Οι φετινοί εορτασμοί της 4ης Ιουλίου στις ΗΠΑ –της επετείου της ανεξαρτησίας των δεκατριών Πολιτειών της Αμερικής από τη βρετανική αποικιοκρατία το 1776– δεν εξαντλήθηκαν στη μονοσήμαντη αφήγηση των παραδοσιακών εκδηλώσεων εθνικής υπερηφάνειας. Το μαζικό κίνημα για τη φυλετική ισότητα, που ξεδιπλώνεται στους δρόμους της χώρας, διαδήλωσε και σε αυτήν την περίπτωση, διεκδικώντας την αναγνώριση της πραγματικής ιστορίας της Αμερικής· μιας ιστορίας όπου η ελευθερία των λευκών Αμερικανών, δεν σηματοδότησε την ελευθερία για όλους και όλες.
Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Το βάρος της οργής που κατακλύζει τους δρόμους αλλά και τον δημόσιο διάλογο στην Αμερική, μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ από αστυνομικούς, –η οποία ήρθε να προστεθεί σε μια σειρά πράξεων συστημικού ρατσισμού στη χώρα– αλλά και οι συνθήκες της πανδημίας, κατέστησαν τους φετινούς εορτασμούς της 4ης Ιουλίου αναιμικούς, αν όχι παράταιρους.
Ωστόσο, στον αντίποδα των πυροτεχνημάτων και των παρελάσεων που οργανώθηκαν, οι Black Lives Matter, ιθαγενικά κινήματα, ομάδες για την καταπολέμηση του ρατσισμού και αλληλέγγυοι πολίτες, επέλεξαν να εκφράσουν τη δημόσια παρουσία τους με συγκεντρώσεις, όπου κυριάρχησε το αίτημα της επανανοηματοδότησης του παρελθόντος, μέσα από την αναγνώριση της φυλετικής καταπίεσης που εξακολουθεί να σημαδεύει το παρόν της χώρας.
Όπως έγραψε στο CNN, ο Peniel Joseph, Καθηγητής Ηθικής και Πολιτικών Αξιών στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, η κοινωνική αφύπνιση που διεκδικούν πλέον τα κινήματα για τη φυλετική ισότητα έδωσε στην Ημέρα της Ανεξαρτησίας του 2020 ένα «νέο νόημα για το τι σημαίνει να είσαι Αμερικανός, ένα νόημα που έχει τις ρίζες του σε μια συλλογική προσπάθεια να δούμε κατάματα τους πικρούς και όμορφους αγώνες που δίνουν σχήμα στο βαθιά ιστορικό παρόν μας».
Την ίδια επιτακτική κοινωνική ανάγκη για αναστοχασμό του παρελθόντος της Αμερικής εγείρουν, με τον δικό τους τρόπο, και οι ακτιβιστές που τις τελευταίες εβδομάδες συμμετέχουν σε αποκαθηλώσεις δημόσιων μνημείων.
Σύμφωνα με τις ιστορικούς Durba Ghosh και Κelly King O’-Brien, τα αγάλματα που αποκαθηλώνονται από αντι-ρατσιστές και αντι-ρατσίστριες ακτιβιστές αποτελούν σύμβολα της λευκής κυριαρχίας και της αποικιοκρατίας, τα οποία θεμελιώθηκαν σε στιγμές όπου τα συγκεκριμένα συστήματα βρίσκονταν υπό κρίση.
Όπως σημειώνουν σε άρθρο τους στο Public Seminar, «οι αντι-ρατσιστές διαδηλωτές που αμφισβητούν τη δημόσια προβολή αυτών των αγαλμάτων είναι βαθιά συνδεδεμένοι με την ιστορική σκέψη. Αμφισβητούν αυτό που θυμόμαστε από την ιστορία, προκειμένου να ανοίξουν δρόμο για νέες αξίες και για μια νέα οπτική πάνω στο παρελθόν, η οποία θα αποκαθιστά αυτό και αυτούς που έχουν ξεχαστεί».
«Σύμφωνα με τον Brent Leggs, διευθυντή του African American Cultural Heritage Action Fund στο National Trust for Historic Preservation, “το είδος των τόπων και των δομών που προστατεύουμε είναι λιγότερο μια ένδειξη αυτού που εκτιμούσαμε στο παρελθόν, και περισσότερο ένα ζήτημα του τι τιμούμε σήμερα”», συμπληρώνουν οι ίδιες.
Μέσα από τις ρωγμές που δημιουργεί στις επίσημες αφηγήσεις του παρελθόντος, το αίτημα για αναγνώριση της φυλετικής καταπίεσης, η οποία εμπότισε στην ιστορία της χώρας, η 4η Ιουλίου αποκτά μια νέα διάσταση: αυτή μιας ελευθερίας που απέκλειε εκατομμύρια μαύρων δούλων.
Έτσι, τις μέρες αυτές στην Αμερική επανήλθε με σφοδρότητα στον δημόσιο διάλογο η ομιλία του Φρέντερικ Ντάγκλας -εμβληματικής μορφής του κινήματος κατάργησης της δουλείας στην Αμερική– με τίτλο «Τι σημαίνει για τον σκλάβο η 4η Ιουλίου;».
Πρόκειται για μια ομιλία που απηύθυνε το 1852 –13 χρόνια πριν από την κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ– σε μια συγκέντρωση για τους εορτασμούς της Ανεξαρτησίας. Ο Ντάγκλας γεννήθηκε σε καθεστώς δουλείας στην Ανατολική Ακτή του Μέριλαντ. Σε ηλικία 20 ετών, ύστερα από μια πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια, κατόρθωσε να αποδράσει από τη φυτεία όπου ζούσε και να καταφύγει στη Νέα Υόρκη όπου κήρυξε την ελευθερία του.
«Τι είναι για τον Αμερικανό σκλάβο, η 4η Ιουλίου; Απαντώ: μια μέρα που του αποκαλύπτει περισσότερο από όλες τις άλλες μέρες του χρόνου, τη βαριά αδικία και την αγριότητα, της οποίας είναι το διαρκές θύμα. Για αυτόν, ο εορτασμός σας είναι μια απάτη· η περηφανευόμενη ελευθερία σας, μια ανίερη αδειοδότηση· το εθνικό σας μεγαλείο, διογκωμένη ματαιοδοξία· οι ήχοι της χαράς σας είναι άδειοι και άκαρδοι», σημείωνε ο Ντάγκλας στον μνημειώδη λόγο του, για να προσθέσει ότι το καθεστώς της δουλείας που επικρατούσε στην Αμερική αποτελούσε «ντροπή ακόμα και για ένα έθνος αγρίων».
Αυτή την υπόμνηση ότι το παρελθόν της Αμερικής δεν υπήρξε απλώς το έπος μιας σειράς ένδοξων λευκών ανδρών που βάδισαν προς την ελευθερία, αλλά και η ματωμένη ιστορία των αλυσίδων της δουλείας, και του μετέπειτα σκληρού φυλετικού διαχωρισμού, κατέθεσαν τα κινήματα για τη φυλετική ισότητα στη φετινή επέτειο της 4ης Ιουλίου. Για να καταδείξουν ότι η καταπολέμηση του συστημικού ρατσισμού που επιβιώνει σήμερα στις ΗΠΑ απαιτεί την αναγνώριση των ιστορικών απαρχών του.
Στον αντίποδα, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ επέλεξε στον λόγο του για την εθνική επέτειο να δηλώσει: «Είμαστε τώρα στη διαδικασία να νικήσουμε τη ριζοσπαστική Αριστερά, τους μαρξιστές, τους αναρχικούς, τους υποκινητές, τους πλιατσικολόγους, και ανθρώπους που σε χιλιάδες στιγμές έχουν δείξει ότι δεν έχουν ιδέα τι κάνουν. […] Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ σε έναν θυμωμένο όχλο να καταστρέφει τα αγάλματά μας, να σβήσει την ιστορία μας, να καθοδηγεί τα παιδιά μας ή να ποδοπατάει τις ελευθερίες μας». Και στον ίδιο τόνο ο Τραμπ συνέχισε, υποστηρίζοντας ότι «πάντοτε υπήρξαν αυτοί που επιδιώκουν να πουν ψέματα για το παρελθόν για να κερδίσουν δύναμη στο παρόν. Αυτοί που θέλουν να λένε ψέματα και να νιώθουμε ντροπή για αυτό που είμαστε […]».
Στο ρητορικό βιντεογκέιμ του Τραμπ, το μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας, που «δεν μπορεί να αναπνεύσει» μέσα σε ένα χρόνια εμπεδωμένο σύστημα ορατών και άρρητων διακρίσεων, είναι οι εχθροί που πρέπει να ηττηθούν.
Και αυτή η αναπαράσταση σε μια κοινωνία που κλυδωνίζεται, δίνει μια επίκαιρη σημασία στα λόγια του Τζέιμς Μπόλντουιν, η γραφή και η δράση του οποίου αποτελούν μια ζωντανή κληρονομιά για τους αγώνες τού σήμερα στην Αμερική. «Με τρομοκρατεί η ηθική απάθεια, ο θάνατος της καρδιάς, που επικρατεί στη χώρα μου. Αυτοί οι άνθρωποι ζουν τόσο καιρό με ψευδαισθήσεις, που πραγματικά νομίζουν ότι δεν είμαι άνθρωπος. Και βασίζω αυτόν τον ισχυρισμό στη συμπεριφορά τους, όχι σε όσα λένε. Και αυτό σημαίνει ότι έχουν μετατραπεί οι ίδιοι σε ηθικά τέρατα», είχε πει σε μια συνέντευξή του.
Αυτά το όχι και τόσο μακρινό έτος 1963.
Διαβάστε επίσης:
«”Δεν είμαι ο νέγρος σου”: Ο Τζέιμς Μπόλντουιν και η κόψη του λόγου»
“Η μακρά κληρονομιά του Φρέντερικ Ντάγκλας”
“Το φυλετικό πρόβλημα στην Αμερική”