Ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών και αρχηγός της Λέγκας Ματέο Σαλβίνι βρίσκεται αντιμέτωπος με την ιταλική δικαιοσύνη, σε δυο σημαντικές υποθέσεις διασώσεων προσφύγων στην Κεντρική Μεσόγειο. Οι κατηγορίες που του αποδίδονται είναι –μεταξύ άλλων– αυτές της απαγωγής και της παράβασης καθήκοντος (άρνηση επίσημων εγγράφων) και κινδυνεύει με ποινή φυλάκισης μέχρι 15 χρόνια.
Της Κατερίνας Τσαποπούλου
Η υπόθεση «Gregoretti»
Τον Ιούλιο του 2019, το πλοίο του ιταλικού Λιμενικού Σώματος «Gregoretti», το οποίο δραστηροποιείται σε ελέγχους αλιείας, διασώζει εντός της περιοχής έρευνας και διάσωσης (SAR) της Μάλτας –με την Ιταλία να έχει αναλάβει επισήμως τον συντονισμό των επιχειρήσεων– 135 πρόσφυγες σε δυο διαφορετικά περιστατικά.
Ο Σαλβίνι γνωστοποιεί αμέσως στα προσφιλή σε εκείνον μέσα κοινωνικής δικτύωσης την πρόθεσή του να απαγορεύσει την αποβίβαση των διασωθέντων, μέχρις ότου να λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις για τον διαμοιρασμό και τη μετεγκατάσταση των προσφύγων σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ – μια κίνηση που επιβεβαίωνε τόσο έναν εκβιασμό προς την Ε.Ε, όσο και την περαιτέρω ρήξη στις σχέσεις Ιταλίας-Ε.Ε.
Μόλις έναν μήνα νωρίτερα, είχε εγκριθεί το γνωστό και ως «Διάταγμα Σαλβίνι» (Decreto bis), σύμφωνα με το οποίο «ο Υπουργός Εσωτερικών μπορεί να περιορίσει ή να απαγορεύσει την είσοδο, διέλευση και παραμονή πλοίων στα ιταλικά χωρικά ύδατα, για λόγους δημόσιας τάξης που σχετίζονται με τη μεταναστευτική νομοθεσία και με την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας».
Το Διάταγμα που ο ίδιος εμπνεύστηκε, συνέταξε και επικαλέστηκε στην περίπτωση «Gregoretti» εξαιρεί ωστόσο ρητώς (και σαφώς) από αυτή την απαγόρευση τα κυβερνητικά μη εμπορικού χαρακτήρα και τα πολεμικά πλοία της χώρας.
Το «Gregoretti» έχοντας αποβιβάσει ήδη τέσσερις διασωθέντες, οι οποίοι έχρηζαν άμεσης ιατρικής φροντίδας και αφού περιπλανήθηκε στη Λαμπεντούζα και την Κατάνια, κατέληξε έξω απο το ΝΑΤΟϊκό λιμάνι της Αουγκούστα, όπου επετράπη μετά από τέσσερις ημέρες η αποβίβαση των διασωθέντων.
Πέντε ευρωπαϊκά κράτη-μέλη και η Καθολική Εκκλησία συμμετείχαν στις διαδικασίες διαμοιρασμού και μετεγκατάστασης. Ο ίδιος ο Σαλβίνι σχολίαζε τότε με ικανοποίηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: «Η δουλειά έγινε. Αποστολή εξετελέσθη».
Εν συνεχεία, η Εισαγγελία της Κατάνια ξεκινά αυτεπάγγελτη έρευνα για τις ελλείψεις στην παροχή ιατρικής φροντίδας (το εν λόγω πλοίο του Λιμενικού Σώματος πραγματοποιεί ελέγχους αλιείας και είναι απολύτως ακατάλληλο για παραμονή –βραχείας ή μακράς διάρκειας– διασωθέντων) και διαβιβάζει τη δικογραφία στο Υπουργοδικείο (Tribunale dei Ministri), ζητώντας να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Το Υπουργοδικείο απορρίπτει το αίτημα αυτό και με τη σειρά του διαβιβάζει τη δικογραφία στην αρμόδια Επιτροπή της ιταλικής Γερουσίας, ζητώντας την άρση της ασυλίας του Σαλβίνι. Τον Φεβρουάριο του 2020, η ιταλική Γερουσία αίρει την ασυλία του Σαλβίνι.
Η υπόθεση «Gregoretti» δεν είναι η πρώτη δικογραφία που διαβιβάστηκε στην ιταλική Γερουσία με αίτημα την άρση της ασυλίας του Σαλβίνι.
Ο Σαλβίνι απασχόλησε την ιταλική δικαιοσύνη και το 2018, στην υπόθεση «Diciotti», πλοίο του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού με 170 διασωθέντες, στο οποίο αρνήθηκε τον ορισμό «POS» (ασφαλούς λιμένα).
Σε εκείνη την περίπτωση, όμως, είχε «σωθεί» από τον τότε σύμμαχο της Λέγκας, το Κίνημα των 5 Αστέρων (M5S), το οποίο προσέφυγε στο αμφιβόλου εγκυρότητας και διαφάνειας σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας «Rousseau», αφήνοντας επί της ουσίας την επιλογή της άρσης της ασυλίας του Υπουργού Εσωτερικών στα εγγεγραμμένα μέλη του. Το ότι η επιλογή αυτή υπαγορεύτηκε από τις πολιτικές και κυβερνητικές ισορροπίες επιβεβαίωσαν και με δηλώσεις τους έναν χρόνο αργότερα γερουσιαστές του M5S, οι οποίοι κατά την άρση της ασυλίας του Σαλβίνι στην υπόθεση «Gregoretti» δήλωσαν ότι θα έπρεπε να είχε αρθεί και στην επίσης εμβληματική υπόθεση «Diciotti».
Η υπόθεση, με πολλές αναβολές και καθυστερήσεις λόγω του Covid-19 βρίσκεται στην ακροαματική διαδικασία (ενώπιον του GUP της Κατάνια), προκειμένου να αποφασίσει αν θα παραπεμφθεί σε δίκη ή όχι.
Στην αίθουσα bunker (ασφαλείας για τις δίκες κατά της μαφίας) των φυλακών Bicocca της Κατάνια, όπου διεξάγεται η διαδικασία, κατέθεσαν ήδη οι πρώην συναρμόδιοι Yπουργοί Μεταφορών και Άμυνας.
Ο αρμόδιος Εισαγγελέας έχει ζητήσει και έχει συγκεντρώσει ήδη μια σειρά από σημαντικά έγγραφα (επιστολές, ηλεκτρονική αλληλογραφία, σήματα), συμπεριλαμβανομένων εγγράφων του ΥΠΕΞ καθώς και του εκπροσώπου της Ιταλίας στην ΕΕ, ενώ προσφάτως οι αρχές κατέσχεσαν υλικό και από τις αρμόδιες Διευθύνσεις του Υπουργείου Εσωτερικών.
Σημαντική θεωρείται και η παρουσία τριών οργανώσεων (AccogliereRete, ARCI, Legambiente), οι οποίες έγιναν δεκτές και παρίστανται ως πολιτικώς ενάγουσες στη διαδικασία. Μετά από παρέμβαση των συγκεκριμένων οργανώσεων, ο Εισαγγελέας διέταξε την συμπερίληψη στοιχείων και απο την δικογραφία της «Open Arms», προκειμένου να καταστεί δυνατή η ανάδειξη των πολύπλευρων διαστάσεων και συνεπειών των πολιτικών του Σαλβίνι. Σήμερα, Πέμπτη 28 Ιανουαρίου καταθέτει στη Ρώμη και ο παραιτηθείς Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου Τζουζέπε Κόντε.
Απο τις μέχρι τώρα δηλώσεις των πρώην Υπουργών, μελών της τότε κυβέρνησης, προκύπτει η σαφής διαφοροποίηση τους απο τις επιλογές Σαλβίνι, καθώς και η σχετική έλλειψη αρμοδιότητας τους.
Ο ίδιος ο Σαλβίνι δηλώνει περήφανος για τις επιλογές του, τις οποίες εγκρίνουν 60 εκατομμύρια Ιταλοί. Ισχυρίζεται δε ότι δεν ενήργησε αυθαίρετα αφού εκτελούσε κυβερνητικές πολιτικές και κατηγορεί την ιταλική δικαιοσύνη ότι αναλώνεται, σπαταλώντας δημόσιο χρήμα, στην πολιτική δίωξή του αντί να διώκει τους πραγματικούς εγκληματίες.
Η υπερασπιστική του γραμμή (εκπροσωπείται από τη Τζούλια Μποντζόρνο, πρώην Υπουργό Δημόσιας Διοίκησης), από τις μέχρι τώρα δηλώσεις και διαρροές στον Τύπο, φαντάζει εξαιρετικά αδύναμη.
Παρόλο που ο ίδιος παρουσιάζεται εξαιρετικά σίγουρος για την έκβαση της υπόθεσης, λίγους μήνες πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, οργάνωσε –προσπαθώντας να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, αν και όχι με ιδιαίτερη επιτυχία– συγκεντρώσεις συμπαράστασης με μπλουζάκια, πλακάτ και αυτοκόλλητα «Processate anche me!» (Δικάστε και εμένα!), τα οποία ήταν διαθέσιμα στην ιστοσελίδα της Λέγκας.
Εν τω μεταξύ, σε βάρος του εκκρεμούν πλείστες άλλες δικογραφίες για υποκίνηση εγκλημάτων μίσους, συκοφαντική δυσφήμιση, κ.λπ., σε δικαστήρια της χώρας.
Η υπόθεση «Open Arms»
Η δεύτερη υπόθεση που εκκρεμεί εις βάρος του Σαλβίνι είναι αυτή της διάσωσης που πραγματοποίησε η οργάνωση Οpen Arms.Την 1η Αυγούστου 2019, η Open Arms διασώζει ανοιχτά της Λιβύης 124 ανθρώπους και αιτείται άμεσα από την Ιταλία τον ορισμό ασφαλούς λιμένα για την αποβίβαση των διασωθέντων. Την επόμενη ημέρα τίθεται σε ισχύ έναντι της Οργάνωσης το «Διάταγμα Σαλβίνι», απαγορεύοντας την είσοδο της στα ιταλικά χωρικά ύδατα. Κάποια σοβαρά ιατρικά περιστατικά μεταφέρονται στη στεριά και στο διασωστικό παραμένουν 121 άτομα, ανάμεσα τους και 32 ανήλικοι εκ των οποίων οι 28 ασυνόδευτοι.
Οι δικηγόροι της Οργάνωσης προσφεύγουν στο Δικαστήριο Ανηλίκων, στις 9 Αυγούστου του 2019, ζητώντας την άμεση αποβίβαση των ανηλίκων και τον ορισμό Επιτρόπου. Το Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή, αναγνωρίζοντας οτι η Ιταλία παραβιάζει το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο. Ο Σαλβίνι, όμως, αρνείται πεισματικά την αποβίβαση τους αγνοώντας και τις δημόσιες εκκλήσεις του Κόντε ακόμα και στην επίσημη σελίδα του στο Facebook.
Στο τέλος o Σαλβίνι «υποκύπτει, παρά την αντίθετη άποψη του» –όπως χαρακτηριστικά αναφέρει– ισχυριζόμενος όμως ότι οι περισσότεροι εκ των ανηλίκων είναι ενήλικες και ως εκ τούτου θα πρέπει να μεταφερθούν στο κέντρο κράτησης της Λαμπεντούζα. Αρνείται δε την αποβίβαση των συνοδευόμενων ανηλίκων.
Η Οργάνωση εν αναμονή ορισμού λιμένα, διασώζει κ άλλους ανθρώπους στην θάλασσα, ενώ συνεχίζονται οι μεταφορές στη στεριά για λόγους υγείας.
Οι δικηγόροι της Οργάνωσης προσφεύγουν στο Διοικητικό Δικαστήριο της Ρώμης, ζητώντας την αναστολή του «Διατάγματος Σαλβίνι», προσφυγή την οποία το δικαστήριο κάνει δεκτή (14.8.2019) και έτσι το διασωστικό εισέρχεται στα χωρικά ύδατα της Ιταλίας, συνοδεύομενο από πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Το πλοίο παραμένει για επτά ακόμα ημέρες σε απόσταση 800 μέτρων απο τις ακτές. Πολλοί εκ των διασωθέντων, σε άθλια σωματική και ψυχική κατάσταση, πέφτουν στην θάλασσα για να βγούνε στην στεριά, φοβούμενοι πιθανή επιστροφή τους στην Λιβύη.
Η οργάνωση καταθέτει μηνυτήρια αναφορά για παράβαση καθήκοντος και μια σειρά άλλων αδικημάτων και ο Εισαγγελέας του Agrigento επιβιβάζεται με συνεργάτες του και ιατρική ομάδα πάνω στο διασωστικό, καταγράφει τις συνθήκες διαβίωσης και τα ιστορικά των διασωθέντων και διατάσσει την άμεση αποβίβαση όλων των διασωθέντων.
Η Εισαγγελία του Agrigento ξεκινάει αυτεπάγγελτη έρευνα για το αδίκημα της απαγωγής και της παράβασης καθήκοντος. Η δικογραφία, όπως και στην υπόθεση «Gregoretti», καταλήγει στην Γερουσία, η οποία αίρει την ασυλία του πρώην Υπουργού Εσωτερικών Σαλβίνι. Σύμφωνα με το Υπουργοδικείο, ο Σαλβίνι έδρασε αυτόνομα και σε πλήρη αντίθεση με τον Πρόεδρο του Υπουργικού Συμβουλίου Κόντε, χαρακτηρίζοντας το περιστατικό ως «παράνομη είσοδο» και αγνοώντας τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόταν το διασωστικό, το πλήρωμα και οι διασωθέντες.
Η υπόθεση αυτή είναι ακόμα πιο πολύπλοκη, δεδομένου οτι ο Σαλβίνι επικαλέστηκε –μεταξύ άλλων– τη «σημαία του πλοίου», αρνούμενος τον ελλιμενισμό του.
Ζήτησε επί της ουσίας το διασωστικό να μεταβεί στην Ισπανία, πράγμα, πρακτικά και χρονικά αδύνατο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το γεγονός ότι είχαν παρέλθει 21 ημέρες αναμονής και ότι το πλοίο μετέφερε ως επί το πλείστον θύματα βασανιστηρίων.
Παρ’ όλα αυτά, η Ισπανία έστειλε πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού, προκειμένου να μετεπιβιβαστούν σε αυτό οι διασωθέντες και να μεταφερθούν στην Ισπανία. Ωστόσο, και αυτό το πλοίο παρέμεινε για ημέρες ανοιχτά της Λαμπεντούζα, χωρίς να λάβει ποτέ άδεια ελλιμενισμού ή άδεια για οποιαδήποτε άλλη ενέργεια από τις ιταλικές αρχές.
H υπόθεση βρίσκεται στην ακροαματική διαδικασία, στο δικαστήριο του Παλέρμο και η διαδικασία αναβλήθηκε για τον Μάρτιο του 2021, προκειμένου να συγκεντρωθούν και να μεταφραστούν σημαντικά έγγραφα, όπως οι επίσημες αλληλογραφίες με τις αρχές, το ημερολόγιο του πλοίου κ.λπ.
Ως πολιτικώς ενάγοντες έγιναν δεκτές 18 ανθρωπιστικές οργανώσεις, καθώς και 7 πρόσφυγες που βρίσκονταν στο διασωστικό. Ο Σαλβίνι παρουσιάστηκε στην αίθουσα bunker του Παλέρμο με την ίδια βεβαιότητα και ειρωνεία, όπως και στην Κατάνια, εμμένοντας στις επιλογές του καθώς και στο γεγονός ότι τα «κλειστά λιμάνια» αποτελούσαν πάγια κυβερνητική και όχι προσωπική επιλογή. Δήλωσε δε «περήφανος για ό,τι έκανε».
Στις 27 Ιανουαρίου, η δήμαρχος της Βαρκελώνης Άντα Κολάου δήλωσε ότι ο Δήμος της Βαρκελώνης θα προσφύγει κατά του Σαλβίνι. Ο Δήμος της Βαρκελώνης είχε υπογράψει συμφωνία με την Open Arms το 2019, δίνοντας στην οργάνωση 500.000 ευρώ για το έργο της, ενώ της είχε ήδη απονείμει το χρυσό μετάλλιο για την κοινωνική της προσφορά. Όπως σημείωσε η Κολάου, η δημοτική αρχή της Βαρκελώνης θα εγείρει αξίωση αποζημίωσης, λόγω του αποκλεισμού που επιβλήθηκε στο διασωστικό και που προκαλεί βλάβη και στην εικόνα του Δήμου της Βαρκελώνης. Υπενθύμισε δε ότι οι ιταλικές αλλά και οι ισπανικές αρχές, ήθελαν να επιβάλλουν πρόστιμο 1 εκατ ευρώ στην οργάνωση (βλ. και «Διάταγμα Σαλβίνι»).
Πέραν των διατάξεων του εθνικού δικαίου, ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών Σαλβίνι φέρεται να έχει παραβιάσει τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), τη Διεθνή Σύμβαση για την Ναυτική Έρευνα και Διάσωση (SAR), την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, τη Σύμβαση της Γενεύης (1951), τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και μια σειρά άλλων ευρωπαϊκών και διεθνών κειμένων.
Σε πολιτικό επίπεδο, η πίεση της κοινωνίας των πολιτών, η έκθεση της κυβέρνησης σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο λόγω της στάσης του Σαλβίνι και κυρίως η βλάβη που προκάλεσε στις σχέσεις της με την Ε.Ε σε θέματα μετανάστευσης, οδήγησαν σε κάποια τροποποίηση των Διαταγμάτων Ασφαλείας (Decreti Sicurezza) της εποχής Σαλβίνι.
Στα θετικά, συγκαταλέγονται η επαναφορά του καταργηθέντος απο τον Σαλβίνι ανθρωπιστικού καθεστώτος (πλέον «καθεστώς ειδικής προστασίας»), η επαναφορά του ανώτατου ορίου κράτησης στις 90 ημέρες (από τις 180 των «Διαταγμάτων Σαλβίνι»), η επανασύσταση ως έναν βαθμό του υποδειγματικού μέχρι τότε συστήματος υποδοχής SPRAR, καθώς και η ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης της ιθαγένειας εντός ενός έτους (από τα τέσσερα έτη του Σαλβίνι).
Παρέμειναν παρ’ όλα αυτά, έστω και με ηπιότερες διατυπώσεις, η δυνατότητα απαγόρευσης εισόδου, διέλευσης και παραμονής σε μη στρατιωτικά πλοία (αυτή την φορά με την σύμφωνη γνώμη των τριών εμπλεκόμενων Υπουργείων: ΥΠΕΣ, Μεταφορών, Άμυνας και με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου του Υπουργικού Συμβουλίου), τα πρόστιμα στις διασωστικές οργανώσεις (αν και μειώθηκαν από το 1 εκατομμύριο του «Decreto bis» στα 10-50.000 ευρω).
Εν τω μεταξύ, συνεχίζεται η αδρά χρηματοδότηση των λιβυκών αρχών και η απώλεια δεκάδων ανθρώπινων ζώων καθημερινά στην Κεντρική Μεσόγειο. Γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η πολιτική των κλειστών συνόρων και της ποινικοποίησης των διασώσεων δεν αποτελεί αποκλειστική προτεραιότητα των προφανώς αντιμεταναστευτικών και (ακρο)δεξιών κομμάτων.
Για τη συγγραφέα
Η Κατερίνα Τσαποπούλου είναι δικηγόρος.