Εκλογές στη Βραζιλία: Μαθήματα από τον πρώτο γύρο

Weigler Godoy/Unsplash

Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία προκάλεσε μια πικρή έκπληξη στις αριστερές δυνάμεις, οι οποίες, με βάση τις εκλογικές δημοσκοπήσεις, ανέμεναν μια εκλογική νίκη του Λούλα στον πρώτο γύρο στις 2 Οκτωβρίου ή στον δεύτερο γύρο, στις 30 Οκτωβρίου, όπου θα πήγαινε με μεγάλη διαφορά από τον Μπολσονάρου, σε περίπτωση που δεν κατάφερνε να εκλεγεί από την πρώτη Κυριακή.


Του Marcelo Badaró Mattos

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Υπάρχουν ορισμένα μαθήματα που πρέπει να εξαχθούν αμέσως, καθώς η πρόκληση που θα αντιμετωπίσουμε τις επόμενες εβδομάδες είναι τεράστια. Η εκλογή του Λούλα επί του Μπολσονάρου –το μάθαμε πλέον– θα είναι πιο δύσκολη και ως εκ τούτου πιο ζωτικής σημασίας.

Πού οφείλονται οι λάθος εκτιμήσεις;

• Το πρώτο μάθημα, προφανές αλλά ακόμα δύσκολο να αφομοιωθεί, είναι το εξής: η αισιοδοξία της βούλησης δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει την ανάγκη για ρεαλισμό στην ανάλυση.

Η κοινωνική ισχύς του μπολσοναρικού νεοφασισμού, καθώς και οι ψήφοι που κέρδισε ο Μπολσονάρου σε σχέση με τον πρώτο γύρο του 2018, αυξήθηκαν και παγιώθηκαν.

Η σαφέστερη ένδειξη για αυτό είναι ο εντυπωσιακά σταθερός τρόπος με τον οποίο το ένα τρίτο περίπου του εκλογικού σώματος υποστηρίζει τον Μπολσονάρου, παρά τις διακυμάνσεις που σημειώθηκαν στις δημοσκοπήσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του και παρ’ όλη την εμετική πορεία καταστροφής και θανάτου που επέβαλε κατά τη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων της διακυβέρνησής του.

Επιπλέον, έχει υποτιμηθεί η δύναμη του αισθήματος εναντίον του PT (Εργατικό Κόμμα), που εκδηλώνεται σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, ιδίως στο κέντρο και στο Νότο της χώρας, σε πόλεις όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Σάο Πάολο, το Μπέλο Οριζόντε και η Μπραζίλια – λες και εξαφανίστηκε αυτό το αίσθημα μετά την ακύρωση των δικαστικών διώξεων και την άνοδο του Λούλα στις δημοσκοπήσεις από τον Απρίλιο του 2021.

Αυτό το αντί-PT αίσθημα καταφέρνει να κινητοποιεί μια «χρήσιμη ψήφο» για τον Μπολσονάρου, όπως έδειξαν οι ψήφοι υπέρ του στο Σάο Πάολο και στο Ρίο ντε Τζανέιρο, οι οποίες ήταν πολύ περισσότερες από ό,τι έδειχναν οι εκλογικές δημοσκοπήσεις.

Ο Λούλα ντα Σίλβα/Wikimedia Commons

• Το δεύτερο μάθημα είναι ότι οι εκλογικές δημοσκοπήσεις πρέπει να διαβάζονται όχι μόνο «αριθμητικά», αλλά και υπό το πρίσμα βαθύτερων πολιτικών και κοινωνικών δυναμικών από ό,τι η αποτύπωση μιας συγκεκριμένης στιγμής με ένα περιορισμένο δείγμα ψηφοφόρων.

Σε μια επιφανειακή ανάλυση, οι δημοσκοπήσεις ήταν σωστές για τον Λούλα (εντός του περιθωρίου λάθους), και η Σιμόνε Τέμπετ ξεπέρασε τον Σίρο Γκόμες. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δεν ερμήνευσαν καθόλου σωστά την ψήφο υπέρ του Μπολσονάρου και πολύ χειρότερα την ψήφο υπέρ του Σίρο Γκόμες (αρχικά εκτιμήθηκε ότι θα λάβει ποσοστό 7% έως 8%, στη συνέχεια 5%).

Είναι σαφές ότι υπήρξε μια μετακίνηση της πλειονότητας των ψήφων του Σίρο Γκόμες προς τον Μπολσονάρου, την οποία η προαναφερθείσα αισιόδοξη ψευδαίσθησή μας δεν κατάφερε να διαβλέψει, οδηγώντας μας να θεωρήσουμε ότι αυτή η ψήφος για τον Σίρο Γκόμες θα πήγαινε στον Λούλα – σύμφωνα με τη λογική της κεντροαριστεράς, την οποία υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε ο Γκόμες.

Ωστόσο, το αντί-PT αίσθημα ήταν το κύριο κίνητρο για αυτήν την ψήφο στον Γκόμες. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει την ψήφο στον Μπολσονάρου.

Οι ψήφοι που διέφυγαν των δημοσκοπήσεων

Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι η Ακροδεξιά παγκοσμίως λαμβάνει συχνά περισσότερες πραγματικές ψήφους από αυτές που προβλέπουν οι δημοσκοπήσεις στην πρόθεση ψήφου.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αυτό το φαινόμενο εξηγείται ως ένα μείγμα «ψήφου ντροπής» (ο ερωτώμενος/η ντρέπεται να δηλώσει την πραγματική πρόθεση ψήφου του) και «αυτοεκπληρούμενης προφητείας» (αν πιστεύει κάποιος ότι οι δημοσκοπήσεις λένε ψέματα και παραπλανούν δεν θα τους πει την αλήθεια).

Ωστόσο, τουλάχιστον στην περίπτωση της Βραζιλίας –και οι μελέτες έχουν δείξει κάτι παρόμοιο και με την ψήφο του Τραμπ στις ΗΠΑ– είναι γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις κατέγραψαν ότι ο Λούλα προηγείτο σε ψήφους στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού και το αντίθετο στην περίπτωση του Μπολσονάρου.

Ο Ζαΐρ Μπολσονάρου/Wikimedia Commons

Τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα είναι ιστορικά εκείνα που απέχουν περισσότερο από τις εκλογές.Πρόκειται για εσωτερικούς μετανάστες που δεν έχουν τακτοποιήσει ποτέ την εκλογική τους κατοικία και για ανθρώπους που συχνά δεν έχουν ούτε τα χρήματα για να πληρώσουν τη μεταφορά τους στο εκλογικό κέντρο (το οποίο στις μεγάλες πόλεις, ιδίως στις μεγαλουπόλεις των νοτιοανατολικών περιοχών, μπορεί να είναι πολύ μακριά, εξαιτίας των αλλαγών κατοικίας κατά τη διάρκεια της ζωής τους).

Πρόκεται, επίσης, για κοινωνικά στρώματα των οποίων ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση μπορεί να είναι τόσο σκληρός που καθιστά το εθνικό πολιτικό ημερολόγιο και την άσκηση της ιδιότητας του πολίτη μια περιπατητική υπόθεση από την οποία είναι εντελώς αποκομμένα.

Η αποχή σε αυτόν τον πρώτο γύρο έφτασε το 20,95% των ψήφων (η ψήφος είναι υποχρεωτική μεταξύ 18 και 69 ετών, ο αριθμός των ψηφοφόρων άνω των 70 ετών έχει αυξηθεί, οι νέοι μεταξύ 16 και 17 ετών έχουν δικαίωμα ψήφου), το υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 20 ετών. Οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να σταθμίσουν επαρκώς αυτόν τον παράγοντα.

Ομοίως, οι δημοσκοπήσεις δεν μπορούν να καταγράψουν τις επιλογές ψήφου της τελευταίας στιγμής – υπέρ κάποιου υποψηφίου αν προκύπτουν από πειθώ ή εναντίον κάποιου αν προκύπτουν από εκφοβισμό.

Πρόκειται για ψήφους που προκύπτουν από την πίεση της οικογένειας, της γειτονιάς, του χώρου εργασίας κ.λπ. Με εξαίρεση το βορειοανατολικό τμήμα της χώρας (και ακόμη και εκεί με πολλούς περιορισμούς), η αύξηση της πρόθεσης ψήφου υπέρ του Λούλα τις τελευταίες εβδομάδες δεν απέκτησε δημόσια προβολή μέσω κάποιου κύματος με μπλουζάκια από τους υποστηρικτές του (ένα φαινόμενο πολύ συνηθισμένο στη Βραζιλία στις εκλογικές εκδηλώσεις, με το «μικρό-εμπόριο» που το συνοδεύει), με σημαίες και πλήθη στους δρόμους.

Από την άλλη πλευρά, τα πράσινα και κίτρινα χρώματα των Μπολσονιαριστών φορέθηκαν πολύ, έγιναν πολύ ορατά και με εκφοβιστικά αποτελέσματα. Αυτό είχε βαρύτητα στην τελική ευθεία και διέφυγε από τις δημοσκοπήσεις.

Ο φόβος και η απειλή της πολιτικής βίας –που επιβλήθηκε από το πιο εμφανές νεοφασιστικό πρόσωπο του Μπολσοναριανισμού– είχε ως αποτέλεσμα να περιοριστεί η ορατότητα της υποστήριξης του Λούλα, ιδίως στα νοτιοανατολικά.

Πολλοί άνθρωποι μετέτρεψαν την ψήφο υπέρ του Λούλα σε ένα είδος σιωπηλής αντίστασης. Αλλά η σιωπηλή αντίσταση δεν είναι αρκετή για να δώσει δύναμη σε εκείνους που βρίσκονται υπό μεγαλύτερη κοινωνική υποταγή ούτε για να ενισχύσει τη βεβαιότητα των αναποφάσιστων –που παραδόξως υπάρχουν ακόμα– ότι είναι στο σωστό καράβι.

[….]

Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην La Une. Εδώ χρησιμοποιήθηκε η γαλλική μετάφραση από το A l’Encontre, που δημοσιεύτηκε στις 4 Οκτωβρίου 2022.