Βοσνία και Ερζεγοβίνη: Το μέλλον δεν είναι δεδομένο

Sarajevo



Την προηγούμενη Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στην Ελβετία, οι πολίτες της χώρας τάχθηκαν υπέρ του περιορισμού των δικαιωμάτων της ιδιωτικότητάς τους προς όφελος της «ασφάλειας», εγκρίνοντας με πλειοψηφία 65,5% τον νέο νόμο επιτήρησης, σύμφωνα με τον οποίο οι Υπηρεσίες Πληροφοριών θα μπορούν να παρακολουθούν τις τηλεφωνικές συνομιλίες, την ηλεκτρονική αλληλογραφία αλλά και να προβαίνουν στην τοποθέτηση κρυφών καμερών και κοριών. Ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση παρουσιάζει το γεγονός ότι οι υποστηρικτές του νέου νόμου ανέφεραν ότι με αυτόν τον τρόπο η χώρα θα φτάσει στα επίπεδα «ασφάλειας» άλλων χωρών.


Του Βίκτωρα Χρηστίδη


Την ίδια ημέρα, σε μια περιοχή ανατολικότερα έλαβε χώρα ένα επίσης σημαντικό δημοψήφισμα. Στη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας (Republika Srpska) –τη μία από τις δύο πολιτικές οντότητες που αποτελούν το κράτος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης– το δημοψήφισμα που διεξήχθη  σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής για τον-μετά-το-1991 χώρο της Πρώην Γιουγκοσλαβίας. Και αποτελεί ενδεχομένως την αρχή των σημαντικότερων εξελίξεων από την εποχή των Νατοϊκών βομβαρδισμών στη Σερβία.

Την Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου, οι Σέρβοι της Βοσνίας, παρά την απαγόρευση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, έλαβαν μέρος σε ένα δημοψήφισμα που είχε ως ερώτημα το κατά πόσον θα πρέπει να διατηρηθεί η 9η Ιανουαρίου ως εθνική γιορτή για την Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας. Τα αποτελέσματα ήταν συντριπτικά. Με ποσοστό συμμετοχής μεταξύ 56-60%, η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφισάντων τάχθηκε υπέρ.

Πρόκειται για μια ημερομηνία με μεγάλη ιστορική και συμβολική σημασία. Το 1992, οι Σέρβοι της Βοσνίας ανακήρυξαν τη δημιουργία του δικού τους κράτους, γεγονός που αποτέλεσε την αρχή της αιματηρής σύγκρουσης που κράτησε μέχρι το 1995. Η ημερομηνία αυτή συμπίπτει με μια χριστιανική (ορθόδοξη) σερβική εορτή και το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είχε προβεί σε απαγόρευση του εορτασμού της, κρίνοντας ότι προωθεί τις διακρίσεις κατά των Μουσουλμάνων της Βοσνίας και των Καθολικών Κροατών.

Το δημοψήφισμα αυτό θεωρείται ως πρόβα για την στρατηγική στροφής στην ψήφο του λαού ως προς την ανεξαρτησία από τη Βοσνία, καθώς ηγέτες σερβικών κομμάτων στη Βοσνία έχουν ανακοινώσει ότι θα επιδιώξουν δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία το 2018.

Ανεξάρτητα, όμως, από την εθνικιστική ρητορική που καθορίζει αυτά τα γεγονότα, παραμένει ερώτημα το κατά πόσον υπήρξε αποτελεσματική η Συμφωνία του Dayton, που έβαλε ουσιαστικά τέλος στην αιματηρή διαμάχη, οι αιτίες της οποίας ακόμα διερευνώνται.

Η Συμφωνία προέβλεπε τη νέα μορφή διακυβέρνησης, η οποία αποτελούνταν από δύο οντότητες, σύμφωνα με εθνοτικά κριτήρια: την Ομοσπονδία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (Μουσουλμάνοι αλλά και καθολικοί Κροάτες) και τη Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας.

Οι συμφωνίες τότε είχαν επικεντρωθεί στην ανάγκη να υπάρξει ένας de facto διαχωρισμός σε δύο μέρη, ώστε να εκλείψουν κατά το δυνατόν οι εθνικές διαμάχες που είχαν αιματοκυλήσει την περιοχή. Όμως το νέο σύστημα διακυβέρνησης αποδείχτηκε δυσκίνητο στη λήψη αποφάσεων, ενώ οι εθνικές διαφορές παρέμειναν.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση με την «επίπονη και πολύπλοκη» διαδικασία διεύρυνσης, στην μετά το Μάαστριχτ εποχή, έδωσε θεωρητικά τη δυνατότητα στις ηγεσίες του νέου κράτους να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις που απώτερο σκοπό θα είχαν μια μελλοντική ένταξη στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Συγκεκριμένα, κατά την διάρκεια της Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούνιο του 2003, μαζί με άλλες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη αναγνωρίστηκε ως «εν δυνάμει υποψήφιο» κράτος προς ένταξη. Από τότε, η χώρα έχει υπογράψει σειρά συμφωνιών με τις Βρυξέλλες, μεταξύ των οποίων και η Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης (The Stabilisation and Association Agreement [SAA]), καθώς και συμφωνίες για χορήγηση βίζας.

Η πιο πρόσφατη έκθεση , όπως δημοσιεύεται κάθε χρόνο στη σχετική ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναφέρει ότι «η ΕΕ ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2014 μια νέα προσέγγιση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η οποία προβλέπει έναν νέο προσδιορισμό των όρων (conditionalities), ούτως ώστε η χώρα να σημειώσει πρόοδο ως προς την ΕΕ (δηλαδή τους κανόνες της) και να διαχειριστεί τις μεγάλες κοινωνικο-οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει».

Δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που επισημαίνουν τη δύσκολη κατάσταση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, η οποία μαστίζεται από την υψηλή ανεργία και τα χαμηλά επίπεδα διαβίωσης, παρά τα βήματα που έχουν γίνει ή επίκεινται στον δρόμο για το «όνειρο» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πολλοί, μάλιστα, αναφέρουν τον κίνδυνο μιας «απόσχισης» και την επαναφορά των βίαιων συγκρούσεων με εθνικό χαρακτήρα.

Ένα τέτοιο σενάριο θα αποτελούσε, εκτός των άλλων, και σοβαρό πλήγμα στην ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προτείνει μεταρρυθμίσεις που θεωρητικά έχουν ως στόχο τη βελτίωση του κράτους δικαίου και του επιπέδου διαβίωσης στις εκτός ΕΕ χώρες, στο όνομα της μελλοντικής ένταξής τους.

Όμως, πλέον, η απόκτηση της ιδιότητας του κράτους-μέλους στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί έναν αυτονόητο στόχο, αφού τόσο τα υπάρχοντα κράτη-μέλη εκφράζουν δυσπιστία –η ευρωπαϊκή συντηρητική και όχι μόνον κοινή γνώμη δεν έχει «ξεπεράσει» την ένταξη της Βουλγαρίας και Ρουμανίας– αλλά και οι υποψήφιες χώρες βλέπουν έναν δρόμο σκληρών μεταρρυθμίσεων χωρίς άμεσα οφέλη.

Ίσως η υπόσχεση ενός διαβατηρίου κράτους-μέλους να αποτελεί κίνητρο για μια μερίδα πολιτών στα κράτη αυτά, αλλά παραμένει γεγονός ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν αντιπροσωπεύει πλέον το πρότυπο που υπήρξε τα παλαιότερα χρόνια.