκεια ενός άγριου και ανώνυμου πολέμου ενάντια σε έναν λαό στον οποίο αρνείτο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Για τον πόλεμο αυτό ο Φανόν έλεγε συχνά ότι είχε αποκτήσει την όψη μιας πραγματικής γενοκτονίας.
Η Γαλλία τον αποκήρυξε εφόσον είχε ταχθεί με τον Αλγερινό λαό. Είχε προδώσει το έθνος. Αναγορεύτηκε σε εχθρό, και πολύ μετά τον θάνατό του, η Γαλλία συνέχιζε να τον αντιμετωπίζει με αυτό τον τρόπο. Για όσους παρέμεναν ταγμένοι στον αγώνα των καταπιεσμένων λαών ή αγωνίζονταν για φυλετική δικαιοσύνη, το όνομά του παρέμενε όχι μόνο ένα σύμβολο ελπίδας αλλά και μια προτροπή να εξεγερθούν. Πράγματι, στον Φανόν οφείλουμε την αντίληψη ότι σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη υπάρχει «κάτι» αδάμαστο που καμία κυριαρχία – όποια μορφή και αν λαμβάνει – δεν μπορεί να εκμηδενίσει, να συγκρατήσει ή να καταπιέσει ολοκληρωτικά.
Ο Φανόν προσπάθησε να αντιληφθεί πως κάποιος μπορεί να αναζωογονήσει αυτό το αδάμαστο στοιχείο σε συνθήκες καταπίεσης. Έλεγε ότι αυτή η αδάμαστη και αδιάκοπη επιδίωξη της ελευθερίας απαιτούσε την κινητοποίηση όλων των αποθεμάτων της ζωής. Ωθούσε το ανθρώπινο υποκείμενο σε μια μάχη μέχρι θανάτου – μια μάχη που καλείτο να αναλάβει ως ένα καθήκον, το οποίο δεν μπορούσε να αναθέσει σε άλλους.
Ο Φανόν ήταν επίσης πεπεισμένος ότι η αποικιοκρατία ήταν μια δύναμη στον πυρήνα της οποίας βρισκόταν μια γενοκτονική παρόρμηση. Μόνο βίαια μέσα, μία «απόλυτη πράξη», ο σκοπός της οποίας θα ήταν να δημιουργήσει ζωή και να απελευθερώσει τον κόσμο από το βάρος της φυλετικής ένταξης μπορούσε να εγγυηθεί την καταστροφή της αποικιοκρατίας.
Μετα-απελευθερωτική κουλτούρα
Η διάγνωσή του για τη ζωή μετά το τέλος της αποικιοκρατίας ήταν σαφής. Γι’ αυτόν υπήρχε μια διακριτή πιθανότητα ότι η κουλτούρα και η πολιτική μετά την απελευθέρωση μπορούσε να οδηγήσει σε οπισθοδρόμηση, αν όχι σε τραγωδία. Το πρόγραμμα για εθνική απελευθέρωση μπορούσε να καταλήξει σε κενό κέλυφος: οι νέες ηγεσίες θα μπορούσαν να προτάξουν το έθνος έναντι της φυλής, και να ευνοήσουν τη φυλετική ομάδα σε βάρος του έθνους. Πίστευε ότι ο απελευθερωτικός αγώνας δεν είχε επουλώσει τις πληγές και το τραύμα που αποτελούσαν την πραγματική κληρονομιά της αποικιοκρατίας.
Μετά την απελευθέρωση, η ιθαγενής ελίτ είχε βολευτεί σε μια διανοητική τεμπελιά και δειλία. Η τοπική αστική τάξη, καθώς επιθυμούσε να μιμηθεί και ήταν ανίκανη να επινοήσει κάτι πρωτότυπο είχε αφομοιώσει τις πιο φθαρμένες μορφές αποικιοκρατικής και ρατσιστικής σκέψης. Έχοντας προσβληθεί από πρώιμη άνοια, οι μορφωμένες τάξεις εγκλωβίστηκαν στη διαφθορά.
Η ενδόμυχη επιθυμία της νέας άρχουσας τάξης φαινόταν ότι ήταν να λάβει μέρος στη λαφυραγώγηση. Οικειοποιήθηκε την κρατική εξουσία για ίδιο όφελος και μεταμόρφωσε το πρώην απελευθερωτικό κίνημα σε ένα συνδικάτο για την εξυπηρέτηση ατομικών συμφερόντων την ίδια στιγμή που μετατράπηκε σε πέτασμα μεταξύ των μαζών και των ηγετών τους.
Ο Φανόν ήταν εξίσου επικριτικός απέναντι στις εθνικοποιήσεις, τις οποίες δεν θεωρούσε ως αυθεντικό μηχανισμό για να οικοδομηθεί μια εθνική οικονομία αλλά ως σκανδαλώδη, γρήγορη και ανελέητη μορφή πλουτισμού. Προειδοποίησε ότι οι μάζες των ανέργων των πόλεων δεν θα έπρεπε να ξεπέσουν στη λούμπεν βία. Επισήμανε ότι μόλις τελείωσε ο αγώνας ξεκίνησαν να πολεμούν εναντίον των Αφρικανών από άλλες χώρες.
Από τον εθνικισμό πέρασαν στον σωβινισμό, τη νεγροφοβία και, τέλος στον ρατσισμό. Πολύ γρήγορα άρχισαν να τονίζουν ότι οι ξένοι Αφρικανοί θα έπρεπε να επιστρέψουν στη χώρα τους. Έκαψαν τα καταστήματά τους, κατέστρεψαν τους πάγκους τους και έχυσαν το αίμα τους στα πεζοδρόμια και της παραγκουπόλεις.
Επισκοπώντας την μετα-αποικία ο Φανόν έβλεπε μόνο ένα επερχόμενο εφιάλτη – μια ιθαγενή άρχουσα τάξη να ζει στην πολυτέλεια μιμούμενη τις τρυφηλές εκφυλότητες της δυτικής αστικής τάξης που ήταν εθισμένη στην ανάπαυση και τη χαλάρωση σε θέρετρα, καζίνα και παραλίες και ξόδευε μεγάλα ποσά για προβολή, σε αυτοκίνητα, ρολόγια, παπούτσια και ξένες μάρκες.
Μπορούσε να διακρίνει τη βλακεία να παρελαύνει ως ηγεσία, την πατριαρχία να μετατρέπει τις γυναίκες σε συζύγους, τη χυδαιότητα να πηγαίνει χέρι με χέρι με τη διαφθορά του μυαλού και του σώματος – όλα εν μέσω ιλαρότητας και αποστράτευσης. Όπως έλεγε το θέαμα των Αφρικανών που παρουσιάζονταν στον κόσμο ως το αρχέτυπο της βλακείας, της κτηνωδίας και της ασωτίας, τον θύμωνε και τον αρρώσταινε.
Το να διαβάσει κανείς τον Φανόν σήμερα σημαίνει να μεταφράσει στη σύγχρονη γλώσσα τα μείζονα ερωτήματα που τον ανάγκασαν να υψώσει το ανάστημά του, να αποσπαστεί από τις ρίζες του και να συνοδοιπορήσει με άλλους σε ένα νέο δρόμο που έπρεπε να χαράξουν μόνοι τους οι αποικιοκρατούμενοι, με τη δημιουργικότητα και την αδάμαστη θέλησή τους.
Παντού γύρω μας είναι εύκολο να δει κανείς στοιχεία του εφιάλτη του. Σε όλο τον κόσμο νέες μορφές αποικιακών συρράξεων και κατοχής παίρνουν μορφή, με το μερίδιό τους σε τακτικές αντιμετώπισης εξεγέρσεων και βασανιστήρια, στρατόπεδα τύπου Γκουαντάναμο, μυστικές φυλακές και το μείγμα μιλιταρισμού και λεηλάτησης πλουτοπαραγωγικών πηγών σε μακρινές χώρες.
Νέες μορφές κοινωνικού απαρτχάιντ και δομική εξαθλίωση αντικατέστησαν τους παλιούς αποικιακούς διαχωρισμούς. Ως αποτέλεσμα των παγκόσμιων διαδικασιών συσσώρευσης μέσω της αποστέρησης, βαθειές ανισότητες περιχαρακώνονται από ένα όλο και πιο βάναυσο οικονομικό σύστημα. Για άλλη μια φορά δοκιμάζεται η ικανότητα πολλών να παραμείνουν κύριοι της ζωής τους. Δεν προκαλεί απορία λοιπόν που υπό αυτές τις συνθήκες πολλοί όχι μόνο έχουν το θάρρος να επικαλεστούν ξανά το αιρετικό όνομα του Φραντς Φανόν και την ηφαιστειακή, εκρηκτική μορφή του, αλλά και είναι διατεθειμένοι να εξεγερθούν και πάλι.
Προσωπικά αισθάνθηκα την έλξη του ονόματος και της φωνής του Φανόν επειδή και τα δύο έχουν τη λαμπρότητα του μετάλλου. Η «μεταμορφική του σκέψη» διαπνέεται από μια ακατάλυτη θέληση για ζωή. Αυτό που δίνει σε αυτή τη μεταλλική σκέψη τη δύναμή και την ενέργειά της είναι ο αέρας της αφθαρσίας και το ακατάλυτο απόθεμα της ανθρωπιάς που εμπεριέχει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Mail & Guardian , Νοέμβριος 2015.
Για τον συγγραφέα
Ο Achille Mbembe είναι καθηγητής ιστορίας και πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Witwatersrand. Το τελευταίο του βιβλίο Sortir de la grande nuit εκδόθηκε το 2010 στο Παρίσι.