Είναι η Έλι Σλέιν το αντίπαλο δέος της Τζόρτζια Μελόνι;

Άλλη μια γυναίκα ταρακούνησε την ανδροκρατούμενη πολιτική σκηνή της Ιταλίας , όμως αυτή τη φορά είναι φεμινίστρια, ανοιχτά queer και αριστερή. Η νέα ηγέτιδα του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιταλίας, Έλι Σλέιν, είναι η κύρια κεντροαριστερή αντίπαλος της ακροδεξιάς πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι.


Του Andrea Carlo

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Ήρθε η ώρα να γνωρίσετε την Έλι Σλέιν, 37 ετών, νέα επικεφαλής του προοδευτικού Δημοκρατικού Κόμματος (PD). Το κόμμα είναι ο κύριος κεντροαριστερός αντίπαλος των ακροδεξιών Αδελφών της Ιταλίας, το οποίο κέρδισε την εξουσία στις περσινές εκλογές, όταν η ηγέτης του, Τζόρτζια Μελόνι, έγινε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Προς έκπληξη των στελεχών του κόμματος και των δημοσκόπων, η Σλέιν νίκησε τον μεγαλύτερό της, πιο κεντρώο άνδρα αντίπαλό της Στέφανο Μπονατσίνι στις εκλογές για την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος, στα τέλη Φεβρουαρίου. «Δεν μας είδαν να ερχόμαστε», χαριτολόγησε η ίδια η Σλέιν θριαμβευτικά μετά τη νίκη της.

Παραλληλιζόμενη συχνά με την Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ των ΗΠΑ, τη Σάνα Μάριν της Φινλανδίας και τη Ζακίντα Άρντερν της Νέας Ζηλανδίας –ένα σύνολο γυναικών που χαρακτηρίζονται ως οι νέες «μαχήτριες» ενάντια στο παγκόσμιο ακροδεξιό κύμα­– η Σλέιν φαίνεται να φέρνει ένα φρέσκο όραμα στην Ιταλία, το οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη σιδερόφρακτη, εθνικιστική προσέγγιση της Μελόνι.

To γεγονός ότι η Σλέιν είναι αουτσάιντερ, για να μην αναφέρουμε τη ζωηράδα, το χάρισμα και την ορμή της, της έχουν ήδη δώσει μια σημαντική νίκη απέναντι στην ακροδεξιά της Ιταλίας: η ίδια κέρδισε στις περιφερειακές εκλογές του 2020 στην περιοχή Emilia-Romagna, νικώντας τον σύμμαχο της Μελόνι, τη Λέγκα του Βορρά του Ματέο Σαλβίνι.

Αλλά το να αναδειχθεί νικήτρια σε γενικές εκλογές στην Ιταλία –ένα διαβόητα περίπλοκο και κατακερματισμένο τοπίο– είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση.

Για να πετύχει, πρέπει να αναζωογονήσει τη φθίνουσα επιρροή του Δημοκρατικού Κόμματος, να αποκρούσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, αλλά και να αντιμετωπίσει τις αμφιβολίες από το εσωτερικό του κόμματός της.

H Έλι Σλέιν σε διαδήλωση το 2014/Wikimedia Commons

Πολιτικό και προσωπικό υπόβαθρο

Για δεκαετίες, οι ηγέτες της Ιταλίας προέρχονταν από ένα εξαιρετικά ομοιογενές πολιτικό περιβάλλον και όλοι τους είχαν μάλλον πολύ κοινά χαρακτηριστικά: ντόπιοι, γκριζομάλληδες και άντρες.

Η κληρονομιά της Σλέιν προέρχεται από πολύ πιο μακριά.

Γεννημένη στην Ελβετία από οικογένεια Εβραιοαμερικανών και Ιταλών ακαδημαϊκών, έκανε τα πρώτα της πολιτικά βήματα στις ΗΠΑ, όπου συμμετείχε στην προεκλογική εκστρατεία για τον Μπαράκ Ομπάμα το 2008 και το 2012.

Σε αντίθεση με τη Μελόνι, η οποία ανήλθε στην πολιτική κλίμακα ως πιστό μέλος της μεταφασιστικής, εθνικοσυντηρητικής παράδοσης της Ιταλίας, η Σλέιν κινείται στο περιθώριο του Δημοκρατικού Κόμματος από την ίδρυσή του το 2007.

Η Σλέιν εγκατέλειψε μάλιστα το κόμμα το 2015, ενώ ήταν μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όταν ο ηγέτης του και τότε πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι προσπάθησε να προωθήσει οικονομικά φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις.

Παρέμεινε ενεργό μέλος του ευρύτερου κεντροαριστερού συνασπισμού, αλλά επανήλθε στο Δημοκρατικό Κόμμα μόλις πέρυσι, δύο μήνες πριν από την κούρσα ηγεσίας, που ακολούθησε τη βίαιη ήττα του κόμματος στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Παρέμεινε αντιδημοφιλής με μεγάλο μέρος του κατεστημένου του κόμματος, γι’ αυτό και η νίκη της ήταν τέτοιο σοκ.

Στη φήμη της ως αουτσάιντερ εντός της κεντροαριστεράς συνέβαλαν και δύο άλλες βασικές πτυχές της ταυτότητάς της: το φύλο και τη σεξουαλικότητά της.

Η ιδιότητά της ως queer άτομο σε μια χώρα της οποίας το ιστορικό δικαιωμάτων LGBTIQ+ είναι από τα πιο αδύναμα στη Δυτική Ευρώπη –και όπου ο γάμος των ομοφυλοφίλων δεν έχει ακόμη νομιμοποιηθεί– έχει προσελκύσει τη δημόσια προσοχή.

Ωστόσο, παρά την ενέργεια που διοχετεύει στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της queer κοινότητας, η Σλέιν παραμένει επιφυλακτική όσον αφορά την ιδιωτική της ζωή. Έκανε το δημόσιο coming out σε ιταλικό talk show το 2020, αποκαλύπτοντας ότι είναι αμφιφυλόφιλη και ότι έχει μια φίλη, αλλά έκτοτε σιωπά σε μεγάλο βαθμό.

Θέλω ένα κόμμα στο οποίο καμία γυναίκα, ειδικά αν είναι νέα, δεν θα ερωτάται «σε ποιον ανήκει», γιατί ανήκει μόνο στον εαυτό της, είχε πει σε ένα δημοφιλές τηλεοπτικό talk show.

Η Σλέιν είναι, ωστόσο, αρκετά πιο ομιλητική σχετικά με το γεγονός ότι είναι γυναίκα σε ένα ανδροκρατούμενο πολιτικό περιβάλλον. Ενώ η Μελόνι μπορεί να έσπασε τη γυάλινη οροφή της Ιταλίας με την εκλογή της ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της χώρας, για τη Σλέιν το να γίνει η πρώτη γυναίκα που ηγείται της Αριστεράς της χώρας δεν είναι επίσης μικρό κατόρθωμα. Η ίδια ελπίζει ότι μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για άλλες γυναίκες σαν κι αυτήν.

H Πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι/Wikimedia Commons

Ενώ η αριστερή παράδοση της Ιταλίας περιλαμβάνει πολλές γυναίκες πρωτοπόρους (με πιο γνωστή την κομμουνίστρια πολιτικό Νίλντε Ιότι, η οποία έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος της Κάτω Βουλής του Κοινοβουλίου το 1979), η αμιγώς ανδρική ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος έχει αποξενώσει πολλές γυναίκες σε ένα κόμμα που υποτίθεται ότι είναι η κορυφαία προοδευτική δύναμη της χώρας. Η σημασία που έχει η εκλογή της Σλέιν για πολλά μέλη είναι μεγάλη.

«Η νίκη της αποτελεί σημαντικό σημείο καμπής για ένα κόμμα όπως το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο τα προηγούμενα χρόνια δυσκολευόταν να συνδεθεί με ένα μεγάλο μέρος του προοδευτικού γυναικείου εκλογικού του σώματος», δήλωσε η Μπιάνκα Γκαουντέντσι, πολιτική ιστορικός στο Γερμανικό Ιστορικό Ινστιτούτο της Ρώμης και υποστηρίκτρια της Σλέιν.

Μπορεί να φαίνεται περίεργο το γεγονός ότι το βαθιά συντηρητικό κόμμα Αδελφοί της Ιταλίας κατάφερε να εκλέξει γυναίκα ηγέτη πριν από το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά πολιτικοί αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι οι αριστερές γυναίκες συχνά αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια από τις δεξιές συναδέλφους τους.

«Οι γυναίκες που ηγούνται προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων επιφέρουν μεγαλύτερες κοινωνικές αναταραχές και ανακατατάξεις», δήλωσε η Costanza Hermanin από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο.

«Κατά συνέπεια, δυσκολεύονται να αναδειχθούν, περισσότερο από ό,τι οι γυναίκες στα συντηρητικά κόμματα», συμπλήρωσε η ίδια.

Ανεξάρτητα από τις αντίθετες πεποιθήσεις τους, η Mελόνι και η Σλέιν καταλαμβάνουν περίπου ισόποσο χώρο στο πολιτικό σύστημα της Ιταλίας.

Σε μια χώρα, όπου περισσότερα από τα δύο τρίτα των νομοθετών είναι άνδρες, η σημασία της ύπαρξης γυναικών επικεφαλής των δύο κορυφαίων πολιτικών δυνάμεων της είναι αναμφισβήτητη, δήλωσε το μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος Laura Leuzzi.

Θα οδηγήσει όμως η εκλογή των δύο ηγετών σε μια πιο συστημική αλλαγή;

«Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί αν η δική τους είναι μια μεμονωμένη περίπτωση, αλλά σίγουρα δηλώνει ότι το ρεύμα αλλάζει για ένα συγκεκριμένο [δημογραφικό] τμήμα της χώρας», δήλωσε η Leuzzi. «Θα εξαρτηθεί από τις δύο ηγέτιδες να ανοίξουν τις πόρτες για μεγαλύτερη ποικιλομορφία σε θεσμικά πλαίσια και θέσεις εξουσίας».

Μια αριστερή λαϊκίστρια;

Η Σλέιν ξεκινά το τελευταίο της βιβλίο, “La Nostra Parte”, το οποίο κυκλοφόρησε πέρυσι και περιγράφει λεπτομερώς τη ζωή και τα πολιτικά της οράματα, με μια έκκληση για τη διατάραξη του status quo, χρησιμοποιώντας το δημοφιλές σύνθημα του Covid-19: «Δεν θα επιστρέψουμε στο κανονικό, γιατί το κανονικό ήταν το πρόβλημα».

Οι ομιλίες της Σλέιν απηχούν το πάθος και άλλων νέων μεταρρυθμιστών πολιτικών στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Διανθίζει τη ρητορική της με αναφορές στην πατριαρχία, τον ρατσισμό, τον φεμινισμό, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ και το περιβάλλον, και υπόσχεται να αγωνιστεί για την καθιέρωση ενός κατώτατου μισθού με κρατική εντολή – κάτι που η Ιταλία εξακολουθεί να στερείται.

Μεταξύ των πολιτικών σημείων αναφοράς της είναι προσωπικότητες που απέχουν πολύ από το ιταλικό πολιτικό ρεύμα, όπως η Αμερικανίδα μελετήτρια της κριτικής φυλετικής θεωρίας Kimberlé Crenshaw. Φοράει τα αντιφασιστικά της διαπιστευτήρια σαν παράσημο, μετατρέποντας το “Bella ciao” (τον περίφημο ύμνο της ιταλικής αντίστασης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) στο δικό της κάλεσμα αφύπνισης.

Ο ακτιβισμός της έχει τις ρίζες του στην εμπειρία της από πρώτο χέρι σε ένα κράτος που, ενώ γίνεται όλο και πιο πολυεθνικό, έχει δει τον ρατσισμό να εντείνεται και που δεν έχει ποτέ αναμετρηθεί σωστά με το φασιστικό και αποικιοκρατικό του παρελθόν.

Η δική της εβραϊκή κληρονομιά την έχει καταστήσει στόχο της ακροδεξιάς. «Η μύτη μου είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό μέρος του σώματός μου», δήλωσε απαντώντας σε αντισημιτικά σχόλια για την εμφάνισή της.

«Έχει εξαπολυθεί ένας ολοκληρωμένος στρατός μίσους, που χρησιμοποιούν τη μύτη και το επώνυμό μου για να εκφράσουν αήθη αντισημιτικά συναισθήματα», είχε πει.

Η ικανότητα της Σλέιν να εμπλουτίζει την πολιτική της με τους αγώνες των μειονοτικών ομάδων στις οποίες ανήκει η ίδια, της έχει προσδώσει μια ορισμένη αυθεντικότητα μεταξύ των προοδευτικών νεότερων ψηφοφόρων της Ιταλίας. Πράγματι, χρησιμοποιεί συχνά την ουδέτερη αντωνυμία schwa (που γράφεται ως ανάποδο e – ə) αντί της αρσενικής μορφής, για να μεταφέρει τη συμπερίληψη σε μια γλώσσα που ακολουθεί αυστηρά το δυαδικό φύλο.

Η υφέρπουσα επιρροή του λαϊκισμού στην κυρίαρχη πολιτική σημαίνει ότι ορισμένοι αναρωτήθηκαν αν η Σλέιν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως αριστερή απάντηση σε αυτό το φαινόμενο, αλλά η Ιταλίδα ιστορικός Daniele Pasquinucci προειδοποιεί κατά της ανάγνωσης της πολιτικής της μέσα από αυτό το πρίσμα. «Θα απέφευγα να μιλάω για λαϊκισμό, έναν όρο που χρησιμοποιείται καταχρηστικά στις μέρες μας», δήλωσε. “Αν μη τι άλλο, βλέπω [την πλατφόρμα της Σλέιν] ως μια προσπάθεια να μετακινηθεί το Δημοκρατικό Κόμμα σε ένα πιο αριστερό έδαφος», συμπλήρωσε.

Και ο «λαϊκισμός» δεν είναι το μόνο επίθετο που χρησιμοποιείται για να χαρακτηριστεί η Σλέιν. “Κομμουνίστια… ριζοσπαστική σικ, προνομιούχα“, είναι οι χαρακτηρισμοί για τους οποίους γνωστή τηλεπαρουσιάστρια Lilli Gruber ζήτησε από τη Σλέιν να τοποθετηθεί, ως χαρακτηρισμοί που της αποδίδονται από τον δεξιό Τύπο, στους οποίους η νεαρή πολιτικός αγωνίστηκε να βρει μια άμεση απάντηση.

Σλέιν εναντίον Μελόνι

Το μεγαλύτερο ερώτημα για τους αριστερούς ψηφοφόρους της Ιταλίας είναι αν η Σλέιν έχει αυτό που χρειάζεται για να αναζωογονήσει το Δημοκρατικό Κόμμα και να αντιμετωπίσει τη Μελόνι στις επόμενες εκλογές (οι οποίες θα διεξαχθούν το αργότερο το 2027).

Οι εκλογικές προοπτικές του κόμματος έχουν δεχθεί πλήγμα τα τελευταία χρόνια, με το ποσοστό του στις κοινοβουλευτικές έδρες να πέφτει στο 17% το 2022, μόλις το ένα τρίτο του ποσοστού που είχε πριν από δέκα χρόνια.

Οι λόγοι πίσω από τις ατυχίες του Δημοκρατικού Κόμματος είναι πολλοί και πολύπλοκοι. Γεννημένο από την ιστορική ένωση της μεταπολεμικής κομμουνιστικής και της πιο κεντρώας χριστιανοδημοκρατικής παράταξης της Ιταλίας, υπέφερε από βαθιά κρίση ταυτότητας από τη γέννησή του, πασχίζοντας να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των εσωτερικών του παρατάξεων.

Η επιβίωση στην ασταθή πολιτική σκηνή της Ιταλίας αποτελεί επίσης πρόκληση. Μετά την κατάρρευση των κύριων πολιτικών μπλοκ της εποχής του Ψυχρού Πολέμου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το εθνικό πολιτικό τοπίο έχει μετατραπεί σε έναν ακατάστατο αμάλγαμα βραχύβιων κομμάτων, με τους ψηφοφόρους να είναι ελάχιστα σε θέση να επιστρέψουν για δεύτερο γύρο, αφήνοντας τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις να αγωνίζονται να επανεφεύρουν τον εαυτό τους.

Μετά την πανδημία, η Αριστερά της Ιταλίας εγκαταλείφθηκε επίσης από τους μακροχρόνιους υποστηρικτές της, επειδή δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα που πλήττουν την εργατική τάξη: ένα πανευρωπαϊκό φαινόμενο που συνέβαλε στην αστρική άνοδο της ίδιας της Μελόνι.

Αλλά η Σλέιν εμφανίζεται προς το παρόν σίγουρη, υποσχόμενη να αποτελέσει “μεγάλο πρόβλημα” για τη Μελόνι, εν μέρει εστιάζοντας σε θέματα που είναι σημαντικά για τις γυναίκες. «Δεν έχει νόημα να έχουμε μια γυναίκα πρωθυπουργό που δεν αγωνίζεται για τις γυναίκες», δήλωσε τον περασμένο μήνα.

Έχει επανειλημμένα θέσει τη Μελόνι προ των ευθυνών της για τις πολιτικές της, από τη μετανάστευση και την εργατική νομοθεσία μέχρι τη στάση της για το φύλο, αλλά έχει αποφύγει την εμπρηστική αντιπαράθεση, προτιμώντας να προσφέρει ένα εναλλακτικό όραμα για την Ιταλία.

Η κυβέρνηση Μελόνι, δήλωσε πρόσφατα η Σλέιν, «έχει εμμονή με το θέμα της μετανάστευσης, αλλά αγνοεί τη μετανάστευση πολλών νέων ανθρώπων [από την Ιταλία], οι οποίοι, με τόσο χαμηλούς μισθούς και τόσο επισφαλείς συμβάσεις, συχνά επιλέγουν να πάνε αλλού». Και πρόσθεσε: «Αντίθετα, θέλουμε [η Ιταλία] να είναι το μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να έχουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα και να χτίσουν το μέλλον τους».

Είναι πολύ νωρίς για να πούμε αν η Σλέιν θα μπορέσει να ανασυγκροτήσει την εκλογική βάση του κόμματος, αλλά ένα πράγμα φαίνεται βέβαιο, προς το παρόν τουλάχιστον: θα είναι δύο γυναίκες εκείνες που θα μάχονται για την καρδιά και την ψυχή της Ιταλίας για αρκετά χρόνια ακόμη.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy.