Κοιτώντας στον Νότο: To τρομοκρατικό ατόπημα του Ολάντ είναι η Τυνησία




Μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, ο γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ δεν δίστασε να κοιτάξει προς τα ανατολικά, στη Συρία. Η τρομοκρατία, είπε, πρέπει να συντριβεί εκεί. Όλοι ακολούθησαν το βλέμμα του: η γαλλική ιστορία στη Συρία, η εμπλοκή της Γαλλίας στη Συρία, τα γαλλικά συμφέροντα στη Συρία.


Της Naomi Cohen


 

Ωστόσο, δίνοντας έμφαση στα ανατολικά, ο Ολάντ αποσπά την προσοχή από την πιο σχετική ιστορία, τον ρόλο και τα συμφέροντα της Γαλλίας στον Νότο: την Τυνησία. Η πρώην γαλλική αποικία –που είναι ακόμα στενά δεμένη με την κληρονομιά της αποικιοκρατικής υπερδύναμης– στέλνει περισσότερους ξένους μαχητές στη Συρία από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Καθόλου παράξενο.

«Ο Ολάντ είναι ένας ηγέτης πολιτικά ηττημένος, που εμφανίζεται ως πολεμιστής», δήλωσε στο teleSUR ο Σουφιάν Μπεν Φαράτ, ένας από τους σημαντικότερους αναλυτές της Τυνησίας στη Γαλλία και αρθρογράφος της La Presse. Σύμφωνα με τον Μπεν Φαράτ, ο Ολάντ οπισθοχωρεί μπροστά στο χάος –την πρωτόγνωρη ριζοσπαστικοποίηση στην Τυνησία– που είναι εδώ και καιρό μη αναστρέψιμο. Οι Τυνήσιοι αντιλαμβάνονται γρήγορα την υποκρισία της Γαλλίας στη Συρία γιατί τη γνωρίζουν ήδη καλά στη χώρα τους.

Ασύμμετρες συμμαχίες

Χωρισμένες μονάχα από τη Μεσόγειο, οι δυο χώρες είναι «καταδικασμένες να ζουν μαζί», λέει ο Μπεν Φαράτ. Μετά από χιλιάδες χρόνια εμπορικών, στρατιωτικών και πολιτισμικών δεσμών, υπάρχουν περισσότεροι γαλλόφωνοι στη βόρεια και τη δυτική Αφρική από ό, τι στην ίδια τη Γαλλία. Η σχέση αυτή, ωστόσο, δεν υπήρξε ποτέ ισορροπημένη, καθώς η Γαλλία μεταχειριζόταν πάντα την Τυνησία ως περιφέρειά της.

Από την εποχή της ανεξαρτησίας της Τυνησίας, η στάση της Γαλλίας έχει υπάρξει στην καλύτερη περίπτωση πατερναλιστική και στη χειρότερη αντιδραστική. Καθώς ισχυροί οικονομικοί δεσμοί οικοδομούνταν σιωπηλά –η Γαλλία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός σύμμαχος της Τυνησίας– η πρεσβεία κουνούσε το δάκτυλο κάθε φορά που δεν ήταν ικανοποιημένη με την πολιτική της πρώην αποικίας της.

«Η εξωτερική πολιτική των Γάλλων στόχευε πάντοτε στο να μεταφέρουν σε άλλες χώρες τη “Βαστίλη” που ανέτρεψαν στη χώρα τους», υποστηρίζει ο Μπεν Φαράτ.

Η συγκεκριμένη πολιτική αρχίζει να γίνεται εμφανέστερη, όταν οι νέοι Τυνήσιοι καταφέρνουν την πρώτη τους νίκη στην Αραβική Άνοιξη, οδηγώντας σε παραίτηση τον επί 24 χρόνια Πρόεδρο Ζιν ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι. Αυτή η νέα πολιτικοποιημένη γενιά που λίγο καιρό πριν δεν έδειχνε ενδιαφέρον για την εμπλοκή της Γαλλίας στην Τυνησία, βλέποντάς την ως ζήτημα που αφορούσε πιο πολύ ιστορία των παππούδων της, αρχίζει να εντάσσει τη γαλλική πολιτική στις καταγγελίες της.

Ακολουθεί μια σειρά από σκάνδαλα. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, η γαλλίδα υπουργός Εξωτερικών Μισέλ Αλιότ Μαρί εντοπίστηκε να παραθερίζει στην Τυνησία, κάνοντας συναντήσεις και κτηματομεσιτικές συναλλαγές με επιχειρηματία του στενού κύκλου του Μπεν Άλι. Λίγες ώρες πριν από την αποπομπή του Προέδρου της Τυνησίας, ο γάλλος πρέσβης Πιερ Μενά στέλνει ανακοίνωση ότι ο Μπεν Άλι έχει τον έλεγχο απέναντι στους εξεγερμένους «ταραξίες». Υπήρξε, επίσης, η διαρροή ότι η Γαλλία πουλούσε στην Τυνησία δακρυγόνα και άλλα αντικείμενα αστυνομικής καταστολής μέχρι και την αποπομπή του Μπεν Άλι. Σύντομα, οι διαδηλωτές βρίσκονταν έξω από τη γαλλική πρεσβεία.

Όταν το teleSUR ζήτησε συνέντευξη για τη γαλλο-τυνησιακή πολιτική από τη Λίνα Μπεν Μένι, μια από τις σημαντικότερες φωνές της εξέγερσης, εκείνη αρνήθηκε. Επίσης αρνήθηκε ο Αντέλ Φεκίχ, ο τότε Τυνήσιος πρέσβης στη Γαλλία και πρώην εκπρόσωπος του σοσιαλιστικού κόμματος Ετακατόλ (Ettakatol).

Επιστρέφοντας στην Ευρώπη, οι πολιτικοί και τα μίντια περιέγραφαν τους ακτιβιστές ως Ισλαμιστές, τη στιγμή που το πλήθος –μορφωμένων, γυναικών και αριστερών, κατά κύριο λόγο– διεκδικούσε πρωτίστως δουλειές, εργασιακά δικαιώματα, και ένα τέλος στη διαφθορά και την πελατειακότητα του παλιού καθεστώτος.

Ένα μέρος επίσης εξέφραζε δριμεία κριτική απέναντι στον οικονομικό φιλελευθερισμό, ένα σχέδιο το οποίο η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθούσε με ασύμμετρες εμπορικές συμφωνίες.

«Οι Τυνήσιοι είναι “Γκεβαριστές” με την έννοια του πατριωτισμού και της άρνησης να υποταχθούν στην οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία ξένων δυνάμεων», υποστηρίζει ο Μπεν Φαράτ.

Την περίοδο μετά την εξέγερση, η Γαλλία αλλάζει τη στάση της. Οι Ισλαμιστές δεν είναι πλέον αυτοί που υποτίθεται ότι διαμαρτύρονται αλλά αντίθετα αυτοί που έχουν την εξουσία – και αυτή τη φορά έχουν μεγαλύτερη υποστήριξη από τη γαλλική Αριστερά απ’ ό, τι από τη Δεξιά.

Πολλά κομματικά μέλη του ισλαμιστικού κόμματος Ενάχντα (Ennahda) –που κέρδισε ψήφους περισσότερο λόγω του οικονομικού του φιλελευθερισμού και λιγότερο εξαιτίας της θρησκευτικής του ατζέντας– επιστρέφουν μετά την εξέγερση από την εξορία τους στη Γαλλία. Αν και ο αριστερός συνασπισμός Λαϊκό Μέτωπο δεν έλαβε υποστήριξη από τη Γαλλία («οι σχέσεις μας με τη Γαλλία δεν είναι ακόμα σταθερές», δήλωσε ο ηγέτης του κόμματος Χάμα Χαμαμί), τα κόμματα CPR (Congrès Pour la République) και το Ετακατόλ έλαβαν: μια εξωτερική πολιτική σχεδιασμένη μέσα από ένα «οπισθοδρομικό και διαστρεβλωτικό πρίσμα», όπως τη χαρακτηρίζει ο Μπεν Φαράτ.

Βοηθώντας μας να βλάψουμε τον εαυτό μας

Η Γαλλία δεν είναι από μόνη της υπεύθυνη για την ανάπτυξη των τρομοκρατικών δικτύων στην Τυνησία. Η μελέτη των χαρακτηριστικών των ξένων μαχητών δείχνει ότι είναι στην πλειοψηφία τους νέοι άνδρες, χωρίς εκπαίδευση, από φτωχές αστικές περιοχές. Οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές, έχοντας αμνηστία μετά την εξέγερση, στρατολογήθηκαν γρήγορα λόγω των υψηλών ποσοστών ανεργίας και των στενών σχέσεων τους με συγκεκριμένους πολιτικούς.

Οι Τυνήσιοι που παραμελήθηκαν από την κυβερνητική πολιτική αποτέλεσαν επίσης δόλωμα για λίβυους εξτρεμιστές, η συνεχής διείσδυση των οποίων στη γείτονα χώρα ανάγκασε προσφάτως την Τυνησία να αρχίσει να χτίζει ένα τείχος σε ένα μέρος των συνόρων της. Ακόμα, σύμφωνα με την αιγυπτιακή εφημερίδα El-Shorouk, υπήκοοι του Κατάρ έδωσαν χρήματα σε ΜΚΟ της Τυνησίας για να στείλουν μαχητές στη Συρία.

«Για πολλούς από αυτούς τους νέους ανθρώπους, ο θάνατος στη Συρία είναι μια πολύ καλύτερη επιλογή από το να μείνουν εδώ, να πάνε στη φυλακή και να βασανιστούν ή να κακοποιηθούν» αναφέρει στην Washington Post η Μαργουέν Τζεντά, δικηγόρος που διαχειρίζεται πολλές υποθέσεις ισλαμιστών. Ο αριθμός των μουσουλμάνων που υπήρξαν θύματα επιθέσεων από ριζοσπαστικές ομάδες είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον των Γάλλων ή των Ευρωπαίων.

Παρότι οι φονταμενταλιστές δεν παρακινούνται από αντι-αποικιακά ή αντι-ιμπεριαλιστικά συναισθήματα, επιθέσεις όπως εκείνες στο θέρετρο Σους (Sousse) το περασμένο καλοκαίρι –όπου ένας ένοπλος φέρεται να διέταξε τους κατοίκους της περιοχής να ανοίξουν τον δρόμο έτσι ώστε να μπορέσει να στοχεύσει μόνο Γάλλους και Βρετανούς– αποκαλύπτει ότι η ανάλυση δεν είναι άσχετη.

Ακόμη και αν βάλει κανείς στην άκρη 75 χρόνια αποικιοκρατίας, η γαλλική πολιτική σήμερα έχει κερδίσει πολύ μικρή συμπάθεια στην Τυνησία και ενίσχυσε την περαιτέρω αποξένωση των πολιτών της Τυνησίας που προκάλεσε η καταστροφική εσωτερική πολιτική.

Ως «Γκεβαριστές» οι Τυνήσιοι είναι νευρικοί με την ανοιχτή πρόσβαση που έχει το ΝΑΤΟ για αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις, όπως παρακολουθήσεις ή χρήση drone. Το ΝΑΤΟ έχασε μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας του στα μάτια τους μετά την επέμβασή στη Λιβύη, η οποία χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό στους Γάλλους. Τα email της Χίλαρι Κλίντον επιβεβαιώνουν ότι οι γαλλικές μυστικές υπηρεσίες οργάνωσαν τους αντάρτες και σκότωσαν τον Μοαμάρ Καντάφι με εντολή του τότε προέδρου Νικολά Σαρκοζί. Οι Τυνήσιοι παρακολούθησαν από κοντά τον ρόλο της Γαλλίας, από τότε που ο εμφύλιος που ακολούθησε στη Λιβύη επεκτάθηκε σε ισλαμιστικά δίκτυα στην πατρίδα τους.

Η χώρα που πιστά τοποθετείται υπέρ της Παλαιστίνης επίσης παρακολουθεί από κοντά τις φιλικές σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Ισραήλ, οι οποίες εξασφαλίζουν στη Γαλλία μια θέση στην ευρύτερη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής. Όταν ο Ολάντ άρχισε να εξοπλίζει σύρους αντάρτες, ενώ ισχυριζόταν ότι αναβάθμιζε τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», οι Τυνήσιοι γέλασαν.

Μετά τις διαδοχικές επιθέσεις –μία από τις οποίες έλαβε χώρα την ίδια μέρα με τις περίφημες επιθέσεις του Νοεμβρίου στο Παρίσι– η κυβέρνηση της Τυνησίας εφάρμοσε σκληρά μέτρα ασφάλειας, μεταξύ των οποίων την κήρυξη κατάστασης εκτάκτου ανάγκης σε πολλές περιοχές, και μια γενικευμένη καταστολή, προκαλώντας περισσότερη ριζοσπαστικοποίηση.

Δεν αποτελεί μυστικό ότι αφομοίωσαν στοιχεία από τη γαλλική πολιτική ασφάλειας, που σταθερά κήρυττε κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως απάντηση στις αντι-αποικιακές εξεγέρσεις: Τον Απρίλιο, ο πρόεδρος Μπέτζι Καϊντ Εσέμπσι (Beji Caid Essebsi) επισκέφθηκε το Παρίσι για να ζητήσει μεγαλύτερη συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και άμυνας. Η Γαλλία έχει ήδη επενδύσει τόσους πολλούς πόρους κατά της τρομοκρατίας στην Τυνησία που παρείχε στον «μετρ της αντι-τρομοκρατίας» –τις ΗΠΑ– πληροφορίες.

Ακόμη και εκεί που η Γαλλία κατάφερε να διατηρήσει ένα χαμηλό προφίλ, οι Τυνήσιοι ανέπτυξαν τις δικές τους θεωρίες. Η Τυνησία, παρότι μικρή, διαθέτει περιοχές πλούσιες σε πετρέλαιο και φωσφορικό άλας. Το ποιος κατέχει την ιδιοκτησία αυτών των περιοχών παραμένει κρυφό από το κοινό. Οι διαδηλώσεις της περασμένης χρονιάς που ζητούσαν διαφάνεια και εθνικοποίηση έγιναν όχι μόνο επειδή οι Τυνήσιοι υποψιάζονταν τα συμφέροντα των γαλλικών πολυεθνικών, αλλά και επειδή αυτές οι περιοχές έχουν παραμεληθεί ιστορικά και αντιμετωπίζουν κοινωνικο-οικονομική ανισότητα. Ο Μπεν Φαρχάτ διέψευσε ότι οι περιοχές αυτές βρίσκονται στα χέρια των Γάλλων, παραδέχθηκε ωστόσο ότι οι υποψίες των Τυνήσιων ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πολιτικούς.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, περίπου 3.000 Τυνήσιοι μάχονται στη Συρία και άλλοι 6.000 έχουν ακινητοποιηθεί στα σύνορα. Οι εκτιμήσεις αυτές έγιναν το 2014. Από τότε, στην Τυνησία έγιναν τέσσερις επιθέσεις: σε ένα μουσείο, σε ένα παραλιακό θέρετρο, σε έναν βοσκό και σε ένα λεωφορείο. Μόνο η επίθεση που έγινε κατά των τουριστών έλαβε ευρύτερη δημοσιότητα.

Στη Γαλλία έγιναν δύο επιθέσεις, κατά την διάρκεια των οποίων σκοτώθηκαν και Τυνήσιοι. Για τον Ολάντ, η απειλή –και η λύση– βρίσκονται στη Συρία. Για την Τυνησία, όμως, η Γαλλία ίσως μοιάζει ως ένας πιο σημαντικός υπαίτιος.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο teleSUR, στις 7 Ιανουαρίου 2016.

Για τη συγγραφέα

Η Naomi Cohen είναι δημοσιογράφος και συνεργάζεται με το teleSUR. Επικεντρώνεται στην ερευνητική δημοσιογραφία, με εις βάθος ρεπορτάζ και αναλύσεις για ζητήματα διεθνούς επικαιρότητας.