Compro oro: Η αγορά χρυσού στα χρόνια της κρίσης




Μετά την κρίση του 2008, οι επιχειρήσεις που αγοράζουν χρυσό έναντι μετρητών ξεπρόβαλαν παντού. Το βιβλίο της Yesenia Barragan με τίτλο Selling Our Death Masks: Cash-for-Gold in the Age of Austerity, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Zero Books, μας παρέχει το κοντινό πορτρέτο μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας που ανθεί σε καιρούς κρίσης. Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα από το βιβλίο.


Της Yesenia Barragan


 

Η ιδέα για αυτό το βιβλίο ξεκίνησε από μια απλή ερώτηση: Γιατί ο αριθμός των επιχειρήσεων που αγοράζουν χρυσό έναντι μετρητών –γνωστές στην Ισπανία ως Compro Oro– έφτασε στα ύψη μετά την οικονομική κρίση του 2008, δηλαδή κατά τη διάρκεια της περιόδου της λιτότητας;

Το 2010, στο απόγειο της κρίσης, οι επιχειρήσεις που αγόραζαν χρυσό δίνοντας μετρητά τριπλασιάστηκαν φτάνοντας τις 500 στη νότια περιοχή της Ανδαλουσίας στην Ισπανία, μια από τις περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από τις οικονομικές πολιτικές λιτότητας στη χώρα.

Στην Ελλάδα, την ευρωπαϊκή πρωτεύουσα του καθεστώτος λιτότητας, το 90% από τις 224 τέτοιες επιχειρήσεις που είναι εγγεγραμμένες άνοιξαν το 2010. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τρισδιάστατα σταντ βρέθηκαν διασκορπισμένα στα αστικά και προαστιακά εμπορικά κέντρα, ανάμεσα σε φήμες για τα σικάτα «πάρτι αγοράς χρυσού» που διοργανώνονταν στα σαλόνια των δοκιμαζόμενων νοικοκυρών της Αγγλίας.

«Οι δουλειές πάνε πολύ καλά, μπορείς πραγματικά να αισθανθείς την κρίση», ανέφερε η Αλέξια Μέσσι, ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος αγοράς χρυσού στη Ρώμη. Από το 2012 έχει στην κυριότητά της επτά τέτοιες επιχειρήσεις.

Γιατί όμως να ασχοληθεί κανείς με αυτού του είδους τις επιχειρήσεις; Όπως ισχυρίζεται ο ανθρωπολόγος Ντάνιελ Μίλερ στο βιβλίο του Stuff, τα πράγματα και τα αντικείμενα –μεταξύ αυτών και οι επιχειρήσεις στις οποίες αναφερόμαστε– είναι σημαντικά «όχι επειδή είναι φανερά και μας δεσμεύουν σωματικά ή μας επιτρέπουν να κάνουμε κάτι, αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο. Επειδή ακριβώς τις περισσότερες φορές δεν τα βλέπουμε. Όσο λιγότερα γνωρίζουμε για αυτά, τόσο πιο ισχυρός είναι ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να καθορίζουν τις προσδοκίες μας». Τα αντικείμενα αποκτούν ισχύ επειδή «λειτουργούν παραμένοντας αόρατα και ασχολίαστα, μια κατάσταση στην οποία περιέρχονται λόγω της οικειότητας και του γεγονότος ότι θεωρούνται δεδομένα».

Το βιβλίο λοιπόν μας καλεί όχι μόνο να δούμε και να καταλάβουμε τις επιχειρήσεις που αγοράζουν χρυσό, αλλά και να αισθανθούμε πραγματικά την κρίση από το εσωτερικό μιας τέτοιας επιχείρησης, παίρνοντας στα σοβαρά υπόψη τον ισχυρισμό της Αλέξια Μέσσι. Και όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που διερωτήθηκε γιατί ο κόσμος άρχισε να τοποθετεί τους καθρέφτες σε «ακριβά λαξευμένα κάδρα από παλιούς πίνακες» αντί για καμβάδες σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, το βιβλίο επιχειρεί να εξετάσει γιατί σημειώθηκε μια έκρηξη τέτοιων επιχειρήσεων μετά το 2008 και ποια είναι η ευρύτερη σημασία ενός τέτοιου γεγονότος για εμάς.

Compro Oro! Dinero Ya! H αγορά χρυσού για μετρητά στην Ισπανία

 «Γνωρίζεις κάποιον που έχει πάει σε ένα κατάστημα αγοράς χρυσού στο παρελθόν;»

«Είναι σαν να πηγαίνεις στον ψυχολόγο ή σε γεύματα αλληλεγγύης», απαντά η Βερόνικα, μια Ισπανίδα δασκάλα, γύρω στα 40. «Δεν λες στον κόσμο ότι πρέπει να πας, επειδή ντρέπεσαι. Οπότε ποτέ δεν ξέρεις ποιος από εμάς έχει πάει»

Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει πάει. Ακόμη και η Βερόνικα, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ. Ανασήκωσε τους ώμους της.

Μαζί με τη φευγαλέα απάντηση της Βερόνικα, δεν μπορείς να μη δεις επιχειρήσεις αγοράς χρυσού οπουδήποτε κι αν πας, όπου κι αν γυρίσεις στην Ισπανία. Από τις 26 Ιουλίου του 2012, υπάρχουν σχεδόν 15.000 τέτοια καταστήματα σε όλη τη χώρα.

Τα πράγματα ξέφυγαν όταν η τιμή του χρυσού, αντιδρώντας στους επενδυτές που επιζητούσαν ενός είδους ανταποδοτική σταθερότητα, αυξήθηκε δραματικά στον απόηχο της οικονομικής κρίσης (το 2009 ο χρυσός ανέβηκε από 723 ευρώ σε 921 ευρώ, αύξηση της τάξης του 27%). Όταν λοιπόν ο φερέγγυος μονάρχης «Βασιλιάς Χρυσός» έδειξε την ισχύ της κυριαρχίας του, οι επιχειρήσεις αγοράς χρυσού ξεπήδησαν σαν μανιτάρια.

Μόνο στη βόρεια επαρχία της Γαλικίας, υπήρχαν πάνω από 100 επιχειρήσεις το 2011. Ο γαλικιανός ιδιοκτήτης μιας τέτοιας επιχείρησης με την επωνυμία Oro Efectivo ανέφερε πως έχει δει «πολλά δαχτυλίδια γάμου και αρραβώνων» να περνούν από το κατάστημά του, απομεινάρια διαλυμένων γάμων και αρραβώνων, θυμάτων της κρίσης. Το 2009, υπήρχαν 27 τέτοια καταστήματα στην Καστίλη και τη Λεόν, τη γενέτειρα της Βασίλισσας Ιζαβέλας της Πρώτης από την Καστίλη, που έμεινε γνωστή επειδή υποστήριξε τα τρελά σχέδια του Χριστόφορου Κολόμβου προς τη Δύση, αναζητώντας μια εύκολη δίοδο προς τις Ανατολικές Ινδίες. Μέχρι το 2010, οι επιχειρήσεις αγοράς χρυσού είχαν φτάσει τις 76 στην περιοχή. Πηγαίνοντας προς το Νότο, από την Καστίλη και τη Λεόν προς τη Σεβίλη, εκεί που η Βασίλισσα Ισαβέλα υποδέχθηκε τον Κολόμβο στην αυτοκρατορική της αυλή, οι 8 επιχειρήσεις αγοράς χρυσού το 2008 έγιναν πάνω από 200 μέχρι το τέλος του 2012 και πάνω από 400 στην ευρύτερη περιφέρεια της Σεβίλης.

Λέγεται πως ο ανταγωνισμός αυτών των επιχειρήσεων στη συγκεκριμένη περιοχή είναι τόσο μεγάλος που οι ιδιοκτήτες τους νοικιάζουν άδεια καταστήματα χωρίς να τα χρησιμοποιούν απλώς και μόνο για να κρατήσουν μακριά τους ανταγωνιστές.

Και μετά υπάρχει και η Μαδρίτη και η αγαπημένη μας Πουέρτα ντελ Σολ, η καρδιά της Αυτοκρατορίας του Compro Oro. Εδώ, από το 2012 υπάρχουν πάνω από 200 επιχειρήσεις. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση τέτοιων καταστημάτων σε όλη τη χώρα. Στην ευρύτερη περιοχή της Μαδρίτης, ο αριθμός τους ανέρχεται στα 700 από το 2011, ο μεγαλύτερος σε όλη την Ισπανία. Το άλμα είναι τεράστιο αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2007 υπήρχαν στην περιοχή μόνο 200 τέτοιες επιχειρήσεις. «Ήρθα εδώ για να πουλήσω κάποια κομμάτια χρυσό», αναφέρει η Ρόζα, μια Ισπανίδα που πούλησε ορισμένα πράγματά της σε ένα κατάστημα στην Πουέρτα ντελ Σολ: «ένα περιδέραιο, ένα δαχτυλίδι. Πρέπει να τα ξεφορτωθείς από πάνω σου γιατί σύντομα θα έρθουν οι λογαριασμοί και θες να τα έχεις δώσει πριν σε “γδάρουν”. Θα πληρώσω το νερό, το γκάζι, το ηλεκτρικό, το φαγητό. Αυτό θα κάνω». Μια άλλη ισπανίδα πρόσθεσε: «Ντρέπομαι που έπρεπε να πουλήσω τον χρυσό μου, τα κοσμήματα που είχα και σιγά-σιγά να μην μου μείνει τίποτα. Σήμερα δεν έχω τίποτα».

«Δεν μπορείς να φας τον χρυσό», ανέφερε η Μαρία Χοσέ Ρίγκο, καθαρίστρια και προσφάτως χήρα, που κατάγεται από την Μαγιόρκα, εκεί όπου τον Φεβρουάριο του 2011 ένα ηλικιωμένο ζευγάρι προχώρησε σε μια διπλή αυτοκτονία επειδή δεν είχε χρήματα για να πληρώσει την υποθήκη του. Μέχρι τα τέλη του 2010 και τις αρχές του 2011, η Μαρία Χοσέ είχε ήδη πουλήσει τρία βραχιόλια και τέσσερα δαχτυλίδια, αλλά αυτά δεν ήταν αρκετά, ειδικά μετά τον θάνατο του συζύγου της και τη συσσώρευση των χρεών που ακολούθησε. Ξυπνώντας μας από το φετιχιστικό μας ειδύλλιο με αυτό το αστραφτερό κίτρινο αντικείμενο, η Μαρία Χοσέ μάς υπενθύμισε ή ακόμα μας προειδοποίησε ότι δεν μπορούμε να φάμε τον χρυσό. Μπορεί όμως να μας φάει εκείνος;

Όποιον και να ρωτήσεις, όλοι φαίνεται πως έχουν καταλήξει στο τι πιστεύουν για όσους ασχολούνται με την αγορά χρυσού.

Ένας δημοσιογράφος προειδοποίησε τους αναγνώστες του να μην τους βλέπουν ως «αρχιτέκτονες της κρίσης». Αντιθέτως, σημειώνει, είναι «οι φροντιστές της ύφεσης που πληρώνονται με προμήθεια». Ένας άλλος δημοσιογράφος, στο ίδιο πνεύμα, ανέφερε πως αυτοί που ασχολούνται με το compro oro είναι στην πραγματικότητα κάτι σαν τα «θερμόμετρα της κρίσης», που εντοπίζουν τη συλλογική θερμοκρασία της κατάκοιτης παγκόσμιας οικονομίας. Όσο λιγότερο τους βλέπεις, τόσο καλύτερη η οικονομική πρόβλεψη, λένε.

Καλά ξεκουμπίδια παιδιά!

Και μαζί με τα πολλαπλά εργασιακά τους καθήκοντα ως υπάλληλοι και «ανθρώπινα θερμόμετρα», αποκαλούνται συχνά «στρατιώτες του χρυσού», για τις ώρες που περνούν κάτω από τις μεγάλες, γυαλιστερές, κίτρινες πανοπλίες τους, ανεβοκατεβαίνοντας μπροστά από τα μαγαζιά τους. Ίσως, όμως, και ο δημοσιογράφος που τους αποκάλεσε έτσι να τους είδε έφιππους και να τους μπέρδεψε με φαντάσματα των απογόνων κάποιου Βασιλιά που έχει από καιρό πεθάνει. Ίσως και όλοι μας να κάνουμε λάθος.

Αποτέλεσμα εικόνας για compro oro

«Τι να πω», λέει ο Χοσέ, υπάλληλος σε ένα από αυτά τα καταστήματα με τον οποίο μίλησα ένα κρύο απόγευμα του Δεκεμβρίου, λίγα μέτρα από την Πουέρτα ντελ Σολ, «απλώς προσπαθώ να βγάλω τα προς το ζην»

Ο Χοσέ είναι από τη Μέριδα της Βενεζουέλας, μια πόλη κρυμμένη ανάμεσα στις εντυπωσιακές Βενεζουελανές Άνδεις. Όταν τον ρώτησα ποιες είναι οι σκέψεις του για την κρίση, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του και χτυπώντας με φιλικά στον ώμο μού είπε: «Φιλαράκι, στη Λατινική Αμερική πάντοτε είχαμε “την κρίση”».

Ναι –ήθελα να τον προκαλέσω με αυτόν τον ψυχρό, ανόητο τρόπο του κοινωνικού επιστήμονα– αλλά πότε ξεκίνησε αυτή η φαινομενικά ατελείωτη κρίση, Χοσέ; Πότε ακριβώς; Θα μπορούσες να μου πεις μια συγκεκριμένη μέρα, έναν μήνα, μια χρονιά, σε παρακαλώ; (σύμφωνα με τον μαρξιστή οικονομολόγο Christian Marazzi, η μετάβαση από τον φορντισμό στον μετά-φορντισμό συντελέστηκε στις 6 Οκτωβρίου 1979 ακριβώς, οπότε τέτοιοι υπολογισμοί δεν θεωρούνται και αδιανόητοι). Μπορείς να μου δώσεις έστω μια πληροφορία, Χοσέ;

Όχι;

Εντάξει, έστω μια χρονιά αρκεί. Ποια χρονιά πήγαν όλα στραβά, Χοσέ; Το 2008; Ή μήπως το 1982, όταν η μεξικανική κρίση χρέους πυροδότησε τη ραγδαία οικονομική ύφεση στη Λατινική Αμερική, ανοίγοντας τελικά τον δρόμο στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς της δεκαετίας του 1990;

Ή χρειάζεται να πάω ακόμη πιο παλιά, ακόμα πιο πίσω; (Θα μπορέσεις να με τραβήξεις πίσω από εκεί κάτω, από τα βάθη της γης;)

Ήταν το 1558;

«Είμαι στην Ισπανία περίπου έξι χρόνια», μου απαντάει τραβώντας με γρήγορα από την τρύπα του χρόνου. «Οι άνθρωποι εξακολουθούν να πουλούν τον χρυσό τους, τα Χριστούγεννα για παράδειγμα, για να αγοράσουν παιχνίδια στα παιδιά τους, αλλά πριν από δυο-τρία χρόνια οι άνθρωποι που πουλούσαν και πήγαιναν στα μαγαζιά αγοράς χρυσού ήταν πολύ περισσότεροι… Πια δεν είναι έτσι. Μοιάζει σαν να έχουν πουλήσει ήδη όλο τον χρυσό που είχαν».

Ναι είναι αλήθεια, τόσος είναι ο χρυσός που κυκλοφορεί –αυτή η γυαλιστερή ύλη που όλοι ξέρουμε.

Σιγά-σιγά ξεμένουμε από χρόνο και –για να είμαστε ειλικρινείς– από θέματα συζήτησης. Έτσι, ανάμεσα στις τακτικές κραυγές του «Χρυσός! Χρυσός!», ο Χοσέ λέει τις τελευταίες του λέξεις: «Τι άλλο να σου πω για την παραμονή μου εδώ;» Γελάει. «Είναι απλώς αναθεματισμένος χρυσός! Αλλά –ποτέ δεν ξέρεις– γιατί δεν μιλάς και στον συνάδελφό μου εκεί;» και μου δείχνει έναν ψηλό, μαύρο άντρα που φοράει ένα κασκέτο των New York Yankees, λίγα μέτρα παραπέρα. Τον ευχαριστώ και πλησιάζω τον συνάδελφό του.

«Γεια χαρά, τι γίνεται;» του λέω πριν αρχίσω τη λιγάκι παράξενη αλλά και ενθουσιώδη εισαγωγή μου για την έρευνα που κάνω πάνω στην κρίση και την αγορά χρυσού έναντι μετρητών. Είναι ένας μεγαλύτερος άντρας, προχωρημένα σαράντα και σύντομα ανακαλύπτω από την προφορά του ότι είναι από τη Δομινικανή Δημοκρατία. Στην αρχή με υποδέχτηκε φιλικά με ένα χαμόγελο, αλλά μόλις κατάλαβε τους λόγους της περιέργειάς μου, το πρόσωπό του πάγωσε. «Δεν επιτρέπεται να σου μιλάμε για αυτά τα πράγματα, μπροστά στο μαγαζί, και για τους πελάτες μας. Δεν ξέρω γιατί ο Χοσέ σού είπε αυτά τα πράγματα». Κοίταξε θυμωμένος προς το μέρος του Χοσέ, ο οποίος ήταν πολύ απασχολημένος να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια στους περαστικούς, ξεφυσώντας ζεστό αέρα στην παγωμένη ατμόσφαιρα.

Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι ενδιαφερόμουν απλώς για την εμπειρία του να δουλεύει σε ένα τέτοιο μαγαζί, δεν ρωτούσα κάτι εμπιστευτικό, όμως σύντομα κατάλαβα ότι τον είχα χάσει. Και τότε άρχισα να ανησυχώ ότι ίσως έθεσα σε κίνδυνο τη δουλειά του Χοσέ. Σκατά. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα νεαρό ζευγάρι Ισπανών τον πλησιάζει, του μιλά χαμηλόφωνα και εκείνος τους συνοδεύει πάνω στο μαγαζί χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Λίγες μέρες αργότερα, είχα καλύτερη τύχη. Ένα απόγευμα γνώρισα τον Αλεχάντρο, έναν μεγαλύτερο άντρα με μαύρο κασκέτο και χοντρό αθλητικό φούτερ κάτω από το γιλέκο του μαγαζιού αγοράς χρυσού, που στεκόταν σε μια πλατεία δίπλα στην Πουέρτα ντελ Σολ. «Είσαι από το Εκουαδόρ, έτσι δεν είναι;» μου είπε αμέσως μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Το κατάλαβα από το πρόσωπό σου, και το στρογγυλό σου στόμα». «Το στόμα μου;». Δεθήκαμε γρήγορα, αμέσως μόλις ανακάλυψε ότι ο πατέρας μου είναι από το λιμάνι του Γκουαγιακουίλ, που είναι η δική του γενέτειρα.

Έκανε αυτό το μακρινό ταξίδι από το Γκουαγιακουίλ στη Μαδρίτη πριν από δέκα χρόνια περίπου –για την ακρίβεια το 2002– πριν από τις τραγικές σιδηροδρομικές επιθέσεις στη Μαδρίτη, το 2004. «Ήταν πιο εύκολο να έρθει κανείς πριν», είπε, «οι επιθέσεις άλλαξαν τα πάντα». Αλλά, όπως πρόσθεσε, πέρα από τις επιθέσεις, η οικονομική κρίση άλλαξε δραματικά τη μοίρα όλων των Εκουαδοριανών που ζουν στην Ισπανία. «Όλοι αυτοί που ξέρω ή επιστρέφουν στο Εκουαδόρ ή πηγαίνουν στη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Η κατάσταση έχει γίνει άσχημη εδώ».

Στο τέλος της συζήτησής μας, μου λέει: «Πριν από κάποια χρόνια έβγαζα 2.000-3.000 ευρώ τον μήνα στον τομέα των κατασκευών». Μετά την κατάρρευση της οικοδομικής αγοράς το 2008, αυτές οι δουλειές δεν υπάρχουν πια. «Έτσι, είμαι εγκλωβισμένος εδώ, με τη γυναίκα μου και τα δύο μας παιδιά. Βλέποντας και κάνοντας». Τα 2.000-3.000 ευρώ τον μήνα απέχουν πολύ από τα 1.000 ευρώ που πληρώνονται οι εργαζόμενοι στα compro oro τους «καλούς μήνες». Είναι προσωρινά εργαζόμενοι, με συμβάσεις που δεν υπερβαίνουν τους τρεις μήνες.

Πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας, ο Αλεχάντρο μου πρόφερε δύο κουβέντες στα λίγα αγγλικά που ήξερε: “the beautiful lady”, μού είπε με ύφος παιχνιδιάρικο. Εντάξει, το πήρα το μήνυμα. Δίνοντάς μου την επαγγελματική του κάρτα, με έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα του βρω ένα βιβλίο για να μάθει γρήγορα Αγγλικά. «Ξέρεις, τα Αγγλικά ίσως να με βοηθήσουν να φύγω, πρέπει να γυρίσω πίσω στην πατρίδα».

Σε αντίθεση με τον Αλεχάντρο, ένας από τους τελευταίους ανθρώπους με τους οποίους μίλησα την επόμενη μέρα –χωρίς παρόλα αυτά να μου πει το όνομά του– προσπαθεί να μείνει όσο γίνεται πιο μακριά από την πατρίδα. Ένας ψηλός, μελαψός άνδρας, με μια έντονη, μεγάλη ουλή στο μέτωπο και μ’ ένα λεπτό μπουφάν –παρά το κρύο– κάτω από τη στολή του μαγαζιού. Δεν μπορούσα να δω τα μάτια του πίσω από τα σκούρα, γυαλιστερά γυαλιά του. Και μολονότι δεν ήθελε να μου μιλήσει για πολλή ώρα, έδωσε κάποιες λίγες πληροφορίες για τον εαυτό του.

«Ναι, είναι αλήθεια αυτά που λένε ότι ο κόσμος έρχεται κλαίγοντας, χωρίς να θέλει να πουλήσει τα κολιέ και τα δαχτυλίδια του. Κάθε λογής άνθρωποι: πλούσιοι και φτωχοί…», και έστρεψε το βλέμμα προς την άλλη κατεύθυνση.

«Η προφορά σου είναι από την Κολομβία, ε;», τον ρώτησα.

Για λίγο, είχα την προσοχή του, «Ναι, ναι, είμαι από το Κάλι», μια μεγάλη πόλη της νοτιοδυτικής Κολομβίας, γνωστή για την περίφημη σάλσα και τις ωραίες γυναίκες της. Υπήρχε μια ανεξήγητη στεναχώρια στη φωνή του. Του απάντησα, «Κι εμένα, η μαμά μου είναι από την Περέιρα», μια πόλη βόρεια του Κάλι, στην καρδιά της περίφημης περιοχής παραγωγής καφέ της χώρας. «Και είμαι επίσης ιστορικός. Γράφω για την κατάργηση της δουλείας στην Κολομβία, στο Τσοκό των ακτών του Ειρηνικού. Πέρασα κάποιο διάστημα στο Τσοκό, το Κιμπντό, την Ιστμίνα, το Ταντό, την Αντάγκογια…»

Υπήρξε μεταξύ μας μια στιγμή αναγνώρισης. Τα ονόματα οικείων πόλεων έμοιαζαν να ξυπνούν κάτι στην επαφή μας. «Στην πραγματικότητα», έκανε μια παύση και με κοίταξε κατάματα, «είμαι από τη Μπουεναβεντούρα», ένα μεγάλο λιμάνι στις νότιες ακτές του Ειρηνικού της Κολομβίας. «Από ένα ψαροχώρι έξω από την Μπουεναβεντούρα». Και κοίταξε μακριά.

Κι έτσι απλά, για μια στιγμή, ήταν σαν να καθόμασταν ξαφνικά οι δυο μας, στη σιωπή, σε μια προκυμαία της Μπουεναβεντούρα, κοιτάζοντας από ένα μικρό παράθυρο το ατέλειωτο, σκούρο μπλε του Ειρηνικού Ωκεανού. Κάνει ζέστη αλλά ο αέρας από τον ωκεανό μάς δροσίζει προσωρινά. Από μακριά ακούγονται πυροβολισμοί –ένοπλες συγκρούσεις κυριαρχίας στις παραγκουπόλεις της Μποεναβεντούρα ανάμεσα σε παραστρατιωτικές ομάδες ναρκεμπορίου και σε μέλη του «Αστικού Μετώπου Μανουέλ Σεπέδα Βάργκας» [Frente Urbano Manuel Cepeda Vargas], ομάδας των FARC, του γνωστού αντάρτικου της Κολομβίας. Το 2007, περίπου τη χρονιά που εκείνος έφυγε από την Κολομβία, η Μπουεναβεντούρα ανακηρύχθηκε η πιο πολύνεκρη πόλη στον μακρόχρονο εμφύλιο της Κολομβίας.

Και να ’μαστε και πάλι πίσω, όρθιοι στην Πουέρτα ντελ Σολ, τρέμοντας λιγάκι και οι δυο στο κρύο, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το ήσυχο δωμάτιο στην ακτή.

«Είναι κάτι πολύ μακρινό, φαντάζομαι…»

«Είναι πολύ περίπλοκο», μου απαντάει, «πολύ περίπλοκο».

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο RoarMagazine, στις 6 Ιανουαρίου 2016.

Για τη συγγραφέα

Η Yesenia Barragan είναι υποψήφια διδάκτωρ στη Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (Columbia University), όπου μελετά την κατάργηση της δουλείας και την ανεξαρτησία στην Κολομβία και τη Λατινική Αμερική, σε συνδυασμό με τον νεοφιλελευθερισμό και τα κοινωνικά κινήματα. Αρθρογραφεί μηνιαία στο TeleSUR English γθα θέματα που αφορούν τα κοινωνικά κινήματα και τη λαική κουλτούρα στη Λατινική Αμερική.