O εμβολιαστικός εθνικισμός και η συσσώρευση εμβολίων από τις πλούσιες χώρες

Ο αγώνας για τον εμβολιασμό του πλανήτη ενάντια σε μια πρωτόγνωρη για τον αιώνα μας πανδημία έχει ξεκινήσει με έναν πολύ γνώριμο τρόπο: κάθε χώρα για τον εαυτό της.

Των Shashank Bengali και Kate Linthicum

Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr

Τα πλούσια κράτη έχουν συσσωρεύσει σχεδόν όλες τις παγκόσμιες προμήθειες των δύο σημαντικότερων εμβολίων για τον COVID-19 μέχρι το τέλος του 2021, αφήνοντας πολλές χώρες μεσαίου εισοδήματος να στραφούν σε μη εγκεκριμένα φάρμακα, που αναπτύχθηκαν στην Κίνα και τη Ρωσία· εν τω μεταξύ, οι φτωχότερες χώρες είναι αντιμέτωπες με μια μακρά αναμονή για να λάβουν τις πρώτες δόσεις εμβολίων.

«Οι πιο πλούσιες χώρες θα είναι σε θέση να εμβολιάσουν…ολόκληρο τον πληθυσμό τους, πριν να καλυφθούν οι ευάλωτες ομάδες σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες», σημειώνει η Σιουέρι Μουν, συνδιευθύντρια του Παγκόσμιου Κέντρου Υγείας τoυ Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου για Διεθνείς και Αναπτυξιακές Σπουδές, στη Γενεύη.

Ως αποτέλεσμα, η πανδημία ενδέχεται να συνεχίσει να είναι θανατηφόρα επί πολλά χρόνια σε αρκετές χώρες του πλανήτη, να καθυστερήσει την οικονομική τους επάνοδο και εν τέλει να επανεμφανιστεί ακόμα και σε κράτη που θα κατορθώσουν να την ελέγξουν μέσω εμβολιασμού, κατά τους επόμενους μήνες.

Ειδικοί υποστηρίζουν ότι οι αυτές οι ανισότητες είναι το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα ενός παγκόσμιου συστήματος υγείας όπου τα χρήματα συχνά μετρούν περισσότερο από το δημόσιο καλό και όπου τα εμβόλια αποτελούν ακριβά εμπορικά προϊόντα, τα οποία έχουν αναπτυχθεί και πατενταριστεί από μια χούφτα τεράστιων φαρμακευτικών εταιριών.

Το χάσμα αναφορικά με την πρόσβαση στα εμβόλια έχει πυροδοτήσει εκκλήσεις για επείγοντα μέτρα που θα επιτρέψουν στις φτωχότερες χώρες να παραγάγουν και να εισάγουν γενόσημες εκδοχές των εμβολίων για τον COVID-19.

Τον Οκτώβριο, η Ινδία και η Νότια Αφρική ζήτησαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου να άρει τους περιορισμούς προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας για τα συγκεκριμένα σκευάσματα, όπως ακριβώς έκανε και για φάρμακα για την θεραπεία του  HIV – μια κίνηση η οποία έσωσε τότε εκατομμύρια ζωές στην Αφρική.

Ανθρωπιστικές οργανώσεις που υποστηρίζουν αυτό το σχέδιο –το οποίο αποκαλούν “το εμβόλιο του λαού»– προειδοποιούν ότι αν δεν εφαρμοστεί, εννέα στους δέκα ανθρώπους σε πολλές φτωχές χώρες δεν θα έχουν την ευκαιρία να εμβολιαστούν την επόμενη χρονιά.

«Αν δεν κάνουμε κάτι, θα φτάσει το τέλος του 2022 ή οι αρχές του 2023 για να μπορέσουν να εμβολιαστούν έστω και οι μισές χώρες με χαμηλά εισοδήματα», σημείωσε ο Νίκο Λουζιάνι, ανώτατος σύμβουλος στην Oxfam America.

Στην πρόταση αντιτίθενται οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Μεγάλη Βρετανία – οικονομικά εύρωστα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας που συνέβαλαν στη χρηματοδότηση του εμβολίου και υποστηρίζουν ότι μια τέτοιου είδους καινοτομία δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς προστασία πατέντας.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ παρείχε το μεγαλύτερο ποσοστό της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη του εμβολίου που φτιάχτηκε από την Moderna και τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας. Διασφάλισε επίσης συμφωνίες αγοράς –γνωστές ως εκ των προτέρων δεσμεύσεις της αγοράς– με τον κατασκευαστή του φαρμάκου και με τη  Pfizer και τη BioNTech, ενόσω το εμβόλιό τους βρισκόταν σε δοκιμαστική φάση. Αυτές οι συμφωνίες μείωσαν το ρίσκο για τις εταιρίες και επέτρεψαν στις ΗΠΑ να εξασφαλίσουν 300 εκατομμύρια δόσεις.

Ως τα μόνα εμβόλια με άδεια από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ χορηγούνται αυτή τη στιγμή σε εργαζόμενους πρώτης γραμμής σε όλη τη χώρα.

Συνολικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ σύναψε συμφωνίες αγοράς 1,1 δισεκατομμυρίων δόσεων διαφορετικών εμβολίων, που βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάπτυξης τους, σύμφωνα με το Κέντρο Καινοτομίας για την Παγκόσμια Υγεία του Duke University. Οι ΗΠΑ αναμένεται να καταλήξουν με πολύ περισσότερες δόσεις από αυτές που χρειάζονται για να εμβολιάσουν κάθε Αμερικανό.

Άλλες πλούσιες χώρες έχουν αγοράσει επιπλέον 2,9 δισεκατομμύρια δόσεις με διμερείς συμφωνίες με τις φαρμακευτικές εταιρίες.

Παρότι δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε τέτοιας παγκόσμιας κλίμακας ταυτόχρονη ζήτηση για τα ίδια περιορισμένης διαθεσιμότητας φάρμακα, ο εθνικισμός της πανδημίας είναι ένα παλιό φαινόμενο.

Πριν από μια δεκαετία, κατά τη διάρκεια της έξαρσης της γρίπης των χοίρων, η οποία υπήρξε θανατηφόρα για πάνω από 25 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, οι ΗΠΑ και άλλες οικονομικά ισχυρές χώρες άρπαξαν σχεδόν όλα τα διαθέσιμα εμβόλια.

Συμφώνησαν να μοιραστούν ένα μικρό ποσοστό από αυτά με πιο φτωχές χώρες, μόνο αφότου διασφάλισαν ότι είχαν αρκετά για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες.

Για τις φτωχότερες χώρες, η μόνη πιθανότητα που υπάρχει για να διασφαλίσουν σημαντικές ποσότητες εμβολίων μέσα στο 2021 προέρχεται από την πρωτοβουλία Covax.

Την πρωτοβουλία ξεκίνησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ορισμένες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, με στόχο την προώθηση της ισότιμης κατανομής των εμβολίων, μέσω μιας διαπραγμάτευσης με τις φαρμακευτικές εταιρίες για ευνοϊκότερη τιμολόγηση και ίση πρόσβαση όλων των χωρών σε αυτό.

Σχεδόν όλες οι χώρες παγκοσμίως –με την εξαίρεση των ΗΠΑ– συναίνεσαν στην πρωτοβουλία, σε ορισμένες περιπτώσεις ως δικλείδα ασφαλείας σε περίπτωση που δεν αποδειχθούν επαρκείς οι διμερείς συμφωνίες με τις φαρμακευτικές.

Οι οικονομικά πιο αδύναμες χώρες, ωστόσο, εξαρτώνται από την οικονομική βοήθεια πιο ισχυρών χωρών, οι οποίες έχουν μέχρι στιγμής συμβάλει σε αυτή την πρωτοβουλία με 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι αξιωματούχοι της πρωτοβουλίας Covax σημειώνουν ότι θα πρέπει να συγκεντρωθούν άλλα 4,6 δισεκατομμύρια δολάρια.

«Είναι σημαντικό που η Covax ενδέχεται να έχει πρόσβαση σε αυτές τις δόσεις εμβολίων, αλλά το τι θα γίνει τελικά εξαρτάται από το κατά πόσο οι εταιρίες θα συμφωνήσουν στη σωστή τιμή και από το αν οι δωρητές θα δώσουν αρκετά λεφτά για να πληρωθούν αυτές οι δόσεις», σημειώνει ο Λουζιάνι.

Μέχρι την προηγούμενη εβδομάδα (σ.σ. το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2020), σύμφωνα με το Κέντρο Καινοτομίας για την Παγκόσμια Υγεία του Duke, καμία χώρα της υποσαχάριας Αφρικής δεν είχε κατορθώσει να συνάψει συμφωνία από μόνη της για την προμήθεια εμβολίων.

Ακόμα κι αν χρηματοδοτηθεί πλήρως, η Covax στοχεύει να εμβολιάσει μόνο το 20% του πληθυσμού κάθε συμμετέχουσας χώρας, μέχρι το τέλος του 2021. Σε ορισμένες χώρες, με σοβαρή έξαρση της πανδημίας, αυτό το ποσοστό μπορεί να είναι εξαιρετικά ανεπαρκές.

Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα, ορισμένες πλούσιες χώρες που συμμετέχουν στην πρωτοβουλία την έχουν ήδη υπονομεύσει, συνάπτοντας επιπρόσθετες παράλληλες συμφωνίες με τις φαρμακευτικές εταιρίες και μειώνοντας έτσι το ποσοστό των διαθέσιμων εμβολίων για την Covax, σύμφωνα με το Κέντρο Καινοτομίας.

Την προηγούμενη εβδομάδα, αξιωματούχοι από τη Γαλλία και τον Καναδά –ο οποίος έχει εξασφαλίσει αρκετά εμβόλια για να εμβολιάσει κάθε πολίτη του πέντε φορές– είπαν ότι αναπτύσσουν έναν μηχανισμό για να μοιραστούν το πλεόνασμα εμβολίων με άλλες χώρες. Ωστόσο δεν έδωσαν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για το πότε μπορεί να ξεκινήσει κάτι τέτοιο.

«Οπωσδήποτε θα δωρίσουμε όποιο πλεόνασμα υπάρξει, αλλά θα πάμε ένα βήμα τη φορά», δήλωσε η Καρίνα Γκουλντ, Υπουργός Διεθνούς Ανάπτυξης του Καναδά.

Ειδικοί υποστηρίζουν ότι η συσσώρευση εμβολίων μπορεί τελικά να βλάψει τις πλούσιες χώρες.

Μια έρευνα της Rand Corp. study σημειώνει ότι αν στο εμβόλιο έχουν πρόσβαση μόνο οι πλούσιες χώρες και αυτές που το παράγουν, τότε η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να χάσει 292 δισεκατομμύρια δολάρια σε αξία, συγκριτικά με το σενάριο να έχουν πρόσβαση στο εμβόλιο όλες οι χώρες.

«Ακόμα κι αν οι Αμερικανοί αποκτήσουν ανοσία απέναντι στον ιό, δεν θα έχουν ανοσία στις οικονομικές ζημίες άλλων οικονομιών που δεν θα μπορούν να επανεκκινήσουν», σημείωσε η Μουν. «Έχουμε δει τα όρια της επίκλησης στην ηθική και την αλληλεγγύη αυτή τη στιγμή. Πρέπει να επικοινωνήσουμε αυτό το ζήτημα όχι ως μια αναπτυξιακή βοήθεια, αλλά ως μια επένδυση προκειμένου να μπορέσει η παγκόσμια οικονομία να λειτουργήσει ξανά», συμπλήρωσε η ίδια.

[…]

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στους Los Angeles Times, στις 22 Δεκεμβρίου 2020.