H Ουτίκα, η δέκατη πολυπληθέστερη πόλη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, έχει μια πολυκύμαντη ιστορία. Πρώην βιομηχανικό κέντρο σε παρακμή, με μειούμενο πληθυσμό και χτυπημένη από εμπρησμούς, η πόλη πήρε ξανά ζωή από τους πρόσφυγες που βρήκαν καταφύγιο σε αυτήν. Άνθρωποι από το Βιετνάμ, τη Μιανμάρ, τη Σομαλία, τη Ρωσία και τη Βοσνία, έφεραν τις ικανότητες και τις γνώσεις τους στον νέο τόπο, βοηθώντας στην ανάκαμψή του.
Της Βασιάννας Κωνσταντοπούλου
Χτισμένη στην πεδιάδα Μόουχοκ, ανάμεσα σε δυο μεγάλες οροσειρές, η Ουτίκα υπήρξε ιστορικά σημείο σημαντικών ανακατατάξεων. Τα έθνη της φυλής Ίροκουοϊ ήταν οι αυτόχθονες κάτοικοι της περιοχής, τους οποίους εκδίωξαν αμερικανο-βρετανοί έποικοι μετά την Αμερικανική Επανάσταση για να τη μετατρέψουν σε κέντρο εμπορικού ανεφοδιασμού.
Kατά τη διάρκεια του 19ου και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, η Ουτίκα γνώρισε μεγάλη βιομηχανική άνθηση κυρίως ως διεθνές κέντρο παραγωγής υφασμάτων, αλλά και κατασκευής επίπλων, επεξεργασίας ξυλείας και βαρέων μηχανημάτων.
Ήδη από τότε, στα εργοστάσια της πόλης απασχολούνταν πολλοί Πολωνοί, Ιρλανδοί, Ιταλοί και Λιβανέζοι μετανάστες, ενώ σταδιακά η πόλη αναπτυσσόταν οικονομικά και πολεοδομικά, με μεγάλες εταιρίες, όπως η General Electric, να ανοίγουν εργοστάσια εκεί.
Ωστόσο, η παρακμή της αμερικανικής βιομηχανίας από τη δεκαετία του 1950 και μετά χτύπησε και την Ουτίκα, όπως και άλλες πόλεις της λεγόμενης «Ζώνης της Σκουριάς» [Rust Belt].
Οι μεγάλες εταιρίες έκλεισαν τα εργοστάσιά τους, η ανεργία εκτοξεύθηκε, ο πληθυσμός άρχισε να φεύγει.
Tην ίδια περίοδο, η άνοδος του οργανωμένου εγκλήματος και η ανεξέλεγκτη δράση της μαφίας έδωσαν στην Ουτίκα το προσωνύμιο «Αμαρτωλή Πόλη».
Ωστόσο, αυτό δεν ήταν το τέλος της ιστορίας για την Ουτίκα. Σταδιακά, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, διαφορετικά ρεύματα μεταναστών, που έβρισκαν καταφύγιο σε αυτήν, συνέβαλαν στη διάσωση αυτής της κοινότητας.
Εμφυσώντας ζωή στην πόλη
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, η Ουτίκα είναι μια πόλη στην οποία έχουν βρει καταφύγιο χιλιάδες πρόσφυγες από το Βιετνάμ, τη Βοσνία, τη Ρωσία και τη Μιανμάρ, μεταξύ άλλων.
Οι νεοεισερχόμενοι αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Ουτίκα, στην οποία διαμένουν συνολικά 60.000 κάτοικοι, όπως λέει στο Literary Hub η Σέλι Κάλαχαν, εκτελεστική διευθύντρια του μη κερδοσκοπικού Κέντρου για τους Πρόσφυγες της πόλης.
Aποτέλεσαν οικονομική ατμομηχανή για την πόλη και βοήθησαν στην αναχαίτιση της παρακμής, αναλαμβάνοντας δουλειές που οι ντόπιοι αρνούνταν, ξεκινώντας μικρές επιχειρήσεις, ανακαινίζοντας ετοιμόρροπα σπίτια, ανοίγοντας ναούς και δίνοντας μια αίσθηση ζωντάνιας στους δρόμους, αναφέρει η Κάλαχαν.
Αυτή η αναζωογόνηση απέτρεψε από τη φυγή και ένα μέρος του πληθυσμού που ήθελε να την εγκαταλείψει λόγω της προηγούμενης απονέκρωσης και της διαφθοράς.
H δημοσιογράφος και ποιήτρια Σούζαν Χάρτμαν, στο βιβλίο της «Πόλη των Προσφύγων: Η ιστορία τριών νεοεισερχόμενων που εμφύσησαν ζωή σε μια θνήσκουσα αμερικανική πόλη», αφηγείται αυτόν τον μετασχηματισμό μέσα από την πορεία τριών προσφύγων.
Παρακολουθώντας, επί οκτώ χρόνια, τη ζωή της νεαρής Σομαλής Σαντία, του Ιρακινού διερμηνέα Αλί και της Μερσίχα, μιας γυναίκας από τη Βοσνία, η Χάρτμαν περιγράφει πώς αυτοί οι διαφορετικοί άνθρωποι, κουβαλώντας τραύματα πολέμου και διώξεων, αλλά και ελπίδα και ικανότητες για να χτίσουν μια νέα ζωή έγιναν μέρος μιας πόλης που τους χρειαζόταν.
Μια πόλη που μύριζε καπνό
Όπως εξηγεί η Χάρτμαν, στη σχετική αρθρογραφία της, για δεκαετίες, η Ουτίκα ήταν μια πόλη στις φλόγες. Μετά το κλείσιμο των μεγάλων εργοστασίων και την έξαρση της διαφθοράς στην πόλη, οι κάτοικοι άρχισαν να στρέφονται εναντίον της πόλης τους.
Οι τιμές των ακινήτων είχαν αρχίσει να πέφτουν δραματικά, η δυσφορία μεγάλωνε και οι κάτοικοι εγκατέλειπαν την πόλη και το σπίτι τους, αφήνοντας πίσω όλα τους τα υπάρχοντα.
Ιδιοκτήτες που δεν ζούσαν στην Ουτίκα άρχισαν να αγοράζουν αυτά τα εγκαταλελειμμένα σπίτια και εν συνεχεία να προσλαμβάνουν εμπρηστές για να τα κάψουν, προκειμένου να εισπράξουν τα λεφτά της ασφάλειας, εξηγεί η Χάρτμαν.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, τα ποσοστά των εμπρησμών είχαν εκτοξευθεί, με καταγεγραμμένους διπλάσιους εμπρησμούς από τον εθνικό μέσο όρο και τριπλάσιους από τον μέσο όρο της πολιτείας της Νέας Υόρκης.
Οι εμπρηστές ήταν αμείλικτοι, όπως περιγράφει η Χάρτμαν. Υπήρχαν περιπτώσεις, όπου η Πυροσβεστική έσβηνε τις φλόγες σε ένα κτίριο και μετά από λίγες ώρες αυτό ξαναφλεγόταν.
Νέα πνοή
Σε αυτή τη ρημαγμένη πόλη ήρθαν να δώσουν ζωή διαφορετικά ρεύματα μεταναστών και προσφύγων που έφταναν από διαφορετικά σημεία.
Οι πρόσφυγες ήρθαν σταδιακά και αρχικά προέρχονταν από την Καμπότζη, το Λάος, την Πολωνία, τη Ρωσία, τη Βοσνία, τη Σομαλία.
Η μεγαλύτερη ομάδα προσφύγων που εγκαταστάθηκε στην πόλη ήταν οι Βόσνιοι. Από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 άρχισαν να εγκαθίστανται στην πόλη και δουλεύοντας δύο δουλειές, κατόρθωσαν να αγοράσουν σπίτια και να τα αναστυλώσουν, αξιοποιώντας τις οικοδομικές τους δεξιότητες.
Σιγά σιγά η Ουτίκα άρχισε να αλλάζει πρόσωπο. «Στη δεκαετία του 2000, υπήρξε ένα κύμα προσφύγων από τη Μιανμάρ –συμπεριλαμβανομένων των Κάρεν, μιας εθνοτικής μειονότητας που διώκεται από τον στρατό της χώρας, οι οποίοι αρχικά κατέφυγαν σε καταυλισμούς στην Ταϊλάνδη– καθώς και από το Ιράκ, το Νεπάλ, τη Σομαλία και το Σουδάν. Μέχρι το 2019, περισσότεροι από 4.000 Κάρεν και Βιρμανοί είχαν επανεγκατασταθεί, αποτελώντας τη δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα της Ουτίκα [μετά τους Βόσνιους]», εξηγεί η Χάρτμαν.
Οι πρόσφυγες βοήθησαν να αναχαιτιστεί η πτώση, με το Κέντρο Προσφύγων της Ουτίκα να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ομαλή ένταξή τους.
Διαχειριζόμενο σχετικά κρατικά και ομοσπονδιακά κονδύλια, το Κέντρο βοηθά στην αρχική εγκατάσταση των προσφύγων και στην παροχή των βασικών αγαθών για να μπορέσουν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα, όπως αναφέρει η διευθύντριά του Σέλι Κάλαχαν.