Η απόφαση του Προέδρου Μπάιντεν να αποσύρει όλα τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν έως τις 11 Σεπτεμβρίου θεωρείται οριστική, εκτός αν υπάρξει μια ισχυρή εκστρατεία των Ταλιμπάν που θα αναγκάσει τον αμερικανικό στρατό σε ταχεία και ντροπιαστική υποχώρηση. Σε αυτή την περίπτωση, τα στρατεύματα θα παραμείνουν καθ’ όλη τη διάρκεια του χειμώνα. Ωστόσο οι ηγέτες των Ταλιμπάν δεν έχουν ιδιαίτερη ανάγκη να αναγκάσουν τους Αμερικανούς να αποχωρήσουν και πιθανότατα θα περιμένουν τους τέσσερις μήνες μετά την ημερομηνία αναχώρησης που ξεκίνησε τον Μάιο.
Του Paul Rogers
Στο Αφγανιστάν, υπάρχουν διάχυτοι φόβοι ότι οι Ταλιμπάν έχουν ήδη τόσο επιτυχημένη δράση που θα αναλάβουν γρήγορα τον πλήρη έλεγχο, αρχικά των αγροτικών περιοχών και στη συνέχεια ολόκληρης της χώρας. Αυτή η προοπτική δημιουργεί ανησυχίες σε πολλούς, ιδίως αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών.
Προς το παρόν, ο αντίκτυπος που έχει η αποχώρηση των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις της αφγανικής κυβέρνησης με τους Ταλιμπάν δεν μπορεί να αποτιμηθεί εύκολα. Η αδύναμη κυβέρνηση του Αφγανού προέδρου Ασράφ Γκάνι, στην Καμπούλ, προστατεύεται από την αναγκαιότητα να βρεθεί μια συμφωνία υπό την αμερικανική παρουσία, ενώ επίσης οι Ταλιμπάν έχουν τη δυνατότητα να κερδίζουν χρόνο, κατηγορώντας τους Αμερικανούς κατακτητές για όλα τα δεινά.
Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά επισκιάζονται από το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα των Ηνωμένων Πολιτειών και οποιαδήποτε εντύπωση ότι το Πεντάγωνο θα αποχωρήσει πλήρως από το Αφγανιστάν είναι μύθος.
Ο κύριος στόχος στην μετά την κατοχή εποχή δεν θα είναι η ενίσχυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ανάπτυξη του Αφγανιστάν, αλλά η αποτροπή μιας νέας έξαρσης της Αλ Κάιντα, του Isis και άλλων παραστρατιωτικών ομάδων που ενδεχομένως να απειλήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ εκεί ή στο εξωτερικό.
Πόλεμος εξ αποστάσεως
Εκτός από τους 2.500 αμερικανούς στρατιώτες που βρίσκονται στη χώρα, φέρεται να υπάρχουν άλλοι 1.000 –πολλοί εκ των οποίων θεωρείται ότι ανήκουν στις ειδικές δυνάμεις– που δεν καταμετρώνται στον επίσημο κατάλογο. Όπως το έθεσαν οι New York Times: «Ο θολός απολογισμός προκύπτει, σύμφωνα με αξιωματούχους του Πενταγώνου, από το γεγονός ότι ορισμένες δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων έχουν τεθεί “εκτός βιβλίων”, συμπεριλαμβανομένων κάποιων επίλεκτων στρατιωτών Ρέιντζερς, οι οποίοι εργάζονται τόσο υπό το Πεντάγωνο όσο και υπό τη CIA, επιστρατευόμενοι στο Αφγανιστάν».
Υπάρχουν επίσης 16.000 εξωτερικοί συνεργάτες που δεν ανήκουν στον στρατό, εκ των οποίων 6.000 Αμερικανοί. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να παραμείνουν, ειδικά οι πλέον των 1.000 που έχουν ήδη ένοπλους ρόλους, καθώς πολλοί ανάμεσά τους είναι πρώην στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων που τώρα είναι συμβασιούχοι.
Πολλοί από αυτούς τους συμβασιούχους θα συμμετέχουν στη συλλογή πληροφοριών, αντιπροσωπεύοντας ένα μικρό κομμάτι του επιτελικού μηχανισμού που θα αποτελεί μέρος μιας γενικότερης μετάβασης σε έναν πόλεμο χαμηλού προφίλ και εξ αποστάσεως. Μεγάλο μέρος αυτού του πολέμου εξ αποστάσεως θα περιλαμβάνει αεροπορικές επιδρομές βασισμένες σε μεγάλο βαθμό σε όπλα απόστασης και μη επανδρωμένα οπλισμένα αεροσκάφη για να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι για τα πληρώματα των αεροσκαφών.
Στις αρχές του πολέμου, το 2001-2002, οι ΗΠΑ συνδέθηκαν με το Τατζικιστάν, το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν για να αναμετρηθούν με το Αφγανιστάν. Τώρα, αναμένεται να γίνουν νέες διασυνδέσεις, προς ενόχληση τόσο του Πεκίνου όσο και της Μόσχας.
Γενικότερα, οι ΗΠΑ μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ισχύ των αεροπλανοφόρων στην Ανατολική Μεσόγειο και τις Αραβικές Θάλασσες. Υπάρχει ακόμη μια μεγάλη βάση στο Ντιέγκο Γκαρσία στον Ινδικό Ωκεανό και υπάρχουν πολλές εγκαταστάσεις στο Κουβέιτ, τη Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν και τα Εμιράτα, χωρίς να ξεχνάμε το περιφερειακό αρχηγείο της πολεμικής αεροπορίας στο Κατάρ και τη νέα ναυτική εγκατάσταση στο Ντουκμ στο Ομάν, που βρίσκεται σε βολική τοποθεσία εκτός των υδάτων του Κόλπου όπου υπάρχει συμφόρηση (αυτή η εγκατάσταση είναι επίσης διαθέσιμη για το Ηνωμένο Βασίλειο υπό τον νέο του ρόλο ως «αυτοκρατορίας ανατολικά του Σουέζ»).
Όλα αυτά αφορούν τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά υπάρχουν επίσης πάνω από 10.000 στρατιώτες από άλλα κράτη του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου. Σχεδιάζουν να αποχωρήσουν τον Σεπτέμβριο, παρόλο που πολλοί από αυτούς παίζουν σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο. Η κατάσταση ασφαλείας είναι όμως τόσο αβέβαιη, που η αποχώρηση μπορεί να επισπευσθεί ακόμη και για τις 4 Ιουλίου.
Η ευρύτερη εικόνα για τους επόμενους μήνες και χρόνια θα είναι έντονα διεθνή παιχνίδια ισχύος, καθώς τα γειτονικά κράτη θα διεκδικούν θέσεις σε αυτό το τελευταίο στάδιο του «Νέου Μεγάλου Παιχνιδιού».
Η βρετανική και η ρωσική αυτοκρατορία είχαν κεντρικό ρόλο στον αγώνα που διήρκεσε έναν αιώνα και ήταν γνωστός ως «Το Μεγάλο Παιχνίδι», αλλά καμία από τις δύο δεν είναι πλέον τόσο σημαντική, ιδίως η Βρετανία.
Από τότε που το γεωπολιτικό ενδιαφέρον για την Κεντρική Ασία ανανεώθηκε τη δεκαετία του 1990, αφού ο ορυκτός πλούτος της περιοχής έγινε διαθέσιμος σε ξένα συμφέροντα μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο, και οι κύριοι παίκτες τώρα είναι το Πακιστάν, η Ινδία και η Κίνα, μαζί με την Τουρκία και το Ιράν.
Το Πακιστάν έχει την πρώτη θέση μεταξύ αυτών των χωρών λόγω των πολλών μακροχρόνιων δεσμών της ισχυρής υπηρεσίας πληροφοριών του (ISI) με τους Ταλιμπάν. Η απόλυτη προτεραιότητα του Πακιστάν είναι να ελαχιστοποιήσει οποιαδήποτε ινδική επιρροή στο Αφγανιστάν, ενώ το Νέο Δελχί επιδιώκει το ακριβώς αντίθετο. Ο πακιστανικός στρατός, ειδικότερα, φοβάται την Ινδία σχεδόν σε επίπεδο παράνοιας, πεπεισμένος ότι το ινδουιστικό εθνικιστικό δόγμα της Hindutva έχει ως στόχο τη δημιουργία μιας μεγάλης Νότιας Ασίας, ενσωματώνοντας το Μπαγκλαντές, το Νεπάλ, τη Σρι Λάνκα και, φυσικά, το Πακιστάν.
Αυτό μπορεί να φαίνεται υπερβολικό σε ορισμένους εξωτερικούς σχολιαστές, αλλά η έντονα εθνικιστική κυβέρνηση του Μόντι, και ιδίως η συμπεριφορά της στο Κασμίρ, ερμηνεύεται από ηγέτες του πακιστανικού στρατού ως απόδειξη αυτού για το οποίο προειδοποιούν εδώ και χρόνια.
Ένα αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι το Πακιστάν επιθυμεί ιδιαίτερα να βελτιώσει τις σχέσεις του με την Κίνα και οι πρόσφατες αναφορές ότι η Κίνα θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν ειρηνευτικό ρόλο στο Αφγανιστάν είναι πιθανότατα ευπρόσδεκτες στο Ισλαμαμπάντ και ιδιαίτερα ανεπιθύμητες στο Νέο Δελχί.
Το παιχνίδι εξελίσσεται
Η Κίνα είχε παλιότερα εκπαιδεύσει αφγανικά στρατεύματα στον ορεινό πόλεμο, αλλά σε ένα διαφορετικό τοπίο στην Κίνα, ενώ αυτός ο νέος ρόλος θα αφορά τη διατήρηση της ειρήνης στο Αφγανιστάν. Η Κίνα φοβάται ότι η επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στο Αφγανιστάν θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τις αντιδράσεις των ισλαμιστών Ουιγούρων στη βορειοδυτική Κίνα. Όσο βάσιμος ή μη και αν είναι αυτός ο φόβος, το Πεκίνο διαβλέπει προφανή πλεονεκτήματα σε μια τέτοια σύνδεση με το Αφγανιστάν όσον αφορά τον μακροχρόνιο ανταγωνισμό του με την Ινδία. Αυτό, με τη σειρά του, σπρώχνει το Νέο Δελχί πιο κοντά στην Ουάσιγκτον, και έτσι το “Παιχνίδι” εξελίσσεται.
Εν τω μεταξύ, το Ιράν θα αναπτύξει τις πολλές υφιστάμενες διασυνδέσεις του στο Δυτικό Αφγανιστάν. Δεν τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Ταλιμπάν και φοβάται επίσης το συνεχιζόμενο λαθρεμπόριο ηρωίνης μέσω των συνόρων που τροφοδοτεί το σημαντικό πρόβλημα των ναρκωτικών στο εσωτερικό του. Ακόμα κι έτσι, όπως και η Κίνα, θέλει να αυξήσει τις διασυνδέσεις του με το Αφγανιστάν, στην περίπτωσή του όχι λόγω της Ινδίας, αλλά ως μέρος της αντίθεσής του σε αυτό που θεωρεί ως απειλή από τις ΗΠΑ.
Επεκτείνοντας περαιτέρω το “Παιχνίδι”, υπάρχει η Τουρκία, η οποία θεωρείται πιθανότατα η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που θα προτιμούσε να διατηρήσει κάποια στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Η Τουρκία αναγνωρίζει τη γεωπολιτικά σημαντική θέση του Αφγανιστάν, καθώς και τον σημαντικό ορυκτό πλούτο του, και θεωρεί τη χώρα ως μια χρήσιμη προσθήκη στη δυνητική σφαίρα επιρροής της.
Αυτό που απουσιάζει σχεδόν από όλες αυτές τις μηχανορραφίες είναι το ενδιαφέρον για τον λαό του Αφγανιστάν, ένα στοιχείο που δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ξεκίνησαν τον πόλεμο με το Αφγανιστάν, πριν από δύο δεκαετίες.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 24 Απριλίου 2021.
Για τον συγγραφέα
Ο Paul Rogers είναι καθηγητής στο τμήμα Σπουδών Ειρήνης Πανεπιστημίου του Bradford. Είναι σύμβουλος του Open Democracy για θέματα διεθνούς ασφάλειας. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το ‘Irregular War: ISIS and the New Threat from the Margins’ (IB Tauris, 2016), ενώ παλιότερα βιβλία του είναι τα: ‘Why We’re Losing the War on Terror’ (Polity, 2007), και ‘Losing Control: Global Security in the 21st Century’ (Pluto Press, 3rd edition, 2010).