Ντινγκ-ντονγκ, ο βλαξ πάει. Όμως, διαβάστε προτού αναφωνήσετε “Αλληλούια”

Επιτέλους, φτάσαμε στο τέλος της εποχής της ακραία άθλιας διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ. Οι ψηφοφόροι απέρριψαν αυτό που μπορεί μονάχα να χαρακτηριστεί ως η πιο άξεστη, μάταιη, ανόητη, δυσλειτουργική διακυβέρνηση που βίωσε η χώρα. Συγχαρητήρια στον Τζο Μπάιντεν που έκανε αυτό στο οποίο η Χίλαρι Κλίντον απέτυχε και με κάποιο τρόπο κατάφερε να το κάνει χωρίς σθένος, κέφι, ζέση, χωρίς κατεύθυνση και πραγματικό σκοπό ακόμα…


Tου Thomas Frank

Μετάφραση: Κατερίνα Αγριμανάκη


Είναι ώρα να γιορτάσουμε. Ας ευχαριστήσουμε το Θεό για τη νίκη, όσο λίγη και απογοητευτική κι αν ήταν. Αλλά ας δείξουμε και σεμνότητα στο θρίαμβό μας. Προτού παραδοθούμε σε ένα πανεθνικό “Αλληλούια”, σας καλώ να σκεφτείτε για μια στιγμή πώς φτάσαμε εδώ και πού πρέπει να οδεύσουμε.

Γνωρίζουμε πως το 2020 ήταν μια χρονιά αναμέτρησης με το ρατσιστικό παρελθόν, κατάρρευσης ειδώλων και καθαίρεσης ηρώων. Κι επίσης, χρονιά για να αντιμετωπίσουμε τις ιστορικές αυταπάτες που μας οδήγησαν σ’ αυτό το άθλιο παρόν.

Στο πνεύμα της σύγχρονης αυτής «εικονοκλασίας», επιτρέψτε μου να προσφέρω τη δική μου εκτίμηση τού τι ακολουθεί, ευτυχώς προτού ο Μπάιντεν επιλέξει το υπουργικό του συμβούλιο και φτιάξει τις βαλίτσες του για την οδό Πενσυλβάνια: Οι Δημοκρατικοί πρέπει να δουν κατάματα το παρελθόν τους και να αναγνωρίσουν το πόσο οι δικές τους αποφάσεις στο πέρασμα των χρόνων έκαναν τον Τραμπισμό εφικτό.

Ξέρω: ήταν μια εκλογική αναμέτρηση άρνησης και αυτό που τελείωσε ήταν η παράνοια τού Maga (Σ.τ.Μ. αναφέρεται στο σύνθημα Τραμπ “Make America Great Again”). Οι Δημοκρατικοί ήταν αυτοί που κέρδισαν. Κι όμως, είναι ο Τζο Μπάιντεν αυτός που πρέπει να σχεδιάσει την πορεία μας εμπρός κι είναι αυτός που πρέπει να εξετάσει ψυχρά την κατάστασή μας και να βρει την απάντηση στο φλέγον ερώτημα τού σήμερα: Πώς μπορεί να αποτραπεί η επιστροφή του Τραμπισμού;

Ασφαλώς, το ένστικτο του Μπάιντεν είναι να κυβερνήσει όπως πάντα νομοθετούσε: Ως άνθρωπος του Kέντρου που συνεργάζεται με τους Ρεπουμπλικανούς για μέτρα μικρού διαμετρήματος, φιλικά στους επιχειρηματίες. Εξάλλου, το όνομα του Μπάιντεν είναι πρακτικά συνώνυμο τού κατεστημένου της Ουάσιγκτον. Τα χρόνια του στη Γερουσία συμπίπτουν σχεδόν με ακρίβεια με την περίφημη στροφή του κόμματός του στον «τρίτο δρόμο» δεξιά, και προσωπικά ο Μπάιντεν έπαιξε ηγετικό ρόλο σε πολλές χαρακτηριστικές πρωτοβουλίες της εποχής: Εμπορικές συμφωνίες τύπου Nafta, επικερδείς χάρες σε τράπεζες, σκληρά μέτρα, προτεινόμενες περικοπές σε κοινωνική ασφάλεια ακόμα.

Αυτό, όμως, που πρέπει να κατανοήσει τώρα ο Μπάιντεν, είναι πως ήταν ακριβώς αυτή η στροφή, αυτή η εκ δεξιών μετατόπιση της δεκαετίας τού 1980 και ’90 που προλείανε τον δρόμο για τον Τραμπισμό.

Ας ξαναθυμηθούμε για λίγο πώς ήταν αυτή η στροφή. Οι Δημοκρατικοί δεν θα ήταν πια το κόμμα της εργατικής τάξης, που μας έλεγαν τότε. Τώρα γίνονταν «νέοι Δημοκράτες» που κήρυτταν την ικανότητα έναντι της ιδεολογίας και προσέγγιζαν νέα εκλογικά κοινά: τους φωτισμένους κατοίκους προαστίων, τους «συνδεδεμένους εργάτες», την «επιμορφούμενη τάξη», τους θριαμβευτές της νέας μεταβιομηχανικής κοινωνίας μας.

Για χρόνια αυτή η στροφή εθεωρείτο μεγάλη επιτυχία. Ο Μπιλ Κλίντον έφερε τις φιλικές προς την αγορά μεταρρυθμίσεις στους τραπεζικούς κανόνες, τις εμπορικές σχέσεις και το σύστημα πρόνοιας. Εκείνος και ο διάδοχός του, Μπαράκ Ομπάμα διαπραγματεύτηκαν μεγάλες ευκαιρίες και κομψές τριγωνοποιήσεις. Δοκιμασμένες επιδοτήσεις και στοχευμένες πιστώσεις. Αυστηρά μέτρα και κοινωνικά προγράμματα τόσο περίπλοκα που κάποιες φορές ούτε οι εμπνευστές τους δεν μπορούσαν να μας τα εξηγήσουν.

Στη θέση του παλιού εικονοστασίου του Δημοκρατικού Κόμματος –της «μεσαίας τάξης»– οι νέοι αυτοί φιλελεύθεροι τοποθέτησαν την αξιοκρατία, δηλαδή όχι μόνο τους λαμπρούς οικονομολόγους που σχεδίασαν τις πολιτικές τους, αλλά και τους χρηματιστές και τους τεχνολόγους που ο νέος φιλελευθερισμός επιχειρούσε να υπηρετήσει μαζί με τους υψηλής μόρφωσης επαγγελματίες που ήταν τώρα οι πιο πολύτιμοι ψηφοφόροι τους.

Το 2016 η Χίλαρι Κλίντον έχασε τις πρώην βιομηχανικές περιοχές της χώρας, ωστόσο κατάφερε να επαίρεται αργότερα πως είχε κερδίσει «τις περιοχές που αντιστοιχούν στα δύο τρίτα του ΑΕΠ της Αμερικής… τις περιοχές που είναι αισιόδοξες, ποικιλόμορφες, δυναμικές και προοδευτικές».

Παρόλα αυτά, υπάρχουν συνέπειες όταν το αριστερό κόμμα σε ένα δικομματικό σύστημα επιλέξει να αυτοπροσδιοριστεί με αυτόν τον τρόπο. Όπως μάθαμε από το πείραμα των Δημοκρατικών, ένα τέτοιο κόμμα ελάχιστη κατανόηση θα δείξει για τα παράπονα των εργατών, των ανθρώπων που –εξ ορισμού– δεν ανέβηκαν τα σκαλιά της αξιοκρατίας.

Κι απλώς αναλογιστείτε όλα τα σοκαριστικά δεδομένα που τρεμοπαίζουν μπροστά στην οθόνη μας τα τελευταία δώδεκα χρόνια – πώς τα κέρδη της οικονομίας μας εξαρτώνται από το 1%. Πώς οι μέσοι άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ενός νέου αυτοκινήτου. Πώς οι νέοι άνθρωποι αναλαμβάνουν το άχθος τεράστιων χρεών για το πανεπιστήμιο. Και χίλια άλλα άθλια. Όλα αυτά υπήρξαν τα άμεσα ή έμμεσα αποτελέσματα του πολιτικού πειράματος που περιγράφω.

Ο Μπάιντεν δεν μπορεί να μας επιστρέψει στις ευτυχείς εικασίες της κεντρώας εποχής, ακόμη κι αν το θέλει, γιατί τόσα πολλά από τα τιμημένα επιτεύγματα της πολιτικής εκείνης της εποχής έχουν καταρρεύσει.

Ούτε ο Πωλ Κρούγκμαν δεν ενθουσιάζεται πια για εμπορικές συμφωνίες τύπου Nafta. Η πρωτοβουλία για την προνοιακή μεταρρύθμιση του Μπιλ Κλίντον ήταν στην πραγματικότητα η παράδοση σε ρατσιστικές ατραπούς και οδήγησε σε μια έκρηξη ακραίας φτώχειας. Το σωφρονιστικό νομοσχέδιο τού 1994 (Σ.τ.Μ. επί διοίκησης Κλίντον) ήταν άλλο ένα βήμα προς το New Jim Crow [1]. Και το μεγαλύτερο ελάττωμα του νομοσχεδίου για την προσβάσιμη υγεία του Ομπάμα (Σ.τ.Μ. γνωστού ως Obamacare) –που άφηνε την ασφάλεια υγείας των ανθρώπων εξαρτημένη από τους εργοδότες τους– έγινε επώδυνα προφανές στην εποχή της μαζικής ανεργίας και μαζικής λοίμωξης.

Όμως, η μεγαλύτερη επίπτωση του άθλιου πειράματος των Δημοκρατικών είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμη υπολογίσει: Συμπίπτει με μια περίοδο ακόμη πιο συντηρητικής διακυβέρνησης.

Αποδεικνύεται πως όταν το κόμμα της αριστεράς εγκαταλείψει τις λαϊκές ρίζες του για την ευγενή υπαλληλική ορθότητα, ανοίγει ο δρόμος για ένα ιδιαίτερα δηλητηριώδες είδος δεξιάς δημαγωγίας. Και δεν είναι σύμπτωση πως, όσο οι Δημοκρατικοί κυνηγούσαν τον «τρίτο δρόμο» της τάξης των επαγγελματιών τους, οι Ρεπουμπλικανοί έγιναν ακόμη πιο θρασείς στον ύστερο ισχυρισμό τους πως είναι «κόμμα της εργατικής τάξης» που εκπροσωπεί τις φιλοδοξίες των απλών πολιτών.

Με άλλα λόγια, όταν οι Δημοκρατικοί εγκατέλειπαν την παράδοση της πλειοψηφίας, οι Ρεπουμπλικανοί έσπευδαν να τη διεκδικήσουν. Για τα τελευταία 30 χρόνια ήταν η δεξιά, όχι η αριστερά, που διαμαρτυρόταν κατά των «ελίτ» και που υποστήριζε τις απλοϊκές αξίες μας σε πείσμα των διασήμων που τις χλεύαζαν. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008, ήταν οι συντηρητικοί στην πραγματικότητα που ξεκίνησαν ένα κίνημα διαμαρτυρίας. Στην εκστρατεία τού 2016 χαρακτήρισαν αθυρόστομο πρωταθλητή τους Τραμπ ως τον «δισεκατομμυριούχο των εργατών», συγγενή και προστάτη των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων – των χαμηλών και των λευκών.

Το ότι ο Ντόναλντ Τραμπ τα θαλάσσωσε οικτρά με την πανδημία της COVID-19, τον οδήγησε εκτός Λευκού Οίκου και σταμάτησε την προέλαση της χώρας προς τα δεξιά. Και πάλι, ας ευχαριστήσουμε. Αλλά ας θυμηθούμε επίσης πως οι Ρεπουμπλικανοί δεν ηττήθηκαν άπαξ δια παντός. Ο κορδωμένος ηγέτης τους έπεσε, όμως η τοξική πατέντα του εργατισμού σύντομα θα επιστέψει, στρατολογώντας τους απόκληρους και τους «μικρούς» στον αγώνα των ισχυρών. Έτσι θα πολεμούν οι ανόητοι πολιτισμοί μας, με τις ατελείωτες δόσεις διεγερτικής αλαζονείας, που θα εγχέονται στις φλέβες του έθνους από τα social media ή το Fox News.

Διηγούμαι την κατρακύλα της χώρας μας στην κόλαση στην περισσότερη ενήλικη ζωή μου και μπορώ να βεβαιώσω πως ο θρίαμβος του Μπάιντεν δεν είναι από μόνος του αρκετός για να τη σταματήσει. Δεν θα σταματήσει ποτέ έως ότου ο Δημοκρατικός πρόεδρος έρθει αντιμέτωπος με τα λάθη τού κόμματος και βάλει ένα τέλος στο ποταπό πείραμα των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών.

Αν το κάνει αυτό ο Μπάιντεν, ίσως καταφέρει να δει πως βρίσκεται μπροστά σε μια στιγμή σπουδαίας Δημοκρατικής δυνατότητας. Η χώρα σιχάθηκε την πλουτοκρατία. Δεν το διασκεδάζουμε να αδειάζουμε ό,τι κερδίζουμε στους τραπεζικούς λογαριασμούς μιας χούφτας δισεκατομμυριούχων. Θέλουμε ένα σύστημα υγείας λειτουργικό και μια οικονομία όπου οι κανονικοί άνθρωποι θα μπορούν να ευημερούν, ακόμη και όσοι δεν πήγαν σε φαντεζί πανεπιστήμια. Αν ο Μπάιντεν ανοίξει τα μάτια του και υπερνικήσει το παρελθόν του, ίσως ανακαλύψει πως διαθέτει τη δύναμη να ξαναχτίσει την αίσθηση κοινωνικής αλληλεγγύης μας, να αναστήσει τη μεσαία τάξη ξανά και να απωθήσει τη δεξιά. Όλα ταυτόχρονα.

[1] “New Jim Crow”: βιβλίο της Μισέλ Αλεξάντερ για τη φυλετική ισότητα, την ποινική δικαιοσύνη και τις μαζικές φυλακίσεις, το οποίο αναφέρεται στην επιβίωση των ρατσιστικών διαχωρισμών, που επέβαλαν οι νόμοι του Τζιμ Κρόου, στο σύγχρονο ποινικό σύστημα των ΗΠΑ. [Σ.τ.Μ.]

To άρθρο δημοσιεύτηκε στον Guardian, στις 7 Νοεμβρίου 2020.

Για τον συγγραφέα

Ο Thomas Frank είναι αρθρογράφος του Guardian US και συγγραφέας του βιβλίου “The People, No: A Brief History of Anti-Populism”.