Πορτογαλία: Η σχέση με την Ευρώπη και ο ρόλος της Αριστεράς




Η δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος δεν ανέδειξε μόνο τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά επιπλέον φώτισε κι αυτές της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Τα κόμματα που ανήκουν σε αυτήν την πολιτική οικογένεια κλήθηκαν να «τετραγωνίσουν τον κύκλο»: να εφαρμόσουν τις πολιτικές λιτότητας και ταυτόχρονα να κρατήσουν την κοινωνική του βάση.


Του Ricardo Cabral Fernandes


 

Ο Ολάντ, ο Ρέντσι και ο Σάντσες ενσαρκώνουν αυτή την αποτυχία. Από την άλλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας, υπό την ηγεσία του Αντόνιο Κόστα, δεν ακολουθεί το ίδιο παράδειγμα. Η συμφωνία των Σοσιαλιστών με την Αριστερά στο Κοινοβούλιο αντιπροσωπεύει μια σημαντική στιγμή για το πορτογαλικό πολιτικό σύστημα.

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η Αριστερά και η «Προεδροποίηση» του συστήματος

Η κοινοβουλευτική συμφωνία του ΣΚ (Σοσιαλιστικό Κόμμα) και της κοινοβουλευτικής Αριστεράς (Μπλόκο, Κομμουνιστικό Κόμμα και Πράσινοι) ήταν μια πολιτική αναγκαιότητα και για τις δύο πλευρές.

Από τη μια, το ΣΚ δεν είχε την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, γεγονός που ανάγκασε το κόμμα να στραφεί στην Αριστερά. Αυτό οδήγησε στη διατήρηση της κοινωνικής του απήχησης αλλά και στην αποφυγή του κατακερματισμού που βιώνει μεγάλος μέρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Από την άλλη πλευρά, η κοινοβουλευτική Αριστερά έκατσε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, υπό τον φόβο ότι τυχόν αποτυχία τους θα οδηγούσε ξανά τους Σοσιαλιστές σε μια «δεξιά στροφή» και σε μια συγκυβέρνηση Σοσιαλιστών και Λαϊκού Κόμματος. Παρ’ όλα αυτά, οι πολιτικές αυτές αναγκαιότητες δεν είναι ικανές να κρύψουν την απουσία συμφωνίας για αλλαγή των πολιτικών λιτότητας. Σήμερα, η Πορτογαλία ζει σε καθεστώς «μαλακής λιτότητας».

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα διατηρεί τις αστικές του αναφορές, κάτι που αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του Αντόνιο Κόστα αλλά και στο γεγονός ότι ουδέποτε απέρριψε τη σοσιαλφιλελεύθερη νομιμότητα του Αντόνιο Γκουτιέρες και του Χοσέ Σώκρατες. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα θα συνεχίσει να υπερασπίζεται τα δομικά δικαιώματα της αστικής τάξης και να περιορίζει τα δικαιώματα των φοιτητών, των εργατών και των συνταξιούχων. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην υπόθεση BANIF, όταν μέσα σε ένα απόγευμα ανακεφαλαιοποίησε την τράπεζα με 3 δισ. ευρώ, μη λαμβάνοντας υπόψη την άποψη των κομμάτων της κοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Αν όμως η συμφωνία είναι τόσο ανεπαρκής και βασίζεται στην «ευέλικτη» ανάγνωση της από τους Σοσιαλιστές, τι μπορεί να κάνει η πορτογαλική Αριστερά;

Πρώτον, δεν μπορεί να ζει κάτω από τη σκιά των Σοσιαλιστών. Πρέπει να τους υποστηρίζει όταν λαμβάνουν σωστά μέτρα, αλλά να είναι ξεκάθαρο ότι δεν τους εμπιστεύεται στην υλοποίηση. Δεύτερον, να τραβάει συνεχώς το σκοινί. Αυτό σημαίνει ότι όταν η κυβέρνηση κινείται προς τα Αριστερά με ανεπαρκή τρόπο, πρέπει να εμβαθύνει σε θέματα που αφορούν την οικονομική πολιτική. Τρίτον, να κινητοποιεί τον κόσμο στους δρόμους κατά της Δεξιάς, αλλά υπέρ της εμβάθυνσης των κυβερνητικών πολιτικών που στρέφονται κατά της λιτότητας.

Η συμφωνία με τους Σοσιαλιστές δεν δένει απαραίτητα την Αριστερά στο κυβερνητικό άρμα. Η συμφωνία θα μπορούσε να είναι και ένα εργαλείο, προκειμένου να αποκαλυφθεί το πραγματικό πρόσωπο των Σοσιαλιστών. Δυστυχώς όμως, το Μπλόκο της Αριστεράς έχει προσδεθεί στο ΣΚ. Στο γεγονός αυτό προστίθεται και μια ηγεσία με απουσία στρατηγικής, η οποία λαμβάνει αποφάσεις βασισμένες σε εκλογικούς υπολογισμούς και στιγμιαίους τακτικισμούς.

Αν η σχέση ανάμεσα στο Σοσιαλιστικό Κόμμα και την Αριστερά είναι κρίσιμη για την πολιτική ζωή της χώρας, εξίσου σημαντική είναι και αυτή ανάμεσα στην κυβέρνηση και την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Στις 24 Ιανουαρίου, ο Μαρσέλου Ρεμπέλου ντε Σόουζα, πρώην ηγέτης του δεξιού Λαϊκού Κόμματος, κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στις προεδρικές εκλογές. Από την τελετή ορκωμοσίας του και μετά, παρακολουθούμε μια αυξανόμενη τάση προεδροποίησης του πορτογαλικού πολιτικού συστήματος, το οποίο είναι ημι-προεδρικό.

Ο Ρεμπέλου ντε Σόουζα, ο οποίος τα τελευταία δέκα χρόνια ήταν τηλεοπτικός σχολιαστής, απέσπασε ψήφους τόσο από τα Δεξιά όσο και από τα Αριστερά του πολιτικού φάσματος. Ο νέος Πρόεδρος παρουσιάζεται ως ο «συναινετικός και στοργικός ηγέτης», που βρίσκεται κοντά σε όλους τους Πορτογάλους. Επιχειρεί, επίσης, μέσω της στρατηγικής της πολιτικής ασάφειας να χτίσει το προφίλ του «προέδρου όλων των Πορτογάλων».

Μέσω μιας βοναπαρτιστικής λογικής επιχειρεί να παρουσιαστεί υπεράνω ταξικών αντιπαραθέσεων, γεγονός που στην πραγματικότητα σημαίνει στήριξη της αστικής τάξης και όχι των εργατών. Σε όλο αυτό έρχεται να προστεθεί και η άτυπη συμφωνία του Ρεμπέλου ντε Σόουζα με τον πρωθυπουργό Αντόνιο Κόστα για στήριξη της κυβέρνησης μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2017.

Ο Ρεμπέλου ντε Σόουζα θεωρεί ότι ο Πέδρο Πάσος Κοέλιο, ο επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος, δεν θα έχει την πραγματική εξουσία του κόμματος μέχρι τις εκλογές του 2017 και ελπίζει ότι τότε κάποιος άλλος ­­–πιο έμπιστος– θα διαδεχθεί τον Κοέλιο στην ηγεσία του κόμματος. Αν αυτό συμβεί, τότε θα αποσύρει και τη στήριξή του στην κυβέρνηση και θα διεξαχθούν πρόωρες εκλογές.

Το 10ο Συνέδριο του Μπλόκο της Αριστεράς

Το Μπλόκο της Αριστεράς είναι ένα από τα τρία αριστερά κοινοβουλευτικά κόμματα και η στρατηγική του (ή η απουσία αυτής) είναι κομβική για την ισορροπία δυνάμεων. Το 10ο Συνέδριο του κόμματος, που πραγματοποιήθηκε στις 25-26 Ιουνίου, ανέδειξε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα για την κατεύθυνση του κόμματος.

Υπήρχε άμεση ανάγκη συζήτησης της συμφωνίας με τους Σοσιαλιστές αλλά και προετοιμασίας για τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2017. Εντούτοις, ο τρόπος που εξελίχθηκε το Συνέδριο δεν επέτρεψε να συζητηθούν οι στρατηγικές κατευθύνσεις των επόμενων δύο χρόνων. Αντί αυτού έγινε ένα «καλοκαιρινό φεστιβάλ» για τα μάτια του κόσμου αλλά και των ΜΜΕ.

Απουσίασε η εις βάθος συζήτηση και κυριάρχησαν οι επευφημίες και οι επιθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που δεν έφταναν ποτέ στο απαραίτητο επόμενο στάδιο: τη δημιουργία ενός εναλλακτικού σχεδίου. Τα τελευταία καλά εκλογικά αποτελέσματα του κόμματος συσκότισαν τις μεγάλες στρατηγικές αδυναμίες του.

Το Μπλόκο της Αριστεράς έχει εξελιχθεί σε ένα κόμμα προσανατολισμένο στην επικοινωνιακή πολιτική και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Όταν αυτά θα ξαναρχίσουν τις επιθέσεις κατά του κόμματος, όπως έκαναν τα τελευταία 17 χρόνια, θα χάσει την απήχησή του, καθώς έχει κόψει κάθε δίαυλο επικοινωνίας με τους εργαζόμενους και έχει απομονωθεί από την κοινωνία. Παράλληλα, το κόμμα έχει προσανατολιστεί πλήρως στον κοινοβουλευτισμό και έχει αποκοπεί από τα κοινωνικά κινήματα, τις εργατικές και νεολαιίστικες ρίζες του.

Στην Αριστερά είναι πολύ επικίνδυνο να θεωρείς ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η συμμετοχή στην κυβέρνηση συνεπάγεται πραγματική εξουσία. Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα είναι κατατοπιστικό. Μια κυβέρνηση που δεν έχει τη λαϊκή στήριξη στους δρόμους είναι πολύ ευάλωτη απέναντι στις πιέσεις της εθνικής και της ευρωπαϊκής αστικής τάξης.

Το Μπλόκο, αυτή τη στιγμή, δεν είναι σε θέση να λάβει τα μηνύματα της κοινωνίας. Αυτή η ευαλωτότητα θα μεγαλώσει, όταν θα χρειαστεί να δοθούν απαντήσεις σε πολιτικά ζητήματα που θα προκύπτουν από αυτή τη συγκεκριμένη πολιτική. Για παράδειγμα, τα αρνητικά αποτελέσματα στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές οφείλονται στο γεγονός ότι το κόμμα δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα μεγάλα αστικά κέντρα της Λισαβόνας και του Πόρτο και όχι στην περιφέρεια. Η ηγεσία επιχειρεί να μετατρέψει το Μπλόκο σε ένα μαζικό κόμμα, όμως στην πραγματικότητα μετατρέπεται σε ένα κόμμα εξαρτώμενο από τον κοινοβουλευτισμό και τις σχέσεις του με τα ΜΜΕ.

Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η απουσία στρατηγικής από την ηγεσία του κόμματος. Οι αποφάσεις που εγκρίθηκαν στα τελευταία δύο Συνέδρια χαρακτηρίζονται από τεράστιες ασάφειες, οι οποίες στην πραγματικότητα δίνουν λευκή επιταγή στην ηγεσία.

Επιπλέον, κυριαρχεί η αντίληψη της συγκυριακής και ευκαιριακής πολιτικής πρακτικής. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τις διεθνείς αντιπροσωπείες, η Καταρίνα Μάρτινς δήλωσε ότι οι εποχές των δημοψηφισμάτων έχουν περάσει, όμως στο κλείσιμο του Συνεδρίου υποστήριξε ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα για τις επιταγές της ΕΕ στην Πορτογαλία.

Τα πράγματα χειροτερεύουν αν αναλογιστεί κανείς ότι ενώ επί δύο μέρες η ΕΕ ήταν βασικό θέμα συζήτησης, η ηγεσία ουδέποτε συζήτησε προτάσεις που αφορούσαν διενέργεια δημοψηφίσματος, γεγονός ενδεικτικό και της απουσίας εσωτερικής δημοκρατίας.

Μια αριστερή στρατηγική οφείλει να λαμβάνει υπόψη τόσο το μέγεθος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όσο και αυτό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, προκειμένου να καταρτίσει εναλλακτικό σχέδιο. Το πραξικόπημα κατά της ελληνικής κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 2015, έδειξε ότι η ΕΕ δεν ανέχεται την παραμικρή ανυπακοή. Ότι δεν διέπεται από δημοκρατικές αρχές και ότι προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης μπορεί να κάνει οτιδήποτε.

Η ελληνική εμπειρία έδειξε, επιπλέον, ότι μια ανυπακοή δεν μπορεί να είναι «ελαφριάς μορφής». Πρέπει να είναι αποτέλεσμα στρατηγικής έτοιμης για όλα τα ενδεχόμενα, ακόμα και εγκατάλειψης της ευρωζώνης αλλά και της ίδιας της ΕΕ. Αλλιώς κινδυνεύεις να πέσεις στα ίδια λάθη που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, προδίδοντας τους εργαζόμενους. Η Αριστερά δεν μπορεί να το κάνει αυτό.

Η ιδέα της ανυπακοής που επαναλαμβάνεται από το Μπλόκο της Αριστεράς παραμένει, προς το παρόν, σύνθημα εσωτερικής και εξωτερικής κατανάλωσης. Υπάρχει άμεση ανάγκη για οραματισμό και χάραξη στρατηγικής που θα μας προετοιμάζει για όλα τα ενδεχόμενα. Είναι κρίσιμο να ετοιμαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο από ανθρώπους και επιστήμονες σε βάθος. Που θα εξετάζει όλα τα πιθανά σενάρια και τις εναλλακτικές για τη χώρα. Η ομάδα αυτή πρέπει να είναι ανοιχτή στην κοινωνία και τους εργαζόμενους.

Είναι ανεύθυνο να καλούμε σε ανυπακοή προς την Ευρώπη με συνθήματα, χωρίς εναλλακτικό σχέδιο. Αν και η ηγεσία του Μπλόκο συνειδητοποιεί το μέγεθος του Λεβιάθαν της ΕΕ, από την άλλη αρνείται να προβεί σε σοβαρά συμπεράσματα από την ελληνική τραγωδία. Έτσι, βαδίζει σε επικίνδυνα μονοπάτια όχι μόνο για το κόμμα, αλλά συνολικά για την πορτογαλική και την ευρωπαϊκή Αριστερά. Υπάρχει ακόμα χρόνος να διορθωθούμε και να μην κάνουμε τα ίδια λάθη που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτό προϋποθέτει αυτοκριτική, κάτι που προς το παρόν το κόμμα και η πλειοψηφία των μελών του αρνείται να κάνει.

Για τον συγγραφέα

Ο Ricardo Cabral Fernandes είναι υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών και ακτιβιστής του Μπλόκο της Αριστεράς στην Πορτογαλία.