H δημοκρατική ρήξη στην Πορτογαλία είναι αλληλένδετη με τον αποικιακό πόλεμο

Ο ιστορικός και ερευνητής Miguel Cardina μιλά για τις διασταυρούμενες μνήμες της πορτογαλικής αποικιοκρατίας, αναλύοντας τους σύνθετους τρόπους με τους οποίους το αποικιακό παρελθόν έχει ενταχθεί στη δημόσια ιστορία της χώρας. Παράλληλα, αναφέρεται στις “πολιτικές της σιωπής” γύρω από την αποικιοκρατία αλλά και στα διαφορετικά μνημονικά ίχνη που έχει αφήσει αυτό το ιστορικό κεφάλαιο στους πρώην αποικιοκρατούμενους πληθυσμούς.


Συνέντευξη στη Laura Casielles

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Ο Miguel Cardina είναι συντονιστής του προγράμματος «CROME Διασταυρούμενες μνήμες, πολιτικές της σιωπής. Οι αποικιοκρατικοί/απελευθερωτικοί πόλεμοι στους μεταποικιακούς χρόνους». Πρόκειται για ένα ερευνητικό πρόγραμμα, που επικεντρώνεται στο ζήτημα των αποικιοκρατικών πολέμων, οι οποίοι από τη σκοπιά των αποικιών αποτελούσαν απελευθερωτικούς αγώνες.

Πρόσφατα εξέδωσε το βιβλίο Στροφές του Παρελθόντος: Ο αποικιακός πόλεμος και οι απελευθερωτικοί αγώνες [As Voltas do Passado. A Guerra Colonial e as Lutas de Libertação], έναν συλλογικό τόμο, στον οποίο 40 συγγραφείς, με διαφορετικό υπόβαθρο και καταγωγή, παρουσιάζουν τις απόψεις τους, με σκοπό να διευρύνουν το πεδίο γνώσης γύρω από το συγκεκριμένο θέμα και να το καταστήσουν αντικείμενο συζήτησης στην κοινή γνώμη.

Ερ: Ας ξεκινήσουμε με το γενικό ερώτημα: Ποια είναι η παρουσία της μνήμης του αποικιακού παρελθόντος στην πορτογαλική κοινή γνώμη;

Απ: Ένα πρώτο σημείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι ότι το αποικιακό ζήτημα στην Πορτογαλία συνδέεται στενά με την 25η Απριλίου. Το 1974 υπήρξε μια πολιτική αλλαγή από τον φασισμό στη δημοκρατία, η οποία σε αντίθεση με την Ισπανία, πραγματοποιήθηκε με μια πολιτική ρήξη υπό την ηγεσία του στρατού.

Αυτό είχε αντίκτυπο στις διεργασίες της μνήμης όχι μόνο αναφορικά με την αποικιοκρατία, αλλά και την ίδια τη δικτατορία. Μετά από αυτή την πολιτική ρήξη, η Πορτογαλία πέρασε από μια διαδικασία προσέγγισης με την Ευρώπη, που κορυφώθηκε με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1985-86. Μια διεργασία, η οποία είχε μεγάλη σημασία από κοινωνικής άποψης και από άποψη φαντασιακού. Και καθώς η Πορτογαλία κινούνταν προς την Ευρώπη, προσπαθούσε να ξεχάσει τα αποικιακά της φαντάσματα.

Υπάρχει ένας Πορτογάλος φιλόσοφος, ο Eduardo Lourenço, ο οποίος λέει ότι η αποικιοκρατία είναι αυτό που ανθίσταται στη σκέψη μας. Αλλά αυτό το μη νοητό  είναι παρόν στην κοινωνία με πολλούς τρόπους.

Καταρχάς, ένα σημαντικό μέρος της πορτογαλικής κοινωνίας, ακόμη και σήμερα, εξακολουθεί να αποτελείται από ανθρώπους που επέστρεψαν από την Αφρική μετά την 25η Απριλίου. Μεταξύ 1975 και 1978, περισσότεροι από 500.000 Πορτογάλοι επέστρεψαν από την Αφρική: μιλάμε για το 6-7% του πληθυσμού.

Και σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε και τα παιδιά τους. Μιλάω για τον εαυτό μου, για παράδειγμα: η μητέρα μου επέστρεψε από τη Μοζαμβίκη, ο πατέρας μου επέστρεψε από την Αγκόλα: η Αφρική ήταν παρούσα στο σπίτι, στις αναμνήσεις, στη γαστρονομία, στις παιδικές εμπειρίες… Αλλά δεν ήταν μια παρουσία εμφανής στον δημόσιο χώρο.

Διότι οι «επιστρέφοντες» έπρεπε να ξαναδημιουργήσουν τον εαυτό τους ως Πορτογάλο, και αυτό ήταν μέρος μιας δύσκολης μνήμης. Μια δύσκολη μνήμη, που ωστόσο συνυπάρχει με μια άλλη μνήμη, που έχει ανακτήσει τη σημασία της τα τελευταία χρόνια, η οποία είναι η μνήμη της Αφρικής ως χαμένου παραδείσου.

Αυτή είναι η μνήμη των ανθρώπων που έζησαν εκεί και βίωσαν την επιστροφή ως τραυματική αλλαγή, όταν επήλθε η ανεξαρτησία. Και επέστρεψαν με αυτή τη θλίψη, που φαίνεται σε κοινές φράσεις, όπως «αφήσαμε τα πάντα εκεί». Υπάρχει μια αποικιακή δυσαρέσκεια, που έχει μια κοινωνική βάση υποστήριξης, η οποία όμως μεταφράζεται σε σιωπή, παρά σε μνήμες, λέξεις ή πολιτικές εκφράσεις. Κανένα κόμμα δεν έχει μεταφράσει άμεσα αυτή την αποικιακή δυσαρέσκεια, για παράδειγμα.

Ερ: Υπάρχει μια έννοια που έχει να κάνει με αυτό: «πολιτική της σιωπής».

Απ: Η πολιτική της σιωπής είναι μέρος της πολιτικής της μνήμης.

Η μνήμη αποτελείται από σιωπές και αυτές οι σιωπές παράγονται επίσης είτε από άτομα είτε από το κράτος. Θεωρούμε ότι οι πολιτικές της μνήμης είναι κρατικές χειρονομίες, που παράγονται ή προωθούνται από την κεντρική ή την τοπική εξουσία. Πιστεύω, όμως, ότι η έννοια των πολιτικών μνήμης θα πρέπει να είναι λίγο ευρύτερη.

Υπάρχουν πολιτικές ομαδικής μνήμης, πολιτικές λαϊκής μνήμης… Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι οι πολιτικές μνήμης παράγονται με βάση τις σχέσεις εξουσίας. Από εδώ προέρχεται η έννοια της πολιτικής της σιωπής, η οποία μας επιτρέπει να κάνουμε ορατό αυτό που παραμένει αόρατο.

Για παράδειγμα, αν σκεφτούμε ποιες πολιτικές μνήμης υπάρχουν για τον αποικιακό πόλεμο στην Πορτογαλία, είναι πολιτικές που μιλούν για τον πόλεμο ως πόλεμο και παραλείπουν το αποικιακό στοιχείο. Είναι πολιτικές μνήμης, ναι, αλλά είναι πολιτικές σιωπής, επειδή αποσιωπούν μέρος του ιστορικού αντικειμένου με το οποίο έχουμε να κάνουμε.

Πρέπει επίσης να σκεφτούμε ότι, για παράδειγμα, στις πρώην αποικίες, όσοι πολέμησαν στην πλευρά της Πορτογαλίας διατηρούν μια σιωπή που κατασκευάστηκε από τις οικογένειές τους, επειδή βρέθηκαν στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Οι πολιτικές της σιωπής είναι επίσης συχνά πολιτικές προστασίας, πολιτικές επιβεβαίωσης, πολιτικές κατευνασμού. Δεν έχουν μόνο τη διάσταση ενός κουτιού της Πανδώρας, που πρέπει να ανοίξει. Η έννοια που χρησιμοποιούμε έχει μια πιο πλαστική διάσταση από τη λογική που επικεντρώνεται στις πολιτικές του κράτους.

Στην Πορτογαλία υπάρχει ένα μεγάλο αφήγημα που στηρίζει όλα αυτά, αυτό που ονομάζουμε λουσοτροπικισμό.

Ο λουσοτροπικισμός εμφανίστηκε στη Βραζιλία, με τον κοινωνιολόγο Gilberto Freyre για να χαρακτηρίσει τη φύση της αποικιακής σχέσης της Πορτογαλίας με τη δημιουργία μιας κρεολικής, μεστίσο κοινωνίας.

Υπάρχει ένα ολόκληρο κοινωνιολογικό έργο, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, γύρω από την ιδέα ότι η αποικιοκρατία της Πορτογαλίας δεν ήταν μια αποικιοκρατία όπως οι άλλες, επειδή ήταν μικτή, επειδή ήταν μιγάδα… Αυτό το στοιχείο το οικειοποιήθηκε τη δεκαετία του 1950 η δικτατορία.

Η σκέψη του Gilberto Freyre μεταφέρθηκε στην Πορτογαλία και στις πρώην αποικίες και χρησιμοποιήθηκε σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεν υπήρχε ακόμα αποικιοκρατικός πόλεμος, ο οποίος ξεκίνησε το 1961, αλλά τα Ηνωμένα Έθνη πίεζαν όλο και περισσότερο την Πορτογαλία για το θέμα της αποικιοκρατίας, και αυτό οδήγησε την Πορτογαλία, σε μια προνοητική κίνηση, να αλλάξει το Σύνταγμά της το 1951 και να πει ότι δεν έχει πλέον αποικίες, αλλά υπερπόντιες επαρχίες. Από τη δεκαετία του 1930 το αφήγημα για την αποικιοκρατία ήταν σαφώς ρατσιστικό.

Η ιδέα ήταν: «δεν είμαστε εκεί για να εκπολιτίσουμε, δεν είμαστε εκεί για να εξυψώσουμε αυτό το έθνος, ξεκινάμε από ένα ιστορικό δικαίωμα να είμαστε, είναι δικό μας». Αυτό που συνέβη στη δεκαετία του 1950 ήταν ότι η αφήγηση δεν ήταν πλέον «είναι δικό μας», αλλά «είναι και αυτοί Πορτογάλοι». Έτσι, έγινε απόπειρα να αποφευχθεί η παραπομπή στη συνθήκη της αποικιοκρατίας, ενώ έγιναν μια σειρά από αλλαγές που έβαλαν τέλος στο καθεστώς των ιθαγενών, ακόμη και στην καταναγκαστική εργασία, καθιστώντας αυτή την ανισότητα δομική.

Όμως ο λουσοτροπικισμός, όπως δείχνουν ορισμένα έργα, έχει διεισδύσει πολύ έντονα στην κοινή λογική. Σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει η ιδέα ότι η Πορτογαλία είχε ένα διαφορετικό είδος αποικιοκρατίας. Ότι δεν ήταν σαν τη βρετανική, τη γαλλική ή την ολλανδική: ότι ήταν πιο ήπια, λιγότερο βίαιη, ότι ήταν μια πολιτισμική συνάντηση.

Ερ: Το πρόγραμμά σας επικεντρώνεται στους αποικιακούς πολέμους και τους απελευθερωτικούς αγώνες. Μέσα σε αυτή την αφήγηση της «ήπιας αποικιοκρατίας», το θέμα των πολέμων αποτελεί αντίφαση.

Απ: Για μεγάλο χρονικό διάστημα, ο πόλεμος αποτελούσε ένα μεγάλο ταμπού στην πορτογαλική δημόσια μνήμη. Για διάφορους λόγους. Πρώτον, επειδή ο πόλεμος είναι η πρακτική άρνηση του λουσοτροπικισμού. Αν όλοι τα πηγαίναμε καλά, τότε γιατί έγινε πόλεμος εδώ; Αυτό καθιστά τον πόλεμο ένα είδος αταίριαστης εφεύρεσης στην πορτογαλική ιστορία.

Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος διεξήχθη μακριά από την επικράτεια, διεξήχθη σε τρία μέτωπα μάχης: την Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη και τη Γουινέα. Μιλάμε για έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων που πολέμησαν: εκείνοι που ήρθαν από τη μητρόπολη μόνο για αυτά τα τρία μέτωπα ήταν περίπου 700.000.

Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε τους 500.000 Αφρικανούς μαχητές του πορτογαλικού στρατού, για τους οποίους υπάρχει μια πολύ ισχυρή σιωπή στην Πορτογαλία: η εικόνα του μαχητή είναι αυτή του λευκού που έφτασε εκεί εκούσια.

Και υπάρχει επίσης ο αντίκτυπος του πολέμου στις οικογένειες: στις μητέρες, στις φίλες, στους 200.000 που κατέφυγαν στη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Δανία, τη Σουηδία, το Λουξεμβούργο για να μην πολεμήσουν… Ο πόλεμος άγγιξε ολόκληρη τη χώρα, άμεσα ή έμμεσα.

Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι που πολέμησαν το έκαναν μακριά. Πράγμα που σημαίνει ότι η μνήμη αυτή δεν είναι τόσο παρούσα κοινωνικά σήμερα, διότι δεν έγιναν στην Πορτογαλία οι βομβαρδισμοί, δεν χρησιμοποιήθηκαν στην Πορτογαλία ναπάλμ, δεν χωρίστηκαν στην Πορτογαλία οικογένειες, επειδή άλλοι πολέμησαν στον πορτογαλικό στρατό και άλλοι στο απελευθερωτικό κίνημα, δεν συγκρούστηκαν στην Πορτογαλία εθνοτικές ομάδες, δεν τοποθετήθηκαν στην Πορτογαλία νάρκες που εξερράγησαν πολλά χρόνια αργότερα, δεν ήταν η Πορτογαλία αυτή που υπέστη κοινωνικές και περιβαλλοντικές καταστροφές. Και ως εκ τούτου ο πόλεμος δεν είναι παρών εδώ. Ο πόλεμος ήταν εκεί. «Εκεί στην Αφρική», όπως λένε.

Ερ: Τι μας προσφέρει σήμερα η μελέτη αυτής της μνήμης;

Απ: Το να μιλάμε σήμερα για τον πόλεμο είναι σημαντικό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ο πόλεμος έχει μια άμεση προέλευση από την 25η Απριλίου.

Είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς τη δημοκρατική ρήξη στην Πορτογαλία, χωρίς να σκεφτεί τον αποικιακό πόλεμο. Ταυτόχρονα, και αυτό είναι το παράδοξο, η 25η Απριλίου έγινε από τους στρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν κάνει τον πόλεμο.

Είναι ταυτόχρονα οι ήρωες της δημοκρατίας και αυτοί που έκαναν σφαγές, αυτοί που σκότωσαν, αυτοί που βίασαν, αυτοί που έκαναν πράξη την απόφαση του καθεστώτος να διεξάγει πόλεμο για να αποτρέψει τις αφρικανικές ανεξαρτησίες. Αυτό εισήγαγε τους αποκλεισμούς. Το να μιλάμε για πόλεμο σήμερα στην Πορτογαλία είναι ένας τρόπος να εμβαθύνουμε στις χαραμάδες μιας αποικιοκρατικής νοοτροπίας στη μετα-αποικιακή εποχή.

Έχουμε την πρόκληση να αποαποικιοποιήσουμε τη μνήμη και είναι σημαντικό να το κάνουμε σε συνάρθρωση με τις μνήμες της άλλης πλευράς. Αυτή είναι μια πρόκληση για την πορτογαλική δημόσια μνήμη: να διερευνήσουμε τις άλλες μνήμες, τις άλλες αφηγήσεις, τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι αφηγήσεις αποτελούνται από λέξεις και σιωπές και διατρέχονται από την εξουσία.

Και ότι, επομένως, και στα μετα-αποικιακά αφρικανικά κράτη, ήταν αφηγήσεις που υποστήριζαν ορισμένες ομάδες, ορισμένες ελίτ, προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία.

Ερ: Ένα από τα ενδιαφέροντα ερωτήματα στην ανάκτηση αυτών των αναμνήσεων είναι ακριβώς πώς να συσχετίσουμε αυτές τις «δύο πλευρές». Ποια είναι η δική σας προσέγγιση;

Απ: Δεν έχουμε κάποια μαγική φόρμουλα. Αυτό που έχουμε είναι πολιτική ευαισθησία στην αντιμετώπιση του θέματος, ευαισθησία να λαμβάνουμε υπόψη και τις άλλες πλευρές. Αυτό μπορεί να μοιάζει προφανές –και κατά κάποιο τρόπο είναι– αλλά στην Πορτογαλία δεν συμβαίνει. Ο πόλεμος συζητείται με Πορτογάλους συγγραφείς, με Πορτογάλους στρατιώτες, με την πορτογαλική δημόσια μνήμη και αυτό δημιουργεί ένα είδος παρωχημένης μνήμης, που προσπαθούμε να αποφύγουμε. Πώς το κάνουμε; Φυσικά, εξετάζοντας τις άλλες πλευρές, μέσα από παραγωγές, όπως αυτό το βιβλίο που κάναμε με τίτλο As voltas do pasado.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που περιέχει 40 κείμενα συναδέλφων από διάφορα υπόβαθρα: Αγκολέζοι, Μοζαμβικανοί, κάτοικοι του Πράσινου Ακρωτηρίου, Πορτογάλοι κ.ο.κ. Και αυτό είναι σημαντικό γιατί αναδεικνύει διαφορετικές οπτικές γωνίες. Για παράδειγμα, το κείμενο για την 15η Μαρτίου, που αφορά την εξέγερση που πυροδότησε τον πόλεμο στην Αγκόλα, είναι γραμμένο από μια γυναίκα από την Αγκόλα. Πρόκειται για μια ματιά που δύσκολα θα μπορούσε να δοθεί με άλλο τρόπο: αποδομεί το πλαίσιο της εξέγερσης και αμφισβητεί τον κυρίαρχο τρόπο με τον οποίο έχει προσεγγιστεί το πώς το κράτος της Αγκόλας οικειοποιήθηκε την  15η Μαρτίου τα τελευταία 45 χρόνια.

Το βιβλίο αυτό έχει ως στόχο να ανοίξει τον διάλογο γύρω από τις ιστορίες, πράγμα που συνεπάγεται επίσης την αποδοχή της ασυμφωνίας, των διαφορετικών ερμηνειών και την παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζεται μια αφήγηση για τα γεγονότα του παρελθόντος, η οποία άλλοτε είναι αποκλίνουσα και άλλοτε αναγκαστικά κοινή, επειδή μιλάμε για τα ίδια γεγονότα.

Ερ: Αυτό εννοείτε με την ιδέα των «διασταυρωμένων αναμνήσεων»;

Απ: Αυτή είναι μία από τις αναγνώσεις του όρου. Οι «διασταυρούμενες αναμνήσεις» έχουν μια διάσταση γεωγραφικής διασταύρωσης, ας πούμε, και επίσης μια διάσταση αυτού που αποκαλούμε διανύσματα της μνήμης: δηλαδή, διασταύρωση του τρόπου με τον οποίο η μνήμη εξειδικεύεται σε ορισμένα αντικείμενα ή πτυχές των αναμνήσεων για παράδειγμα.

Η μνήμη του κράτους είναι διαφορετική από τη μνήμη ορισμένων περιοχών μιας χώρας: η μνήμη που αποτυπώνεται στα μνημεία δεν είναι απαραίτητα η ίδια με τη μνήμη που εμφανίζεται στους δημόσιους λόγους ή στα σχολικά εγχειρίδια.

Το τρίτο στοιχείο είναι ότι η διασταύρωση των μνημών συνεπάγεται επίσης τη διασταύρωση των χρόνων της ιστορίας. Το να δούμε πώς εξελίχθηκε η μνήμη ενός συγκεκριμένου γεγονότος, αυτού που ονομάζουμε μνημονικό σημαίνον. Για παράδειγμα, η ιδέα του «πολέμου», του «αποικιακού πολέμου»: πώς εξελίχθηκε στην Πορτογαλία τα τελευταία 45 χρόνια;

Το ενδιαφέρον και η δυσκολία να τεθεί σε διάλογο αυτό το ζήτημα σχετίζεται με το ότι συχνά μιλάμε για διαφορετικά μνημονικά σημαίνοντα, παρά το γεγονός ότι αναφέρονται στην ίδια πραγματικότητα.

Για παράδειγμα, ο «αποικιακός πόλεμος» στην Πορτογαλία είναι το ίδιο πράγμα, και ταυτόχρονα δεν είναι, με τον «υπερπόντιο πόλεμο», που ήταν μια ονομασία που δόθηκε από το καθεστώς και που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα.

Ανάλογα με το ποιο σημαίνον χρησιμοποιούμε, λέμε διαφορετικά πράγματα. Αν κάνουμε έναν διάλογο με την άλλη πλευρά, βλέπουμε έννοιες, όπως «απελευθερωτικός αγώνας», γεγονός που δείχνει ότι δεν είναι μόνο ένα πολεμικό ζήτημα, αλλά εμπεριέχει μια σειρά από διεργασίες άλλων φορέων –γυναίκες, υπόγειος αγώνας, πολιτιστική παραγωγή– που μας δείχνουν την πιο περίπλοκη διάσταση της αποικιοκρατίας.

Η δυσκολία λοιπόν είναι ότι συχνά πρέπει να μεταφράσουμε αυτά τα διαφορετικά μνημονικά σημαίνοντα. Και ότι συχνά, μιλώντας για το ίδιο πράγμα, εννοούμε διαφορετικά πράγματα.

Ερ: Είναι πιο δύσκολο να μιλήσουμε για τη μακρινή ιστορία ή για την κοντινή ιστορία; Για την αποικιοκρατία του 20ού αιώνα ή τις  σφαγές των κονκισταδόρων του 16ου αιώνα;

Απ: Στην Πορτογαλία, η ανάμνηση των «ανακαλύψεων» αποτελεί πηγή δόξας. Ούτε ένας Πορτογάλος πολιτικός δεν έχει ζητήσει συγγνώμη γι’ αυτό. Η αφήγηση της πορτογαλικότητας που βασίζεται στην αποικιοκρατία προϋπήρχε του Σαλαζαρισμού και δημιουργήθηκε από τους Ρεπουμπλικάνους τον 19ο αιώνα.

Και συνεχίζεται και στο δημοκρατικό καθεστώς: η Έκθεση του ’98, για παράδειγμα, βασίστηκε σε αυτή την ιδέα ότι η Πορτογαλία ανοίγει νέους κόσμους στον κόσμο. Αυτή η αφήγηση είναι πολύ ισχυρή στην Πορτογαλία. Αν μιλάμε για αυτή ή εκείνη τη σφαγή είναι πιο δύσκολο να αποφύγουμε την κριτική προοπτική, αλλά η μεγάλη ιστορική διαδικασία εξακολουθεί να θεωρείται πράξη εθνικού θάρρους.

Πρόσφατα στην Πορτογαλία είχαμε μια συζήτηση για το ζήτημα των «ανακαλύψεων». Υπήρξε μια πρόταση, η οποία παραδόξως προήλθε από τη σοσιαλιστική ομάδα στο δημοτικό συμβούλιο της Λισαβόνας, η οποία στο εκλογικό της πρόγραμμα είχε την ιδέα να φτιάξει ένα «μουσείο των ανακαλύψεων» στη Λισαβόνα.

Όσον αφορά τον κοινό λόγο, το να μιλάμε για «ανακαλύψεις» στην Πορτογαλία είναι απολύτως φυσιολογικό. Στο σχολείο τα παιδιά μαθαίνουν για τις πορτογαλικές ανακαλύψεις, περπατάμε στο δρόμο και αυτό βλέπουμε αυτό το στοιχείο. Στην τηλεόραση επίσης: οι «ανακαλύψεις» είναι μια λέξη που είναι παρούσα.

Αλλά προφανώς από τη σκοπιά της ιστοριογραφικής κριτικής, το να μιλάμε για ανακαλύψεις είναι αμφισβητήσιμο. Υπήρξε μια έντονη διαμάχη, και τελικά η ιδέα του μουσείου δεν προχώρησε. Η συζήτηση επικεντρώθηκε στο αν θα έπρεπε να ονομάζεται μουσείο των ανακαλύψεων, της πορτογαλικής διαπολιτισμικότητας, που ήταν μια άλλη ονομασία… Μια ολόκληρη συζήτηση που στην πραγματικότητα αντανακλά την οπισθοδρόμηση της Πορτογαλίας όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του αποικιακού παρελθόντος.

Ερ: Μέσα σε αυτό το κλίμα πολεμικής, ποια υποδοχή βρίσκετε για τις προσεγγίσεις σας;

Απ: Στην Πορτογαλία, το να ασχολείσαι με την αποικιοκρατία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι νοσταλγείς την αποικιοκρατία. Υπάρχει χώρος για το αντίθετο, υπάρχει αυτή η ποικιλομορφία. Εν μέρει, ακριβώς λόγω της ιστορικής νομιμοποίησης που απέκτησε η αντί-αποικιοκρατία. Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο πόλεμος είναι ένα δύσκολο θέμα στην Πορτογαλία είναι επειδή ο πόλεμος ήταν μια ήττα. Η Πορτογαλία έχασε τον αποικιακό πόλεμο: οι στρατιώτες επέστρεψαν και έκαναν επανάσταση. Είναι δυνατόν να χάσει κανείς περισσότερα; Η ενασχόληση με την αποικιοκρατία μάς τοποθετεί εύκολα στην ενασχόληση με την ήττα και τότε δεν είμαστε απαραίτητα υπέρ του θριαμβευτικού λόγου και ως εκ τούτου η υποδοχή μπορεί να είναι και πλουραλιστική.

Ερ: Μέσα σε αυτόν τον πλουραλισμό, τι αλλάζει;

Απ: Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί πολύ ισχυρές αντί-αφηγήσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με την ιστοριογραφία, με την πιο πολιτικά δεσμευμένη ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά και με την ανάδυση μιας νέας γενιάς απογόνων της Αφρικής. Αυτές οι συλλογικότητες, αν και υπήρχαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, χαρακτηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την καταγγελία της αστυνομικής βίας και λειτουργούσαν κυρίως με ορισμένες πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Αυτό που αρχίζει να συμβαίνει τώρα είναι η παρουσία ανθρώπων καταγόμενων από την Αφρική στην ακαδημαϊκή κοινότητα, οι οποίοι εργάζονται πάνω σε άλλα ζητήματα, αλλά και πάνω στο αποικιακό ζήτημα, και οι οποίοι επαναδιατυπώνουν αυτό το ζήτημα του ρατσισμού στην πορτογαλική κοινωνία.

Φέρνουν στο δημόσιο χώρο την ανάγκη για μια άλλη αφήγηση, η οποία φέρνει μαζί της την ανάγκη να αμφισβητηθούν οι αποικιακές κληρονομιές στην Πορτογαλία.

Ο Miguel Cardina είναι ιστορικός και ερευνητής στο Κέντρο Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Κοΐμπρα. Είναι συντονιστής του προγράμματος CROME – Διασταυρούμενες μνήμες, πολιτικές της σιωπής. Οι αποικιοκρατικοί-απελευθερωτικοί πόλεμοι στη μετά-αποικιακή εποχή, το οποίο χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας (ERC).

Διαβάστε επίσης:

Τα ανθρώπινα δικαιώματα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό

Αφρικανές ερευνήτριες αντιτάσσονται στην «επιστημονική αποικιοκρατία»

Ο ρόλος της αποικιοκρατίας στην παγκόσμια κατανομή της χλωρίδας