Στο βάθος ενός μικρού σπιτιού, στην πόλη Παμπλόνα της Κολομβίας, είναι σκαμμένη στον βράχο μια ταπεινή ξυλόσομπα. Πάνω της κάθονται μεγάλες κατσαρόλες, γεμάτες με σούπα, πατάτες, λευκό ρύζι και κοτόπουλο. Εδώ, η δόνια Μάρτα Ντούκε ετοιμάζει φαγητό για 50 έως 100 μετανάστες από τη Βενεζουέλα. Η μαγειρική της είναι διάσημη μεταξύ των μεταναστών που ακολουθούν αυτήν την πορεία.
Των Francesc Badia I Dalmases και Andrés Bernal Sánchez
Μετάφραση: Βασιάννα Κωνσταντοπούλου
Από ένα σπίτι στα περίχωρα της πόλης, δίπλα σε μια γέφυρα, η Μάρτα παρέχει εδώ και χρόνια φαγητό και καταφύγιο σε συχνά απελπισμένους μετανάστες, οι οποίοι έχουν διανύσει τη δύσκολη διαδρομή των 75 χιλιομέτρων από τα σύνορα της Βενεζουέλας.
Πολλοί έχουν έρθει μέσω των παράνομων μονοπατιών που περνούν κοντά από τη διεθνή γέφυρα Σιμόν Μπολίβαρ, το βασικό επίσημο σημείο διέλευσης μεταξύ των δύο χωρών. Ορισμένοι έχουν διασχίσει την ίδια τη γέφυρα. Όπως και να έχει, οι μετανάστες καταλήγουν στην κολομβιανή συνοριακή πόλη Κούκουτα.
Εκεί, συχνά συναντούν λαθρεμπόρους ανθρώπων και εμπορευμάτων. Και οι δύο κατηγορίες είναι πολύ δραστήριες από το 2015, όταν οι οικονομικές δυσκολίες άρχισαν να εξωθούν τους κατοίκους της Βενεζουέλας να εγκαταλείψουν τη χώρα τους κατά εκατομμύρια για να εγκατασταθούν σε διαφορετικές χώρες της Λατινικής Αμερικής.
Στην Κούκουτα, οι μετανάστες αποφασίζουν αν θα εγκατασταθούν κάπου γύρω από τη συνοριακή πόλη, αν θα αγοράσουν αγαθά και θα επιστρέψουν στη Βενεζουέλα με την ελπίδα να τα πουλήσουν με κέρδος ή αν θα τολμήσουν να φτάσουν στα κρύα βουνά της Κολομβίας, αναζητώντας την ευκαιρία που τους αρνείται η Βενεζουέλα.
Αν επιλέξουν το δεύτερο, σημαίνει ότι θα κατευθυνθούν προς την Μπουκαραμάνγκα, την πλησιέστερη «μεγάλη» κολομβιανή πόλη, όπου μπορεί να βρουν την ευκαιρία που αναζητούν.
Στα επτά χρόνια που πέρασαν από τότε που ξεκίνησε η μαζική έξοδος των προσφύγων, οι προκλήσεις της διαδρομής από την Κούκουτα στην Μπουκαραμάνγκα έχουν υπάρξει πολλές και, κατά καιρούς, δραματικές.
Χρειάστηκε χρόνος και παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με την κολομβιανή κυβέρνηση για να εγκαταστήσουν μεγάλες διακυβερνητικές οργανώσεις και οργανισμοί, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ) και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), σκηνές αρωγής, κατά μήκος της διαδρομής.
Στο αποκορύφωμα των μεταναστευτικών μετακινήσεων, περισσότεροι από 5.000 μετανάστες την ημέρα ταξίδευαν κατά μήκος της διαδρομής.
Πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ) κινητοποιήθηκαν επίσης για να βοηθήσουν τους ταξιδιώτες, αλλά όχι αρκετά γρήγορα ώστε να μπορούν να συμβαδίσουν με την κλίμακα της εξελισσόμενης κρίσης.
Όπως δήλωσε πρόσφατα, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έξι εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη Βενεζουέλα.
Μέχρι να φτάσουν οι ΜΚΟ και άλλες διεθνείς οργανώσεις στην περιοχή, η Μάρτα είχε γίνει θρύλος στη διαδρομή από την Κούκουτα στη Μπουκαραμάνγκα.
Από την αρχή της μεταναστευτικής κρίσης, η Mάρτα έβρισκε αφόρητο να κάθεται άπραγη και να παρακολουθεί τους ταξιδιώτες να αγωνίζονται, καθώς περνούσαν από την πόλη της.
Υπό κανονικές συνθήκες, οι νεότεροι, πιο αθλητικοί άνθρωποι θα μπορούσαν να ολοκληρώσουν το ταξίδι σε 15 έως 18 ώρες. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς μεταφέρουν τσάντες, παιδιά, ηλικιωμένους και βαλίτσες. Πολλοί έχουν ήδη περπατήσει για μέρες από το εσωτερικό ή τις ακτές της Βενεζουέλας.
Έτσι, συχνά καταλήγουν να περνούν περισσότερες από 20 ώρες σε αυτό το τμήμα της διαδρομής και να συνωστίζονται στην άκρη του δρόμου για τουλάχιστον μια νύχτα, ενώ μεγάλα φορτηγά και αυτοκίνητα τους προσπερνούν περνούν με ταχύτητα.
Η Mάρτα άρχισε να παρέχει όση βοήθεια μπορούσε. Αυτό που αρχικά ήταν μια πράξη γενναιοδωρίας και ενσυναίσθησης κατέληξε να γίνει ο κεντρικός στόχος της καθημερινότητάς της. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα προσωπικό σχέδιο, χρηματοδοτούμενο από τους δικούς της ταπεινούς πόρους, θα γινόταν ίδρυμα, με δωρεές από διεθνείς ΜΚΟ.
Η Mάρτα προσφέρει ένα σάντουιτς και νερό στους μετακινούμενους ανθρώπους το πρωί. Το απόγευμα και το βράδυ, με τη βοήθεια εθελοντών από τη Βενεζουέλα και από το εξωτερικό, παρέχει ένα ζεστό γεύμα για 70 έως 100 άτομα τις πιο πολυσύχναστες ημέρες. Τη νύχτα, καταφέρνει επίσης να φιλοξενήσει πολλές από τις γυναίκες και τα παιδιά που ταξιδεύουν στη διαδρομή.
«Παίζουν Tetris» με τα σώματά τους πάνω στα στρώματα στο πάτωμα, είπε με χαμόγελο στο openDemocracy. Αν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για χώρο, χρησιμοποιείται το γκαράζ, το οποίο μπορεί να φιλοξενήσει έως και 25 άτομα, όταν απομακρυνθεί το αυτοκίνητο.
Αρχικά, ολόκληρη η επιχείρηση της Παμπλόνα ήταν άτυπη και εξελίχθηκε υπό το διερευνητικό βλέμμα των γειτόνων, ορισμένοι από τους οποίους αντιδρούσαν σε τέτοιες πράξεις αλληλεγγύης.
Ισχυριζόμενοι ότι είχε άσχημο αντίκτυπο στη συντηρητική Καθολική πόλη, απαίτησαν να περιοριστεί η βοήθεια προς τους ταξιδιώτες. Όμως η Mάρτα, μια ακούραστη αγωνίστρια με περισσότερα από 25 χρόνια εμπειρίας ως εργαζόμενη στην κοινότητα, κατάφερε να επισημοποιήσει τη βοήθεια που προσέφερε μέσω του Fundación Marta Duque και να δημιουργήσει κανάλια για διεθνή υποστήριξη.
Όπως σημειώνει η ίδια, παρόλο που πολλοί φορείς συμμετέχουν πλέον στην ανθρωπιστική δράση κατά μήκος της πολυσύχναστης διαδρομής από την Κούκουτα στην Μπουκαραμάνγκα, εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα.
«Υπάρχουν τόσες πολλές οργανώσεις και τόσοι πολλοί δωρητές, [αλλά] πού είναι ο συντονισμός;», αναρωτιέται η ίδια.
Όσοι και όσες διασχίζουν νόμιμα τα σύνορα λαμβάνουν καθοδήγηση από τις συνοριακές αρχές της Κολομβίας και υποστήριξη καθ’ οδόν από ιδρύματα όπως το κυβερνητικό Κέντρο Υγείας Los Patios. Το Κέντρο στεγάζει περισσότερες από 25 συνεργαζόμενες ομάδες, συμπεριλαμβανομένων οργανισμών του ΟΗΕ, του Ερυθρού Σταυρού, ΜΚΟ και διεθνών οργανισμών, όπως το καταφύγιο Don Juana. Το καταφύγιο, που βρίσκεται σε στρατηγική θέση στα μισά της διαδρομής μεταξύ της Κούκουτα και της Παμπλόνα είναι υπό τη διαχείριση της ευαγγελικής χριστιανικής οργάνωσης Samaritan’s Purse των ΗΠΑ.
Αλλά αυτή η βοήθεια δεν είναι διαθέσιμη στους πρόσφυγες που δεν έχουν περάσει νόμιμα από τη Βενεζουέλα.
Οι δημοτικές αρχές απαιτούν τη συμμόρφωση με τους υφιστάμενους «κανονισμούς», κάτι που η Mάρτα θεωρεί παράλογα γραφειοκρατικό μπροστά στην επείγουσα ανάγκη.
Αν η ίδια συμμορφωνόταν με όλα τα τυπικά πρωτόκολλα –εγγυήσεις υγείας, ασφάλεια, χώρος, προσβασιμότητα, καταγραφή ταυτότητας– που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από τις Αρχές και τις διεθνείς ΜΚΟ, το μικρό της σπίτι πιθανότατα θα είχε κλείσει.
Στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει λιγότερο από το ένα δέκατο των ταξιδιωτών που έχει καταφέρει να βοηθήσει μέχρι στιγμής. Η ίδια στηλιτεύει ορισμένα από τα γραφειοκρατικά πρωτόκολλα, για παράδειγμα το γεγονός ότι υποχρεούται να συμμορφώνεται με τους κανονισμούς «χρήσης γης», ενώ, όπως εξηγεί, «η ανάγκη και η πείνα δεν απαιτούν πιστοποιητικό χρήσης γης».
Για τη Μάρτα, αυτό που έχει σημασία είναι να ανακουφίσει την καθημερινή ανθρωπιστική ανάγκη με τα διαθέσιμα μέσα.
Η βοήθεια που παρέχει η Μάρτα παρά τις αντιξοότητες έγινε ακόμη πιο κρίσιμη όταν η πανδημία χτύπησε τον Μάρτιο του 2020.
Τα περισσότερα από τα διεθνή κέντρα υποστήριξης των ταξιδιωτών έκλεισαν τις πόρτες τους, αλλά η ροή των μεταναστών δεν σταμάτησε. Στην πραγματικότητα, ο αριθμός των ανθρώπων που είχαν ανάγκη αυξήθηκε λόγω της εισροής Κολομβιανών επαναπατριζόμενων, οι οποίοι είχαν απορριφθεί από χώρες υποδοχής όταν η οικονομική δραστηριότητα σταμάτησε.
Παρά το γεγονός ότι είχε χάσει τρία αδέλφια από τον COVID-19, η Mάρτα κράτησε το σπίτι της ανοιχτό. Για πολλούς, ήταν ο μοναδικός φάρος ελπίδας σε μια διαδρομή κακουχιών και εξορίας που ήταν πιο σκοτεινή από ποτέ.
Είναι σαφές ότι τη στιγμή που η μεταναστευτική κρίση στη Βενεζουέλα επισκιάζεται από μεγαλύτερες κρίσεις και οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ εγκαταλείπουν το προσκήνιο, η Μάρτα παραμένει με τη ξυλόσομπα της στο πίσω μέρος του μικρού σπιτιού της στην Παμπλόνα. Εκεί, οι εξαντλημένοι μετανάστες που κατευθύνονται προς τα υψίπεδα της Κολομβίας μπορούν να περιμένουν ένα καλωσόρισμα και ένα φλιτζάνι ζεστή σούπα.
Υπάρχει, όμως, επείγουσα ανάγκη για λιγότερη γραφειοκρατία και καλύτερο επίσημο συντονισμό με πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, όπως η θρυλική προσπάθεια που ξεκίνησε η Μάρτα πριν από έξι χρόνια.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 31 Μαΐου 2022.