Η Δρ. Elisabeth (Lisa) El Refaie, Aναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Cardiff, η οποία ειδικεύεται στη μελέτη της χρήσης της μεταφοράς σε διαφορετικές μορφές επικοινωνίας, μίλησε στο pass-world.gr για τη σύνδεση του μεταφορικού λόγου με τις διακρίσεις απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Ξεκινώντας από τη διδακτορική της διατριβή, που επικεντρώνεται στη μελέτη της αναπαράστασης των Κούρδων προσφύγων στον αυστριακό Τύπο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένες μεταφορικές θεματικές χρησιμοποιήθηκαν από τις απαρχές της «Ευρώπης-φρούριο» ως ένα αφηγηματικό εργαλείο εμπέδωσης διακρίσεων και ξενοφοβίας. Ακόμα, μιλά για τη διαδικασία «φυσικοποίησης» αυτών των θεματικών στον δημόσιο λόγο, την ευρύτερη αξία των μεταφορών για την ανθρώπινη σκέψη, αλλά και για τους κινδύνους της χρήσης των πολεμικών μεταφορών τόσο απέναντι σε ανθρώπινες ομάδες, όσο και απέναντι σε κοινωνικές κρίσεις, όπως αυτή του κορωνοϊού.
Συνέντευξη στη Βασιάννα Κωνσταντοπούλου
Ερ: Στην έρευνά σας για τις προκατειλημμένες μεταφορές στον αυστριακό Τύπο, διερευνήσατε τον τρόπο με τον οποίο ο μεταφορικός λόγος απαξίωνε τους αιτούντες άσυλο, σε μια περίοδο όπου τα ξενοφοβικά κόμματα άρχιζαν να κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη. Ο από-ανθρωποποιητικός λόγος που εντοπίσατε τότε αναδύεται εκ νέου στη δημόσια σφαίρα πολλών ευρωπαϊκών χωρών, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της «προσφυγικής κρίσης». Ποιες είναι οι θεματικές που ταυτοποιήσατε στην έρευνά σας, η οποία πραγματοποιήθηκε σε μια μεταβατική περίοδο για την πολιτική και κοινωνική ταυτότητα της Ευρώπης;
Απ:Η έρευνά μου τοποθετείται στο τέλος της δεκαετίας του 1990, σε μια περίοδο μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής στην Αυστρία. Έως τότε, η χώρα είχε υπάρξει αρκετά γενναιόδωρη και δεκτική απέναντι στους αιτούντες άσυλο, υποδεχόμενη, για παράδειγμα, μεγάλους αριθμούς προσφύγων μετά τις ανεπιτυχείς λαϊκές εξεγέρσεις στην Ουγγαρία (1956), την Τσεχοσλοβακία (1968) και την Πολωνία (1981), καθώς και κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων στα Βαλκάνια, τη δεκαετία του 1990. Παρ’ όλα αυτά, η ανασφάλεια που ένιωσαν ορισμένες μερίδες του πληθυσμού μετά την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος το 1989, και ακόμα η περίοδος όπου η Αυστρία μπήκε στην ΕΕ το 1995, οδήγησαν σε ολοένα και πιο αρνητικές στάσεις απέναντι στους πρόσφυγες, τις οποίες πυροδότησαν και εκμεταλλεύτηκαν ξενοφοβικοί πολιτικοί, ιδιαίτερα από το ακροδεξιό Κόμμα της Ελευθερίας.
Τον Δεκέμβριο του 1997, η Συνθήκη του Σένγκεν τέθηκε σε ισχύ στην Αυστρία. Η επίσημη λογική της Σένγκεν ήταν να καταστήσει εφικτή την ελεύθερη μετακίνηση όλων εντός της, αλλά ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι ο στόχος ήταν να λειτουργήσει ως μηχανισμός διατήρησης των ανεπιθύμητων «άλλων» έξω από την «Ευρώπη-φρούριο». Η κοινή βίζα και οι πολιτικές ασύλου κατέστησαν ουσιαστικά αδύνατο για τους πρόσφυγες να εισέλθουν νόμιμα στη ζώνη Σένγκεν, γεγονός που ενίσχυσε την υποτιθέμενη σύνδεση ανάμεσα στο άσυλο και την παράνομη μετανάστευση.
Μόλις λίγες εβδομάδες αφότου η Αυστρία προσχώρησε στη Σένγκεν, δύο πλοία με περίπου 1200 κυρίως Κούρδους πρόσφυγες από το Ιράκ και την Τουρκία, προσάραξαν στην Ιταλία, που ήταν επίσης χώρα της ζώνης Σένγκεν. Με απρόσμενο τρόπο, ο τότε Ιταλός Υπουργός Εσωτερικών τούς έδωσε τη δυνατότητα να αιτηθούν πολιτικό άσυλο και ζήτησε τη διενέργεια μιας διεθνούς διάσκεψης για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κουρδικός λαός. Αντίθετα, πολιτικοί και δημοσιογράφοι στην Αυστρία και αλλού άρχισαν να μιλούν για «κύματα» μεταναστών που θα «έσκαγαν» στην Ευρώπη.
Η ανάλυσή μου πάνω σε άρθρα και γελοιογραφίες του αυστριακού Τύπου εκείνης της περιόδου έδειξε ότι οι πρόσφυγες αναπαρίσταντο συνήθως ως πλημμύρα, στρατός εισβολής ή ως κοινοί εγκληματίες.
Ανακάλυψα μια μακρά παράδοση χρήσης αυτών των μεταφορών στην περιγραφή των εθνικών «άλλων», με παρόμοιες εικόνες να έχουν εντοπιστεί σε δημοσιογραφικά κείμενα της Δημοκρατίας Βαϊμάρης, και πιθανόν ακόμα νωρίτερα.
Ερ: Στη συγκεκριμένη έρευνα επισημαίνετε τον κίνδυνο της σύγχυσης του ορίου ανάμεσα στην κυριολεκτική και τη μεταφορική πτυχή του νοήματος σε αυτού του είδους τον λόγο. Παράλληλα, εντοπίσατε ότι οι μειωτικές μεταφορές για τους πρόσφυγες εμφανίζονταν και σε άρθρα που φαινομενικά είχαν γραφτεί για να αντιταχθούν στις ξενοφοβικές προκαταλήψεις. Ένα επίκαιρο παράδειγμα είναι η έκφραση περί «προσφυγικών ροών», όπου η μεταφορά του νερού αποτελεί τον πλέον διαδεδομένο τρόπο περιγραφής των μετακινήσεων των προσφύγων. Είναι αυτή η «φυσικοποίηση» του μεταφορικού λόγου, στην οποία αναφέρεστε, μια ασυνείδητη και αναπόφευκτη διαδικασία;
Απ: Αυτό που περιέγραψα στην έρευνά μου ως σύγχυση του ορίου ανάμεσα στο κυριολεκτικό και το μεταφορικό επίπεδο στην ειδησεογραφική κάλυψη αφορά το γεγονός ότι οι πιο πολλοί σχολιαστές έμοιαζαν να αποδέχονται τις κυρίαρχες μεταφορές της πλημμύρας, του πολέμου και της εγκληματικής δραστηριότητας, ως έναν κανονικό, φυσικό τρόπο για να μιλήσουν για την κατάσταση.
Ήταν εξαιρετικά σπάνιο αυτές οι μεταφορές να αμφισβητηθούν ευθέως, και με αναπάντεχο τρόπο προέκυπταν ακόμα και σε κείμενα δημοσιογράφων που ήταν ευθέως αντίθετοι με τις κρατούσες ξενοφοβικές στάσεις.
Για παράδειγμα, ένα άρθρο γνώμης στην εφημερίδα Die Presse, στις 9 Ιανουαρίου 1998, ήταν εξαιρετικά κριτικό αναφορικά με την αυστριακή αντίδραση απέναντι στην άφιξη των Κούρδων προσφύγων και στηλίτευε έναν συνοριοφύλακα, ο οποίος περιέγραφε κάποιους πρόσφυγες, κρυμμένους σε ένα φορτηγό, ως «ποντίκια». Κι όμως, αυτό το άρθρο αναφερόταν επίσης στο «κύμα» και στην «επέλαση» των προσφύγων, καθώς επίσης και στην ανάγκη να υπάρξει «έλεγχος, επιτήρηση, σχεδιασμός, διοχέτευση». Αυτό το παράδειγμα δείχνει ότι οι πιο συμβατικές μεταφορικές εκφράσεις είχαν εκείνη τη στιγμή καταστεί τόσο φυσικές για τον περισσότερο κόσμο που δεν γίνονταν αντικείμενο συνειδητής επεξεργασίας ως προς τον μεταφορικό τους χαρακτήρα.
Ο τρόπος που κατανοούμε και περιγράφουμε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φαινόμενο επηρεάζει αδιαμφισβήτητα τον τρόπο με τον οποίο δρούμε ατομικά και συλλογικά απέναντι σε αυτό. Για παράδειγμα, εξαιτίας της ευρέως διαδομένης χρήσης της πολεμικής μεταφοράς εκείνη την εποχή, η στρατιωτική δράση της Ευρώπης απέναντι στους πρόσφυγες δεν θεωρείτο πλέον αδιανόητη.
Μόλις την πρώτη εβδομάδα της λεγόμενης «κουρδικής προσφυγικής κρίσης», ένας άλλος σχολιαστής της Die Presse, στις 7 Ιανουαρίου του 1998, χρησιμοποίησε την εικόνα της Ευρώπης ως σώματος που απειλείται με εισβολή στο «μαλακό υπογάστριό» της (την Ιταλία), για να προτείνει στη συνέχεια μια στρατιωτική λύση: «μια προειδοποιητική βολή στην πλώρη ενός πλοίου με ανθρώπους-διακινητές στην ανοιχτή θάλασσα και ο εφιάλτης θα τελείωνε αυτοστιγμεί», έγραψε.
Πράγματι, μόλις λίγες μέρες μετά, το ιταλικό ναυτικό στάλθηκε για να αντιμετωπίσει ορισμένες μικρές βάρκες με Κούρδους πρόσφυγες, έξω από τις αλβανικές ακτές. Σε μία περίπτωση, έπεσαν σφαίρες, αν και ευτυχώς κανείς δεν τραυματίστηκε. Αν η άφιξη μερικών εκατοντάδων Κούρδων προσφύγων είχε περιγραφεί με κυριολεκτικούς όρους –ή με πιο ευγενείς μεταφορές– μια τέτοια επιθετική αντίδραση θα ήταν σίγουρα και πραγματικά αδιανόητη.
Ερ: Χρειάζεται να είμαστε πάντοτε «καχύποπτοι/ες» απέναντι στις μεταφορές ή υπάρχει η δυνατότητα χρήσης του μεταφορικού λόγου και με τρόπους που ενισχύουν την αποδοχή και τον σεβασμό;
Απ: Όπως πολλοί ακαδημαϊκοί, εξειδικευμένοι στη μελέτη της μεταφοράς, είμαι πεπεισμένη ότι οι μεταφορές είναι κεντρικές στην ανθρώπινη σκέψη και δημιουργικότητα.
Οι μεταφορές μάς βοηθούν να σκεφτούμε και να μιλήσουμε για τα συναισθήματά μας, τις κοινωνικές σχέσεις και για αφηρημένες έννοιες, αντλώντας από πιο συγκεκριμένες και σωματοποιημένες εμπειρίες. Για αυτόν τον λόγο, δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε να αποφύγουμε κάθε είδους μεταφορική γλώσσα.
Από την άλλη πλευρά, είναι κρίσιμης σημασίας να έχουμε επίγνωση των μεταφορών που χρησιμοποιούμε και των τρόπων με τους οποίους αυτές διαμορφώνουν τις στάσεις, τις αξίες και τις πράξεις μας.
Οι πολεμικές μεταφορές είναι ιδιαίτερα προβληματικές, γιατί μόλις ο «εχθρός» ταυτοποιηθεί, αυτό χρησιμοποιείται για να νομιμοποιηθούν αρνητικές διακρίσεις και κακομεταχείριση.
Ακόμη και στον τομέα της θεραπείας του καρκίνου ή στην τρέχουσα κρίση του κορωνοϊού, όπου ο «εχθρός» είναι μια ασθένεια και όχι μια ομάδα ανθρώπων, και όπου η συγκεκριμένη στόχευση είναι συνήθως η δημιουργία ενός αισθήματος κοινού σκοπού στις πληττόμενες κοινότητες, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η χρήση της στρατιωτικής γλώσσας να ενθαρρύνει την καταφυγή σε απλουστευτικές και υπερβολικά δραστικές λύσεις, οι οποίες μπορεί τελικά να είναι αντι-παραγωγικές.
Πιο βοηθητικές μεταφορές σε σχέση με τις μετακινήσεις των μεταναστών και των προσφύγων μπορεί να είναι αυτές που συνδέονται με τον φυσικό κόσμο, όπως για παράδειγμα με τις αποδημητικές μορφές μετακινήσεων των πουλιών ή των πεταλούδων. Άλλες θετικές μεταφορές που έχουν προταθεί σε σχέση με τη μετανάστευση, για παράδειγμα στις ΗΠΑ, περιλαμβάνουν την αναπαράσταση όλων των εθνικοτήτων ως συστατικών ενός φαγητού ή ως πολύχρωμων κλωστών που σχηματίζουν ένα όμορφο γαϊτανάκι. Η ελπίδα είναι ότι αν αρκετοί άνθρωποι αρχίσουν να χρησιμοποιούν αυτές τις εναλλακτικές μεταφορές, αυτές θα καταστούν σταδιακά ένας αποδεκτός τρόπος σκέψης και ομιλίας για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, ενθαρρύνοντας έτσι μεγαλύτερη ανεκτικότητα και αποδοχή στις κοινωνίες υποδοχής.
Η Δρ. Elisabeth (Lisa) El Refaie είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Cardiff της Μεγάλης Βρετανίας, στη Σχολή Αγγλικών, Επικοινωνίας και Φιλοσοφίας. Τα κύρια διδακτικά και ερευνητικά ενδιαφέροντά της αφορούν τις οπτικές και πολυτροπικές μορφές επικοινωνίας, με ειδική έμφαση στη μεταφορά. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “Autobiographical Comics: Life Writing in Pictures” [Αυτοβιογραφικά Κόμικς: Βιωματική γραφή με εικόνες] (University Press of Mississippi, 2012), το οποίο προτάθηκε το 2013 για τα βραβεία Will Eisner Comic Industry Awards. Επίσης έχει γράψει την ερευνητική μονογραφία “Visual Metaphor and Embodiment in Graphic Illness Narratives” [Οπτική μεταφορά και σωματοποίηση σε παραστατικές αφηγήσεις ασθένειας] (Oxford University Press, 2019). Η διδακτορική της διατριβή, με τίτλο “Flooding Fortress Europe”: Metaphor and Visual Rhetoric in Austrian Newspaper Discourses about Asylum Seekers [«Κατακλυζόμενη Ευρώπη-Φρούριο»: Μεταφορά και οπτική ρητορική στους λόγους του αυστριακού Τύπου για τους αιτούντες άσυλο], είχε ως θέμα τη μελέτη του μεταφορικού λόγου ως μέσου διάκρισης απέναντι στους πρόσφυγες, στον αυστριακό Τύπο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνάς της παρουσιάζονται στο επιστημονικό άρθρο της “Metaphors we discriminate by: Naturalized themes in Austrian newspaper articles about asylum seekers”, στο Journal of Sociolinguistics.
Η Βασιάννα Κωνσταντοπούλου είναι ψυχολόγος και κοινωνική ερευνήτρια, Διδάκτορας Κοινωνικής Θεωρίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.