Παρά τα όσα υποστήριζαν οι Ταλιμπάν, την ώρα που σάρωναν το Αφγανιστάν, φαίνεται ότι έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό οι ίδιοι από τη δεκαετία του 1990 που κυβερνούσαν τη χώρα. Όμως, η αφγανική κοινωνία έχει αλλάξει βαθιά από τότε που εκδιώχθηκαν με την εισβολή των ΗΠΑ το 2001. Το γεγονός αυτό είναι εμφανές από το επίπεδο της αντίστασης των πολιτών που παρατηρείται τις τελευταίες εβδομάδες, μια αντίσταση στην οποία πρωτοστατούν κυρίως οι γυναίκες.
Tης Weeda Mehran
Η αντίσταση αυτή, ιδιαίτερα σε μια κρίσιμη στιγμή που οι Ταλιμπάν βρίσκονται υπό το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας, δοκιμάζει τις εξαγγελίες τους περί «δίκαιης» διακυβέρνησης σε μια κοινωνία που έχει αλλάξει. Τα τελευταία 20 χρόνια, μια γενιά Αφγανών έχει μεγαλώσει σε μια χώρα που συνδεόταν ολοένα και περισσότερο με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η γενιά έχει ζήσει έναν τρόπο ζωής σημαντικά διαφορετικό από αυτόν που βίωσαν οι προηγούμενες γενιές.
Χάρη στην ανάπτυξη ζωντανών και ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης, η πολιτική και κοινωνική ευαισθητοποίηση του κοινού, ιδίως των νέων, έχει αυξηθεί σημαντικά. Η άσκηση κριτικής και η λογοδοσία των πολιτικών για τις πολιτικές τους από τα μέσα ενημέρωσης είχε επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα. Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι επέτρεψε τον σχηματισμό επίσημων και ανεπίσημων οργανώσεων, με επίκεντρο τις τέχνες και τη μουσική μέχρι τη θρησκεία και την πολιτική.
Εν ολίγοις, επρόκειτο για ένα νέο Αφγανιστάν που μια αντάρτικη ομάδα όπως οι Ταλιμπάν μπορεί να δυσκολευτεί να κυβερνήσει.
Το γεγονός ότι αντί να πάρουν τα όπλα, οι απλοί άνθρωποι καταφεύγουν στην πολιτική αντίσταση λέει πολλά για την αλλαγή του χαρακτήρα της αφγανικής κοινωνίας.
Οι Αφγανοί/ές που έχουν βιώσει τη βία και την αιματοχυσία για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες καταλαβαίνουν περισσότερο από οποιονδήποτε ότι οι εκστρατείες μη βίαιης αντίστασης μπορεί να είναι ένας αποτελεσματικός δρόμος προς τα εμπρός.
Η έρευνα στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών δείχνει ότι η πολιτική ανυπακοή με διάφορες μορφές –διαμαρτυρίες, μποϊκοτάζ, συγκεντρώσεις, απεργίες και μη βίαιες διαδηλώσεις– μπορεί να απομονώσει ένα καθεστώς από τον λαό του, υπονομεύοντας τη νομιμότητα και την εξουσία του. Οι πρόσφατες διαμαρτυρίες στη Χεράτ, την Καμπούλ, τη Μαζάρ-ε Σαρίφ και άλλες πόλεις του Αφγανιστάν δείχνουν την ύπαρξη μιας κοινωνίας των πολιτών βαθιά ριζωμένη στη χώρα, η οποία –παρά τη φυγή χιλιάδων μορφωμένων Αφγανών τη στιγμή οι Ταλιμπάν πλησίαζαν την Καμπούλ– φαίνεται να έχει παραμείνει ισχυρή.
Από την ημέρα που οι Ταλιμπάν ανέλαβαν τον έλεγχο της Καμπούλ, στις 17 Αυγούστου 2021, περισσότεροι από 100.000 Αφγανοί έχουν διαφύγει αεροπορικώς από το αεροδρόμιο της Καμπούλ στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, τη Γερμανία, το Κατάρ και πολλές άλλες χώρες. Πολλοί περισσότεροι, μεταξύ των οποίων ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δημοσιογράφοι, δικηγόροι, γιατροί και μηχανικοί, έχουν φύγει αναζητώντας καταφύγιο σε γειτονικές χώρες, κυρίως στο Πακιστάν και το Ιράν.
Υπήρχαν ανησυχίες ότι με τη φυγή αυτού του κοινωνικού κεφαλαίου, η προοπτική της αντίστασης των πολιτών κατά των Ταλιμπάν θα μειωνόταν. Όμως οι πρόσφατες διαδηλώσεις έδειξαν ότι η αντίσταση των πολιτών παραμένει ισχυρή, συμπεριλαμβάνοντας χιλιάδες ανθρώπους –ιδιαίτερα γυναίκες– που έχουν να χάσουν πολλά από την διακυβέρνηση των Ταλιμπάν.
Οι γυναίκες του Αφγανιστάν έχουν διανύσει πολύ δρόμο
Όταν ήταν στην εξουσία από το 1996 έως το 2001, οι Ταλιμπάν απαγόρευσαν, ως γνωστόν, την είσοδο των κοριτσιών στα σχολεία και των γυναικών στους χώρους εργασίας.
Απέτρεπαν τις γυναίκες από το να βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς τη συνοδεία ανδρών μελών της οικογένειας. Επέβαλαν αυστηρό κώδικα ένδυσης σε γυναίκες και άνδρες και επέβαλαν αυτούς τους περιορισμούς καταφεύγοντας στον εκφοβισμό και τη βία.
Δύο δεκαετίες αργότερα και ανακαταλαμβάνοντας στην εξουσία, οι Ταλιμπάν δεν περίμεναν την εκτεταμένη αντίσταση στην οποία πρωτοστατούν οι Αφγανές γυναίκες.
Οι γυναίκες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις πρόσφατες διαδηλώσεις, σε κάποιες περιπτώσεις μπαίνοντας στην πρώτη γραμμή κινητοποιήσεων στις οποίες αργότερα προσχώρησαν και άνδρες.
Γυναίκες συγκεντρώθηκαν μπροστά από την πρεσβεία του Πακιστάν στην Καμπούλ στις 7 Σεπτεμβρίου για να διαμαρτυρηθούν για τους βομβαρδισμούς πακιστανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών στην κοιλάδα Panjshir που, όπως λέγεται, έγιναν προς υποστήριξη των Ταλιμπάν. Στη διαμαρτυρία αυτή συμμετείχαν και άνδρες και εξαπλώθηκε σε όλη την πόλη της Καμπούλ. Γυναίκες στη Χεράτ ξεκίνησαν διαμαρτυρίες κατά των Ταλιμπάν για να υποστηρίξουν το δικαίωμά τους στην εργασία.
Ο εκπρόσωπος των Ταλιμπάν Ζαμπιουλάχ Μουτζαχίντ δήλωσε ότι πολλοί στο κίνημα δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν τις γυναίκες, ως εκ τούτου οι γυναίκες θα πρέπει να παραμείνουν στο σπίτι. Όμως η έλλειψη στρατηγικής για την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων δεν εμπόδισε τους Ταλιμπάν να καταπνίξουν βίαια τις διαδηλώσεις, πυροβολώντας στον αέρα, κατάσχοντας τις κάμερες και τον εξοπλισμό των δημοσιογράφων και, σε ορισμένες περιπτώσεις, συλλαμβάνοντας και ξυλοκοπώντας δημοσιογράφους και φωτογράφους.
Όσες/οι συμμετέχουν στις διαδηλώσεις το κάνουν παρά το γεγονός ότι φοβούνται για τη ζωή τους. Επικοινώνησα με μια φίλη μου στην Καμπούλ, η οποία διαδήλωνε κατά των Ταλιμπάν και υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών. Μου είπε: «Φοβάμαι για τη ζωή μου. Ωστόσο, δεν μπορώ να μείνω σιωπηλή και να μην κάνω τίποτα».
Ο Μουτζαχίντ εξέφρασε ανησυχίες ότι οι διαδηλωτές/ριες μπορεί να προκαλέσουν «προβλήματα» κατά τη διάρκεια μιας ευαίσθητης περιόδου. Στη συνέχεια, οι Ταλιμπάν επέβαλαν νέους περιορισμούς στις συγκεντρώσεις και τις διαμαρτυρίες. Μια ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε από τους Ταλιμπάν δήλωνε ότι οι άδειες από το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα πρέπει να λαμβάνονται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από μια διαδήλωση.
Καθώς το επίπεδο της δυσφορίας και της δυσαρέσκειας μεγαλώνει, είναι πιθανόν ότι οι αντιδράσεις κατά των Ταλιμπάν από τον αφγανικό πληθυσμό να αυξάνονται.
Εν τω μεταξύ, δημόσιες υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, η οικονομία παραπαίει, το νόμισμα έχει υποτιμηθεί σημαντικά από την πτώση της Καμπούλ και οι τιμές των βασικών αγαθών έχουν εκτοξευθεί στα ύψη. Η ανεργία έχει αυξηθεί σημαντικά.
Οι Ταλιμπάν είναι πιθανόν να διαπιστώσουν –ίσως νωρίτερα από ό,τι αναμένεται– ότι η καταστολή των μέσων ενημέρωσης, η κράτηση και η βάναυση μεταχείριση των διαδηλωτών δεν είναι πλέον βιώσιμη λύση και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιδράσεις.
To άρθρο δημοσιεύτηκε στο Conversation, στις 13 Σεπτεμβρίου 2021.
Για τη συγγραφέα
Η Weeda Mehran είναι λέκτορας στο Exeter Univresity, με ειδίκευση στο Αφγανιστάν και τη μελέτη των ένοπλων συγκρούσεων και την οικοδόμηση της ειρήνης.
\