Έφτασα στην Ολλανδία ως αιτούσα άσυλο το 1988. Στο Ιράν, είχα συμμετάσχει ενεργά σε μια επανάσταση που αργότερα μετατράπηκε σε Ισλαμική επανάσταση. Ένιωθα συνδεδεμένη με τα αριστερά κινήματα σε όλο τον κόσμο και η ιδέα της διεθνούς αλληλεγγύης μού έδινε δύναμη και ελπίδα για το μέλλον.
Της Halleh Ghorashi
Μετάφραση: Βασιάννα Κωνσταντοπούλου
Μπήκα με αυτό το υπόβαθρο στην Ολλανδία και τότε ξαφνικά όλα σιώπησαν. Στην αρχή, ένιωθα ότι οι εμπειρίες μου δεν σήμαιναν τίποτα. Έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή, να μάθω μια νέα γλώσσα και να συνοψίζω τις σκέψεις μου βήμα-βήμα σε παιδαριώδεις προτάσεις. Κατά καιρούς, ένιωθα πολύ απελπισμένη. Σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της αβεβαιότητας, λαχταρούσα να μπορέσω να συνομιλήσω στα ολλανδικά στο διανοητικό επίπεδο που είχα συνηθίσει στο Ιράν. Οι γλωσσικοί μου περιορισμοί, ωστόσο, είχαν ως αποτέλεσμα μερικές φορές όλο αυτό να καταλήγει εντελώς στραβά. Περιστασιακά, οι άνθρωποι ήταν περίεργοι και επιχειρούσαν να μου μιλήσουν, αλλά συχνότερα έφευγαν στη μέση της συζήτησης, αφήνοντάς με σοκαρισμένη.
Μετά από έναν χρόνο, κατάφερα να αρχίσω να σπουδάζω ανθρωπολογία στο Vrije Universiteit και σταδιακά εργάστηκα στον ακαδημαϊκό χώρο. Παρόλο που αυτό μου έδωσε μεγάλη ικανοποίηση και χαρά, στην αρχή ήταν μια αρκετά δύσκολη διαδικασία. Είχα συνεχώς επίγνωση του χάσματος μεταξύ των πνευματικών και γλωσσικών μου ικανοτήτων. Στο Ιράν, δεν μου είχε επιτραπεί να φοιτήσω στο πανεπιστήμιο λόγω του πολιτικού μου παρελθόντος. Στην Ολλανδία, η αίσθηση ότι είχα πολλά να καλύψω και ότι η ευκαιρία να το κάνω αυτό ήταν τώρα δική μου, μου έδωσε τεράστια ενέργεια.
Ένα σφιχτά τυλιγμένο ελατήριο
Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου τους σε μια νέα χώρα, πολλοί πρόσφυγες μοιράζονται την ίδια εμπειρία: αισθάνονται σαν ένα σφιγμένο ελατήριο που απελευθερώνεται μετά από χρόνια καταπίεσης και βίας. Όσοι είναι σε θέση να μετατρέψουν γρήγορα αυτή την ενέργεια σε παραγωγικότητα μπορούν να αναπληρώσουν μεγάλο μέρος του χαμένου χρόνου. Ήμουν τυχερή που γνώρισα ανθρώπους που μου έδωσαν ώθηση προς τη σωστή κατεύθυνση, ακόμη και όταν δεν πίστευα στον εαυτό μου. Το ότι έφτασα εδώ που βρίσκομαι σήμερα, δεν οφείλεται μόνο στις δικές μου προσπάθειες, αλλά και στους ανθρώπους γύρω μου και στο πνεύμα της εποχής.
Σε αντίθεση με τους πρόσφυγες που φτάνουν σήμερα στην Ολλανδία, δεν χρειάστηκε να παρακολουθήσω μαθήματα ένταξης πολιτών ή να μείνω σε κέντρο αιτούντων άσυλο, ούτε χρειάστηκε να αντιμετωπίσω έναν αρνητικό δημόσιο λόγο που βλέπει τον πρόσφυγα ως βάρος και κίνδυνο για την κοινωνία. Επίσης, σε αντίθεση με τις σημερινές συνθήκες, μπόρεσα να ξεκινήσω τις σπουδές μου χωρίς άδεια παραμονής, γεγονός που μου επέτρεψε να χτίσω μια ζωή στην Ολλανδία σχετικά γρήγορα.
Εκείνη την εποχή, σοκαρίστηκα από την αναπαράσταση του πρόσφυγα πρωτίστως ως κάποιου που χρειάζεται βοήθεια και έχει ελάχιστα να προσφέρει. Εκ των υστέρων, ωστόσο, τότε δεν ήταν τόσο άσχημα όσο σήμερα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου θεσμικοί περιορισμοί. Σκέφτομαι συχνά τα λόγια του Ολλανδού πρώην πολιτικού Ερνστ Χιρς Μπαλίν: “Μέσα στον χώρο που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με κανόνες είναι εκεί ακριβώς όπου συμβαίνει κάτι ουσιαστικό: μια στιγμή προσοχής στις μοναδικές πτυχές της ζωής κάποιου, ίσως μια στιγμή διοικητικής και νομικής δημιουργικότητας”. Σήμερα, αυτό το είδος χώρου που πραγματικά έσωσε τη ζωή μου είναι δύσκολο να βρεθεί.
Αφού τελείωσα τα μεταπτυχιακά μου στην ανθρωπολογία, πήρα μια θέση διδάκτορα στο Ναϊμέγκεν. Με εξέπληξε ευχάριστα η φιλική και αριστερή ατμόσφαιρα. Δεν μπορούσα να πιστέψω στην τύχη μου όταν βρήκα ένα δωμάτιο σε μια κοινοτική δομή. Ως πρώην μαρξίστρια, σκέφτηκα ότι θα ήταν ξεχωριστό να ζω σε ένα είδος κοινότητας. Οι προσδοκίες μου ήταν υψηλές – προσδοκούσα να συναντήσω ομοϊδεάτες που θα συνέβαλαν στο να μειωθεί το αίσθημα της διαφορετικότητας που μερικές φορές βίωνα στην Ολλανδία.
Η πραγματικότητα αποδείχθηκε εντελώς διαφορετική. Δεν ένιωσα καμία σύνδεση στην κοινότητα και εξεπλάγην που οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν για τις εμπειρίες μου ως πρόσφυγα με προοδευτικό υπόβαθρο. Έτσι, προσάρμοσα τις ρομαντικές προσδοκίες μου για διεθνή αλληλεγγύη και συντροφικούς δεσμούς και επικεντρώθηκα κυρίως στην ακαδημαϊκή μου ζωή στην Ολλανδία.
Και τώρα, μετά από 25 χρόνια έρευνας πάνω στις εμπειρίες των προσφύγων, βρίσκομαι λίγο πιο κοντά στην απάντηση ενός ερωτήματος που με έχει απασχολήσει επί μακρόν: πώς είναι δυνατόν τόσο πολλοί προοδευτικοί Ολλανδοί με καλές προθέσεις για τη διαφορετικότητα να μην καταφέρνουν να κάνουν το περιβάλλον ζωής και δουλειάς τους πιο συμπεριληπτικό;
Kανονιστική σκέψη
Όλο το πεδίο της σχετικής έρευνας δείχνει ότι χωρίς συμπεριληπτικές δομές, οι προθέσεις και οι προσπάθειες ενίσχυσης της πολυμορφίας δεν μπορούν να οδηγήσουν στην απαραίτητη αλλαγή του status quo. Ως εκ τούτου, οι προσπάθειες αυτές παραμένουν επιφανειακές και ο αντίκτυπός τους είναι βραχύβιος. Για να γίνει η διαφορά, είναι απαραίτητο να συνδεθούν τα προγράμματα διαφορετικότητας με την πραγματική ένταξη. Και αυτό απαιτεί μια πιο δομική προσέγγιση που αμφισβητεί την κανονιστική σκέψη.
Τι εννοούμε με τον όρο κανονιστική σκέψη; Σε μια δημοκρατική κοινωνία όπως η Ολλανδία, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η έλλειψη ορατότητας των διαδικασιών αποκλεισμού. Ο κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν περιγράφει την εποχή μας ως “ρευστή νεωτερικότητα” επειδή η λειτουργία των διαδικασιών εξουσίας έχει γίνει πιο αόρατη, πιο ρευστή. Η εξουσία δεν συγκεντρώνεται κατ’ ανάγκη στους ανθρώπους που κατέχουν θέσεις εξουσίας και καταπιέζουν τους άλλους, αλλά βρίσκεται επίσης μέσα στις καθημερινές εικόνες και διαδικασίες που συχνά θεωρούμε δεδομένες. Όλη η γλώσσα που οδηγεί σε μια ορισμένη κανονικοποίηση εικόνων και ιδεών (η οποία περιγράφεται από τον Μισέλ Φουκώ ως “λόγος” [discours]) εξασφαλίζει μια πιο λεπτή και αόρατη διάρθρωση της εξουσίας της από ό,τι στο παρελθόν και άρα καθιστά την αναχαίτισή της πιο δύσκολη.
Η σκέψη και η πρακτική φωλιάζουν στη ρουτίνα της καθημερινής ζωής. Στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, αυτή η μορφή εξουσίας ονομάζεται “η εξουσία του αυταπόδεικτου” – αυτή είναι η κανονιστική σκέψη.
Ένα παράδειγμα είναι η κατηγορική σκέψη σχετικά με τους μετανάστες στην Ολλανδία. Αυτή η κατηγορική σκέψη έχει δύο συνιστώσες. Η πρώτη είναι η πεποίθηση ότι εξ ορισμού οι μετανάστες αποκλίνουν κοινωνικο-πολιτισμικά από τον ολλανδικό κανόνα. Η δεύτερη είναι ότι οι μετανάστες βρίσκονται αυτομάτως σε κοινωνικο-οικονομικά μειονεκτικότερη θέση. Το αποτέλεσμα αυτής της σκέψης είναι μια έντονη επικέντρωση στις πολιτισμικές διαφορές και στα μειονεκτήματα ή στις ελλείψεις όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των μεταναστών και των προσφύγων.
Αυτή η εμμονή με την ετερότητά τους τους και τα μειονεκτήματά τους είναι τόσο επίμονη που οι εικόνες αυτές δεν αμφισβητούνται σχεδόν ποτέ. Η δύναμη της κανονιστικής σκέψης έγκειται στο ότι οι μετανάστες βρίσκονται πάντα εκτός της νόρμας, ακόμη και όταν κάνουν ό,τι μπορούν για να γίνουν μέρος της νόρμας.
Αυτός ο μηχανισμός έχει εμπεδωθεί μέσα στα κοινωνικά συγκείμενα και την ιστορία, με αποτέλεσμα περισσότερο να εσωτερικεύεται παρά να επιβάλλεται. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τη σκληρή γλώσσα για τους μετανάστες που θεωρείτο απολύτως ακατάλληλη τη δεκαετία του 1980, αλλά σήμερα είναι αποδεκτή ακόμη και από κεντρώα πολιτικά κόμματα.
Η σημερινή αρνητική και ιεραρχική προσέγγιση των μεταναστών πηγάζει από την κατηγορική σκέψη που εμμένει πρωτίστως στην ετερότητά τους: άνθρωποι που ζουν στη χώρα αλλά δεν ανήκουν πραγματικά εκεί. Ακόμη και όταν ο λόγος για τους μετανάστες είναι λιγότερο αρνητικός, εξακολουθούν να θεωρούνται ως “προβληματική κατηγορία”: ευάλωτοι άνθρωποι που χρειάζονται τη βοήθεια του κράτους πρόνοιας.
H πολυμορφία ως ηθική επιταγή
Αυτή η προσέγγιση των μεταναστών δεν απαντάται μόνο στην Ολλανδία. Σύμφωνα με τις ερευνήτριες Εβανγκελίνα Χολβίνο και Ανέτ Καμπ, από τη δεκαετία του 1990 και μετά η προσέγγιση της πολυμορφίας στα κράτη πρόνοιας της Βόρειας Ευρώπης συνίσταται στην ενίσχυση των εθνικά “ευάλωτων” ομάδων. Ως αποτέλεσμα, το ζήτημα της πολυμορφίας έγινε κυρίως ηθικό καθήκον του κράτους, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην προστιθέμενη αξία των μεταναστών. Αν και η αμερικανική προσέγγιση έχει τους δικούς της περιορισμούς, η σύγκριση αυτή δείχνει ότι μια έννοια μπορεί να ερμηνευθεί εντελώς διαφορετικά σε διάφορα πλαίσια. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, είναι ακριβώς αυτό το συγκείμενο στο κράτος πρόνοιας που συμβάλλει στην εικόνα των μεταναστών αποκλειστικά ως ατόμων που χρειάζονται βοήθεια και αποκλίνουν από τον κανόνα.
Ως αποτέλεσμα, οι μετανάστες αντιμετωπίζονται διαρκώς με βάση τις υποτιθέμενες ελλείψεις τους και σπάνια με βάση τις ιδιότητες και τα δυνατά τους σημεία.
Από τη στιγμή που αυτή η εμμονή στα μειονεκτήματα κανονικοποιείται, επιστρατεύεται συχνά ως εξήγηση της έλλειψης πολυμορφίας σε διάφορους φορείς. Το πρόβλημα δεν αποδίδεται τότε στις δομές αποκλεισμού, αλλά στα μέλη αυτών των μεταναστευτικών ομάδων που “δεν είναι ακόμη έτοιμα”.
Οι υποτιθέμενες λύσεις συχνά περιλαμβάνουν τη βοήθεια αυτών των ανθρώπων ώστε να γίνουν πιο ικανοί (που σημαίνει να μοιάζουν περισσότερο με τον κανόνα) και όχι παρεμβάσεις για να γίνουν οι δομές πιο συμπεριληπτικές. Εν τω μεταξύ, ολόκληρες γενιές μεταναστών και προσφύγων είναι ενθυμούμενες διαρκώς για την ετερότητά τους.
Το αποτέλεσμα είναι ένα παράδοξο: πρέπει να προσαρμοστούν, αλλά θα είναι πάντα διαφορετικοί. Έτσι, πολλές προσπάθειες για ενίσχυση της κοινωνικής πολυμορφίας είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Η ανισότητα στις θέσεις και η απόσταση μεταξύ των ομάδων αυξάνεται, χωρίς καμία ρητή πρόθεση αποκλεισμού των μεταναστών και των προσφύγων. Ορισμένες οργανώσεις ισχυρίζονται ακόμη ότι κάνουν ό,τι μπορούν για να γίνουν πιο συμπεριληπτικές. Όμως οι καλές προθέσεις δεν οδηγούν στην ενσωμάτωση, αν δεν τίθενται επίσης υπό αμφισβήτηση οι κανονικοποιημένες εικόνες (τόσο οι ατομικές όσο και οι συλλογικές).
Αυτό που χρειάζεται είναι μια διαφορετική προσέγγιση – στην πραγματικότητα, μια αντιστροφή. Το να είσαι συμπεριληπτικός σημαίνει στην πραγματικότητα να δημιουργείς χώρο για τη διαφορετικότητα, αμφισβητώντας την κυρίαρχη κανονιστική σκέψη και τολμώντας να διαταράξεις τις κανονιστικές εικόνες. Για τον σκοπό αυτό, είναι σημαντικό να επενδύσουμε στους χώρους μεταξύ των κόσμων που για διάφορους λόγους βρίσκονται μακριά. Εμπνευσμένη από το έργο της Χάνα Άρεντ, έχω παλιότερα περιγράψει αυτόν τον χώρο ως “ενδιάμεσο”. Ποιες είναι όμως οι προϋποθέσεις για έναν τέτοιο ενδιάμεσο χώρο;
Η μεταβλητότητα της ύστερης σύγχρονης εποχής μας συνοδεύεται από ανυπομονησία. Η τέχνη έγκειται επομένως στη δημιουργία στιγμών καθυστέρησης, έτσι ώστε οι αλληλεπιδράσεις και οι ιστορίες να έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν αντιληπτές και να ακουστούν. Η προσωρινή αναστολή της επικριτικότητας, του να έχεις δίκιο, είναι ένα άλλο σημαντικό βήμα στον διαπολιτισμικό διάλογο. Έτσι δημιουργείται ένας κοινός ενδιάμεσος χώρος που είναι άδειος από κρίσεις, καθιστώντας δυνατή την ακρόαση του άλλου από τη δική του οπτική γωνία. Η πρωτοκαθεδρία της θέσης του “εγώ” καθιστά αδύνατη την επαφή με τον άλλο, ειδικά όταν οι υποθέσεις για τον άλλο είναι φορτισμένες και αρνητικές.
Επίσης οι κοινοτικοί ενδιάμεσοι χώροι είναι τολμηροί. Αυτοί οι χώροι δημιουργούν ένα ασφαλές περιβάλλον για τις μειονότητες ώστε να διαταράξουν τις δεδομένες περιχαρακώσεις, αλλά και για τους ανθρώπους που βρίσκονται σε θέσεις επιρροής ή προέρχονται από προνομιούχα περιβάλλοντα, ώστε να είναι αρκετά δεκτικοί σε αυτή τη διατάραξη.
Το καθήκον των πολιτικών είναι αφενός να συνδεθούν με την ποικιλομορφία των βιόκοσμων της κοινωνίας και αφετέρου να δημιουργήσουν το πλαίσιο για μια πραγματικά περιεκτική κοινωνία και έτσι να αντιμετωπίσουν την πόλωση. Το κίνημα Black Lives Matter έχει θέσει το καθήκον αυτό ακόμη πιο έντονα στην πολιτική και κοινωνική ατζέντα.
Μόνο τότε θα επιτραπεί στα άτομα με μεταναστευτικό ή προσφυγικό υπόβαθρο όχι μόνο να συμμετέχουν σε διάφορα φόρουμ, αλλά και να το κάνουν μέσα από τις δικές τους οπτικές και εμπειρίες, οι οποίες συχνά είναι διαφορετικές από εκείνες των ατόμων χωρίς μεταναστευτικό υπόβαθρο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πώς η κινητικότητα πολλών γενεών μεταναστών και οι εμπειρίες επιβίωσης πολλών προσφύγων μπορούν να καταστήσουν πιο ζωτικά διάφορα κοινωνικά, θεσμικά και οργανωτικά σώματα.
Ένα σαφές παράδειγμα αυτής της κινητικότητας είναι η αύξηση του αριθμού των παιδιών μεταναστών που έχουν λάβει τριτοβάθμια εκπαίδευση μολονότι ότι οι γονείς τους είχαν χαμηλό επίπεδο αλφαβητισμού. Παρά αυτή την ιδιαίτερη μορφή κοινωνικής προόδου, η συγκεκριμένη ομάδα προσεγγίζεται κυρίως μέσα από την αναπαράσταση της διαφορετικότητάς της ως έλλειψης. Αντιμετωπίζονται, λοιπόν, ως αποκλίνοντες από τον κανόνα επειδή το πολιτισμικό και κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο είναι διαφορετικό από την προνομιούχο ομάδα που συνήθως θεωρείται ο κανόνας. Η υποτιθέμενη μειονεξία τους είναι μέρος της ιστορίας τους και αυτό που χρειάζεται είναι ακριβώς το να επιτραπεί να ακουστούν διαφορετικές φωνές. Αυτό το σημείο αξίζει να αναγνωριστεί. Είναι δυνατόν να δοθεί μια πραγματική ευκαιρία στα όνειρα αυτών των κοινωνικών αναρριχητών, αλλά μόνο αν προσεγγιστούν από την οπτική της κινητικότητάς τους και όχι από αυτήν των μειονεκτημάτων.
Ελευθερία της σκέψης στην εξορία
Για τους ανθρώπους που θεωρούν τον εαυτό του προοδευτικό, μια ακόμα πολύτιμη διαπίστωση για την αμφισβήτηση του τρόπου σκέψης τους δόθηκε από τον τίτλο μιας συνέντευξης του συγγραφέα Ανίλ Ράμντας στο Humanist: “Ο ξεριζωμός είναι απελευθερωτικός”. Οι λέξεις αυτές περιέχουν μια όμορφη περιγραφή αυτού που ο παλαιστινιο-αμερικανός καθηγητής λογοτεχνίας Έντουαρντ Σαΐντ αποκαλεί “πνευματική εξορία”. Ένας εξόριστος πρέπει συνεχώς να μεταφράζει μεταξύ διαφορετικών πλαισίων και ως εκ τούτου έχει διπλή προοπτική. Τίποτα δεν είναι σταθερό και τίποτα δεν είναι απομονωμένο.
Εξαιτίας της συνθήκης τους σε αυτήν την “ενδιάμεση κατάσταση”, οι εξόριστοι είναι δυνητικά σε θέση να αποσυρθούν από τη δύναμη της αυταπόδεικτης ή κανονιστικής σκέψης. Ο Σαΐντ χρησιμοποιεί τη μεταιχμιακότητα των εξόριστων ως μεταφορά για τους προοδευτικούς στοχαστές που δεν θέλουν να συμμορφωθούν με το status quo. Είναι οι φορείς και οι φύλακες του ελεύθερου πνεύματος, επειδή, όπως οι εξόριστοι, απορρίπτουν τα παγιωμένα πρότυπα (ορατά και λιγότερο ορατά και επομένως εσωτερικευμένα). Αυτά τα ελεύθερα πνεύματα, όπως λέγεται, δεν θέλουν ποτέ να ενσωματωθούν πλήρως. Όμως, τόσο για τους εξόριστους, όσο και για τους αντιφρονούντες, αυτή η ελευθερία του πνεύματος είναι μια δυνατότητα που μπορεί να γίνει παραγωγική μόνο όταν κάποιος προβληματιστεί σχετικά με τις κανονικοποιημένες δομές εξουσίας και τις εικόνες που τον επηρεάζουν καθημερινά –συχνά ασυνείδητα– διαμορφώνοντας τις πράξεις του.
Η επιλογή της απόστασης από την κυρίαρχη κανονιστική σκέψη σημαίνει ότι μπορεί κανείς να προχωρήσει πέρα από τις καλές προθέσεις, προκειμένου να επενδύσει πραγματικά σε χώρους και σχέσεις χωρίς αποκλεισμούς. Αυτό απαιτεί να αγκαλιάσει κανείς την ετερότητα και έτσι να διαταράσσει συνεχώς τον διχοτομικό χαρακτήρα της ετερότητας στη ζωή του και στις οργανώσεις του. Οι άνθρωποι με καλές προθέσεις συχνά πιστεύουν ότι κάνουν το σωστό, οπότε δεν αισθάνονται την ανάγκη να προβληματιστούν σχετικά με την οπτική ή την προσέγγισή τους. Αλλά τελικά, οι καλές προθέσεις είναι ανεπαρκείς και μπορούν ακόμη και να σταθούν εμπόδιο στην πραγματική ένταξη, αν οι άνθρωποι δεν αμφισβητούν την ιεραρχική σχέση με ομάδες με ασθενέστερη κοινωνική θέση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αναπαραγωγή και όχι την αμφισβήτηση της κανονιστικής σκέψης. Μόνο με τη διατάραξη της κανονιστικής σκέψης είναι δυνατόν να είμαστε περιεκτικοί και να έρθουμε πιο κοντά σε ανθρώπους που βρίσκονται μακριά από τη ζωή και τα πλαίσια αναφοράς μας.
Συνδέοντας διαφορετικούς κόσμους και πλησιάζοντας τους ορίζοντες των ανθρώπων, οι διάφορες μειονοτικές ομάδες μπορούν να λάβουν μια αξιοπρεπή και ισότιμη θέση όπου η παρουσία και η συμβολή τους θα διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο. Σε αυτήν την περίπτωση, το ιδεώδες καθίσταται όχι μόνο να βοηθήσουμε τον άλλο, αλλά να βοηθήσουμε και τον εαυτό μας να κοιτάξει πέρα από το άμεσο περιβάλλον μας.
Για τη συγγραφέα
Η Halleh Ghorashi είναι καθηγήτρια σε θέματα πολυμορφίας και ένταξης στο Vrije Universiteit στο Άμστερνταμ.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Ολλανδικά στο De Helling και μεταφράστηκε στα Αγγλικά από το Green European Journal.