Ο Ένζο Τραβέρσο μιλάει για τους δεσμούς του ναζισμού με την αποικιοκρατία αλλά και για τη νέα «διαμάχη των ιστορικών» γύρω από το ζήτημα της «μοναδικότητας» του Ολοκαυτώματος.
Του Enzo Traverso
Μετάφραση: Μάγδα Φυτιλή
Μια νέα «διαμάχη των ιστορικών» (Historikerstreit) για το Ολοκαύτωμα συγκλονίζει την Γερμανία. Η πρώτη συνέβη πριν από τριάντα πέντε και πλέον χρόνια, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η χώρα ήταν ακόμη διαιρεμένη. Απέναντι στον Ernst Nolte, ένα νεοσυντηρητικό ιστορικό που αμφισβήτησε την εμμονή της Γερμανίας σε ένα «παρελθόν που δεν παρέρχεται», ο Jürgen Habermas, εκπρόσωπος της κριτικής θεωρίας, υποστήριξε ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος θα πρέπει να αποτελεί έναν από τους πυλώνες της ιστορικής συνείδησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η απολογητική ερμηνεία του Nolte για το Άουσβιτς ως απλό «αντίγραφο» των Γκουλάγκ – ισχυριζόταν ότι τα εγκλήματα των Μπολσεβίκων συνιστούν την πηγή του σύγχρονου ολοκληρωτισμού, ενώ τα ναζιστικά εγκλήματα αντιπροσώπευαν την αντίδραση μιας απειλούμενης χώρας – εξυπηρετούσε ορισμένες πολιτικές ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου. Στον 21ο αιώνα, ωστόσο, κατέστη άχρηστη, ακόμη και στην περίπτωση των νεοσυντηρητικών. […]
Αποτέλεσμα μιας μακράς και θυελλώδους διαδικασίας «ανασύστασης του παρελθόντος», το Μνημείο του Ολοκαυτώματος, το οποίο στέκεται σήμερα επιβλητικά στην καρδιά του Βερολίνου, αποτελεί αναμφίβολα μια εντυπωσιακή υλική μαρτυρία για την αναγνώριση του εθνικοσοσιαλισμού ως μέρους της ιστορικής αυτοαναπαράστασης της Γερμανίας. Ωστόσο, εξυπηρετεί και άλλους σκοπούς. Χάρη σε αυτή την επιτυχημένη «αναγνώριση του παρελθόντος» (Vergangenheitsbewältigung), η Γερμανία είναι τελικά έτοιμη να αναλάβει την ηγεσία της ΕΕ, διότι, εκτός από την οικονομική ηγεμονία, κατέχει, επίσης, τα απαραίτητα εύσημα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. […]
Το νέο Historikerstreit θέτει υπό αμφισβήτηση αυτό το νέο πολιτικό και πολιτιστικό χάρτη. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η δεύτερη «διαμάχη των ιστορικών» ξεπερνά τα σύνορα της Γερμανίας και οι πρωταγωνιστές της ανήκουν σε διαφορετικές χώρες και ηπείρους. Ο Dirk Moses, ο εμπνευστής της, είναι Αυστραλός ερευνητής, γνωστός για τις μελέτες του σχετικά με την Γερμανία και την αποικιοκρατία, με ειδίκευση στην ιστορία και τη θεωρία της γενοκτονίας. Σήμερα είναι καθηγητής Παγκόσμιας Ιστορίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας, ένα ίδρυμα υψηλού κύρους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επομένως, είναι αδύνατο να αγνοηθούν οι θέσεις του, όπως γίνεται συχνά στην περίπτωση των ερευνητών από τον Παγκόσμιο Νότο.
Ο συγγραφέας δεν διστάζει να μιλήσει για μια νέα «γερμανική κατήχηση» που βασίζεται στην ιδέα της «μοναδικότητας» του Ολοκαυτώματος, ένα ιερό δόγμα που στιγματίζει κάθε σύγκριση μεταξύ αυτής της καταστροφής και των αποικιακών γενοκτονιών, ευτελίζοντας έτσι τις αποικιακές γενοκτονίες σαν να ήταν «συνηθισμένες» ή δεύτερης κατηγορίας. […]
Η εποχή των ενοχών έχει περάσει. Το πένθος έχει αντικατασταθεί από το εμμονικό κυνήγι αντισημιτικών συνωμοσιών. Ο κατάλογος εκείνων που έχουν πέσει στα χέρια αυτού του νέου γερμανικού κομφορμισμού είναι μακρύς: περιλαμβάνει φιλόσοφους, όπως η Judith Butler και ο Achille Mbembe (ένας νοτιοαφρικανός ερευνητής που τόλμησε να συγκρίνει τη Γάζα και τη Δυτική Όχθη με το απαρτχάιντ), και, εκτός από τον Dirk Moses, άλλους ιστορικούς όπως ο Michael Rothberg και ο Jürgen Zimmerer. Ακόμη και τον πρώην διευθυντή του Εβραϊκού Μουσείου στο Βερολίνο, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί επειδή προσκάλεσε προσωπικότητες που δεν ήταν πρόθυμες να υποστηρίξουν την πολιτική του Ισραήλ. Και πάλι, στον πυρήνα της συζήτησης βρίσκεται η ιστορική σύγκριση και οι πολιτικές της χρήσεις.
Η σημασία της σύγκρισης στην ιστορική έρευνα
Η σύγκριση είναι συνήθης πρακτική στο εργαστήρι των ιστορικών. Όμως, οι ιστορικοί δεν συγκρίνουν ιδέες, γεγονότα και εμπειρίες για να διαπιστώσουν ομοιότητες. Αντίθετα, εντοπίζουν ομοιότητες και αναλογίες που τελικά χρησιμεύουν για να αναγνωρίσουν ιστορικές ιδιαιτερότητες.
Όπως οι πόλεμοι και οι επαναστάσεις, έτσι και οι γενοκτονίες καινοτομούν και επαναλαμβάνονται, συνδυάζοντας προβλέψιμες τάσεις με απροσδόκητες καταστάσεις. Κάθε γενοκτονία διαθέτει μια «μοναδικότητα», στον εντοπισμό της οποίας συμβάλλει το έργο της σύγκρισης.
Εν ολίγοις, η σύγκριση αποτελεί αναγκαία επιστημολογική διάσταση της ιστορικής έρευνας, ενώ ο στόχος της είναι η κριτική κατανόηση.
Ωστόσο, η ιστορική σύγκριση δεν αποτελεί μία «ουδέτερη» και αθώα διανοητική διαδικασία, καθώς συμβάλλει στη διαμόρφωση συλλογικών αναμνήσεων. Είναι σαφές ότι το να λέμε ότι το Άουσβιτς ήταν «αντίγραφο» των Γκουλάγκ συνεπάγεται τη θέση ότι οι «κακοί» της ιστορίας ήταν οι Μπολσεβίκοι. Οι Ναζί, σε αυτή την περίπτωση, γίνονται απλοί επίγονοι: διαφθάρηκαν από τους αρχικούς εγκληματίες, τους πραγματικούς εφευρέτες του ολοκληρωτικού κακού.
Οι Ιταλοί έχουν υιοθετήσει την ιδέα της «μοναδικότητας» των ναζιστικών εγκλημάτων, καθώς έτσι υπονοείται ότι ο φασισμός δεν ήταν τόσο κακός, και είναι σαφές ότι η Ιταλία προτιμά να μνημονεύει τα θύματα του Ολοκαυτώματος παρά τα θύματα της δικής της γενοκτονίας στην Αιθιοπία.
Για τους Ουκρανούς, η σύγκριση του Holodomor (Μεγάλος Λιμός) με το Άουσβιτς δεν σημαίνει ότι υποτιμούν το Ολοκαύτωμα, σημαίνει ότι αναγνωρίζουν τα δικά τους θύματα. Στην Ισπανία, οι ανασκαφείς που ξεθάβουν τα πτώματα των δημοκρατικών προγόνων τους μιλούν για το Ολοκαύτωμα του Φράνκο, ενώ οι νεοσυντηρητικοί και αναθεωρητικοί ερευνητές προτιμούν να ορίζουν τη δημοκρατία ως τον δούρειο ίππο του μπολσεβικισμού και τον Φράνκο ως πατριώτη που προφανώς απεχθανόταν τη δημοκρατία, αλλά τελικά έσωσε τη χώρα από τον ολοκληρωτισμό. Η ερμηνεία της γαλλικής κατάκτησης της Αλγερίας τον 19ο αιώνα ως γενοκτονία αποτελεί αντικείμενο συνεχιζόμενης σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών. Το 2005, το γαλλικό κοινοβούλιο ψήφισε δύο νόμους που αναγνώριζαν αντίστοιχα τη γενοκτονία των Αρμενίων που διαπράχθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τα «οφέλη» (bienfaits) της γαλλικής αποικιοκρατίας στην Αφρική, την Ασία και τις Δυτικές Ινδίες. […]
Οι συγκρίσεις αποκαλύπτουν συχνά ιστορικές επικαλύψεις. Το ίδιο συμβαίνει και με τα συγχρονικά γεγονότα: αν και τα εγκλήματα του Στάλιν δεν δικαιολογούν ούτε υποβαθμίζουν τα εγκλήματα του Χίτλερ – και το αντίστροφο – ο σταλινισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός αναμφίβολα αλληλεπιδρούσαν και επηρέαζαν ο ένας τον άλλον, δημιουργώντας ένα σπιράλ ριζοσπαστικοποίησης που οδήγησε στο ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ναζιστική βία και αποικιοκρατία
Αντίστοιχα, η ναζιστική βία συνδέεται με την ιστορία της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας γενικά και της γερμανικής αποικιοκρατίας ειδικότερα. Οι μελέτες για το Ολοκαύτωμα έτειναν να αγνοούν αυτόν τον γενεαλογικό δεσμό.
Η αποικιοκρατία ουσιαστικά απουσιάζει από τα έργα για τον εθνικοσοσιαλισμό που γράφτηκαν από διακεκριμένους ιστορικούς, όπως ο George L. Mosse, ο Raul Hilberg, ο Hans Mommsen, ο Martin Broszat ή ο Saul Friedländer. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αποικιοκρατία είναι μια εφήμερη «μεταφορά» (Friedländer) που εμφανίζεται φευγαλέα όταν γίνεται αναφορά στη δεκαετία του 1940, πριν από το Ολοκαύτωμα, όταν, μετά τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, οι Ναζί συζητούσαν το ενδεχόμενο να στείλουν τους Ευρωπαίους Εβραίους στη Μαδαγασκάρη.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχουν πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί που μελέτησαν την διαπλοκή του εθνικοσοσιαλισμού με την αποικιοκρατία: για παράδειγμα, ο Arno J. Mayer και ο Mark Mazower, οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην αυτοκρατορική διάσταση της ναζιστικής πολιτικής.
Το 1942, ο Karl Korsch έγραφε ότι η Γερμανία του Χίτλερ είχε επεκτείνει στους «πολιτισμένους» ευρωπαϊκούς λαούς μεθόδους που προηγουμένως προορίζονταν για τους «ιθαγενείς» ή τους «άγριους».
Στο βιβλίο της Οι απαρχές του ολοκληρωτισμού (1951), η Hannah Arendt εντόπισε την απαρχή του εθνικοσοσιαλισμού στις «διοικητικές σφαγές» που επινόησαν οι Βρετανοί κυβερνήτες στην Αφρική και την Ινδία. Μόλις εγκαθιδρύθηκε αυτή η σύνδεση μεταξύ της κρατικής βίας και του διαχειριστικού ορθολογισμού στον αποικιακό κόσμο, σημείωσε η Arendt, «το σκηνικό φαινόταν να είναι έτοιμο για όλες τις πιθανές φρικαλεότητες».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Franz Neumann, ένας Γερμανός πολιτικός επιστήμονας που εξορίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ο Raphael Lemkin, ένας Πολωνοεβραίος νομικός που σφυρηλάτησε την έννοια της γενοκτονίας, ανέδειξαν τις συγγένειες μεταξύ του σύγχρονου αντισημιτισμού και του αποικιακού ρατσισμού. Ο αποικιακός ρατσισμός, υποστήριξαν, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τον Wilhelm Marr, τον δοκιμιογράφο που στα τέλη της δεκαετίας του 1870 επινόησε τη λέξη «αντισημιτισμός».
Πολλοί ιστορικοί σημείωσαν το θαυμασμό του Χίτλερ για τη Βρετανική Αυτοκρατορία, την οποία έβλεπε ως πρότυπο. Πρόσφατα, ο νομικός του Χάρβαρντ James Q. Whitman μελέτησε λεπτομερώς την επιρροή του αμερικανικού ρατσισμού στη ναζιστική ιδεολογία και πολιτική.
Οι νόμοι του Τζιμ Κρόου που τέθηκαν σε ισχύ στις νότιες Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών μετά τον εμφύλιο πόλεμο, ενέπνευσαν τους ορισμούς της φυλής και της ιθαγένειας στους νόμους της Νυρεμβέργης του 1935. Εξ ου και η διάκριση μεταξύ των πολιτών «καθαρής φυλής» (λευκοί, Άριοι), των κατώτερων ομάδων (μαύροι και μιγάδες), καθώς και η απαγόρευση και η τιμωρία των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ φυλετικά διαφορετικών ατόμων. Οι Ναζί επέκριναν το γεγονός ότι οι νόμοι του Τζιμ Κρόου δεν συμπεριλάμβαναν του Εβραίους, αλλά αυτό δεν μείωσε τον θαυμασμό τους για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την εχθρότητα των οποίων απέναντι στη ναζιστική Γερμανία απέδιδαν στην επιζήμια επιρροή των εβραϊκών ελίτ στην κυβέρνηση Ρούσβελτ. […]
Η ναζιστική βία, ωστόσο, είναι ακατανόητη αν δεν ληφθεί υπόψη η υλική και πολιτιστική κληρονομιά της αποικιοκρατίας.
Κατά τον 19ο αιώνα, οι αποικιακοί πόλεμοι θεωρήθηκαν πόλεμοι κατάκτησης και εξόντωσης με στόχο όχι μόνο τα κράτη, αλλά και τους ίδιους τους πληθυσμούς. Ο εθνικοσοσιαλισμός επιστράτευσε τη βιοπολιτική της αποικιοκρατίας, η οποία πάντα χρησιμοποιούσε την πείνα ως μέσο ελέγχου των υποταγμένων πληθυσμών (ειδικά στην περίπτωση της Ινδίας, όπως έδειξε ο Mike Davis στο Late Victorian Holocausts).
Αυτή η πολιτιστική κληρονομιά έχει εισχωρήσει ακόμη και στη γλώσσα. Μια πρόχειρη ανάλυση του ναζιστικού λεξιλογίου είναι αρκετή για να αποκαλύψει την αποικιοκρατική του υπαγωγή: «ζωτικός χώρος» (Lebensraum), λαοί υπό «εξαφάνιση» ή «ετοιμοθάνατοι» (untergehender, sterbender Völker), «υπανθρωπιά» (Untermenshentum), «κυρίαρχη φυλή» (Herren Rasse) και, τέλος, «εξόντωση» (Vernichtung). Όλες αυτές οι λέξεις προέρχονται από τη γερμανική αποικιοκρατία.
Ναζιστική Κοσμοθεωρία και αποτυχημένες αποικιακές φιλοδοξίες
Όπως προτείνει ο Arno J. Mayer στο Why the Heavens Not Darken? The Final Solution in History (1988), η ναζιστική κοσμοθεωρία αποσκοπούσε σε τρεις αλληλένδετους στόχους: τον αντικομμουνισμό, την αποικιοκρατία και τον αντισημιτισμό. Ο πρώτος ήταν ιδεολογικός και φιλοσοφικός: ο μαρξισμός, η πιο ριζοσπαστική μορφή του Διαφωτισμού, έπρεπε να καταστραφεί. Ο δεύτερος ήταν γεωπολιτικός και αποτελούσε μια παραλλαγή του παγγερμανισμού: ο «ζωτικός χώρος» (Lebensraum) έπρεπε να κατακτηθεί. Ο Χίτλερ εντόπισε τον γερμανικό «ζωτικό χώρο» στην Ανατολική Ευρώπη, τον σλαβικό κόσμο που οργανώθηκε τότε ως κομμουνιστικό κράτος. Ο τρίτος στόχος ήταν πολιτιστικός: οι Εβραίοι, που ορίζονταν ως ο εσωτερικός εχθρός της «γερμανικότητας» και «εγκέφαλοι» της ΕΣΣΔ, έπρεπε να εξοντωθούν.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, αυτές οι τρεις διαστάσεις του ναζισμού συνδυάστηκαν σε μια ενιαία διαδικασία: η καταστροφή της ΕΣΣΔ, ο εποικισμός της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και η εξόντωση των Εβραίων έγιναν αδιαχώριστοι στόχοι.
Κατά τη σύλληψη και την εφαρμογή αυτής της πολιτικής κατάκτησης και εξόντωσης, οι Ναζί δεν είχαν μόνο τη βρετανική και την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία στο μυαλό τους ως πρότυπα, αλλά και τη δική τους ιστορία. Το 1904, η καταστολή της εξέγερσης των Χερέρο στη Ναμίμπια, η οποία μετατράπηκε σε γερμανική αποικία, οδήγησε σε γενοκτονία. Η γερμανική προπαγάνδα παρουσίασε την εκστρατεία εξόντωσης ως φυλετική σύγκρουση (Rassenkampf). […]
Σύμφωνα με τον Timothy Snyder, συγγραφέα του βιβλίου Bloodlands: Europe Between Hitler and Stalin (2010), το Ολοκαύτωμα έγινε ένα είδος υποκατάστατου (ersatz) για τις αποτυχημένες αποικιακές φιλοδοξίες της ναζιστικής Γερμανίας. […]
Ο Aimé Césaire και ο Frantz Fanon δεν ήταν ιστορικοί, αλλά η αντίληψή τους για τα ναζιστικά εγκλήματα ως μια μορφή «αντίδρασης» (choc en retour) ήταν μια χρήσιμη και δικαιολογημένη προειδοποίηση σε καιρούς συλλογικής αμνησίας. Για τον Césaire, ο ναζισμός «εφάρμοσε στην Ευρώπη αποικιοκρατικές διαδικασίες που μέχρι τότε προορίζονταν αποκλειστικά για τους Άραβες της Αλγερίας, τους Κούλι της Ινδίας και τους μαύρους της Αφρικής». Σύμφωνα με τον Frantz Fanon, συγγραφέα του βιβλίου Της γης οι κολασμένοι (1961), κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία, ο φασισμός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την αποικιοκρατία. […]
Η μαζική βία δεν αποτελεί μονολιθική κατηγορία
Αν και τα χαρακτηριστικά του Ολοκαυτώματος στα οποία αναφερόμαστε αποδεικνύουν τη γενεαλογική του σχέση με τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, δεν αρκούν για να θεμελιώσουν την ισοδυναμία. Η μαζική βία δεν αποτελεί μια μονολιθική κατηγορία κάτω από την οποία μπορούν να συγκεντρωθούν εμπειρίες που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορετικές ηπείρους, σαν να ήταν πανομοιότυπες ή εναλλάξιμες.
Το γεγονός ότι το Ολοκαύτωμα είχε αποικιακή διάσταση δεν εξηγεί την εκτόπιση στο Άουσβιτς Γάλλων, Ιταλών, Βέλγων, Ολλανδών, Ούγγρων ή Ελλήνων Εβραίων. Η συστηματική σφαγή τους δεν ήταν ένα εργαλειακό μέσο κατάκτησης ενός «ζωτικού χώρου», αλλά συνδεόταν με την ιδιότυπη ιστορία του αντισημιτισμού. Αυτό σημαίνει άραγε ότι μόνο το Ολοκαύτωμα – σε αντίθεση με άλλες γενοκτονίες και σύμφωνα με τον ορισμό του George Steiner – ήταν μια «οντολογική» εξόντωση;
Ακόμη και αν είναι αδύνατο να αναλύσουμε την κατάκτηση μιας ηπείρου με τους ίδιους όρους που ισχύουν για την καταστροφή μιας μειονότητας, όλες οι γενοκτονίες είναι «οντολογικές» εκμηδενίσεις. Διαφορετικά, θα έπρεπε να συμπεράνουμε ότι ο ισπανικός αποικισμός της Αμερικής ήταν μια μικρή γενοκτονία, επειδή οι κατακτητές δεν εξολόθρευσαν ολόκληρο τον πληθυσμό της ηπείρου.
Οι Εβραίοι που εξοντώθηκαν από τους Ναζί δεν αξίζουν ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη συμπόνια και μνήμη από τους Αρμένιους που συντρίφθηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία λίγο πριν από την κατάρρευσή της, τους Σοβιετικούς πολίτες που πέθαναν στα Γκουλάγκ, τους Ουκρανούς αγρότες που εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια του Holodomor, τους Κονγκολέζους που δολοφονήθηκαν στις φυτείες καουτσούκ του Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου, τους Αλγερινούς που ο γαλλικός στρατός έκαιγε τα χωριά τους, τους Αιθίοπες που εξοντώθηκαν από τα ιταλικά αεροπλάνα, τους εξαφανισμένους των στρατιωτικών δικτατοριών της Χιλής και της Αργεντινής και όλα τα θύματα του ατελείωτου καταλόγου των θηριωδιών της νεωτερικότητας. […]
Οι γενοκτονίες -μεταξύ των οποίων και το Ολοκαύτωμα- έχουν μια απόλυτη μοναδικότητα που ενσαρκώνεται στα θύματά τους.
Καμία ενσυναισθητική ή γνωστική προσπάθεια δεν είναι ικανή να κατανοήσει τον πόνο τους. Οι ιστορικοί πρέπει να σέβονται τη μοναδικότητα αυτής της μη μεταβιβάσιμης βιωμένης εμπειρίας, αλλά δεν μπορούν να την προτάξουν. Η μοναδικότητα είναι υποκειμενική και η ιστορική κατανόηση αφορά την πλαισίωσή της και την υπέρβασή της – μεταξύ άλλων μέσω της σύγκρισης με άλλες μορφές βίας – και όχι την ιεροποίησή της. […]
O Moses δεν είναι ο πρώτος που εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τη σημασία ιστορικής ανάλυσης μιας νομικής κατηγορίας όπως η γενοκτονία, σκοπός της οποίας δεν είναι η πλαισίωση ή η εξήγηση, αλλά μάλλον ο καθορισμός της αθωότητας και της ενοχής, δηλαδή η διάκριση μεταξύ θυμάτων και δραστών. Φυσικά, η συζήτηση είναι θεμιτή, αλλά απέχει πολύ από το να είναι καθαρά ιστοριογραφική, είναι επίσης πολιτική.
Η έννοια της «μοναδικότητας» του Ολοκαυτώματος προβάλλεται ως σλόγκαν από τόσο διαφορετικούς ερευνητές όσο ο Götz Aly, ο οποίος έγραψε πολλά έργα για να αποδείξει την οικονομική ορθολογικότητα της εξόντωσης των Εβραίων, και ο Yehuda Bauer, για τον οποίο το Ολοκαύτωμα διαφέρει από κάθε άλλη ιστορική γενοκτονία ακριβώς λόγω της έλλειψης οικονομικών κινήτρων.
Η μνήμη της αντίστασης
Πίσω από τα ιστορικά επιχειρήματα, ωστόσο, η μνήμη παίζει καθοριστικό ρόλο: η θέση περί «μοναδικότητας» φέρνει κοντά μια γενιά Γερμανών ερευνητών που πριν από αρκετές δεκαετίες προσπάθησαν να «αφομοιώσουν το παρελθόν» και Σιωνιστές διανοούμενους που πάντα υπερασπίζονταν μια ιουδαιοκεντρική οπτική της ιστορίας.
Μια παρόμοια ιουδαιοκεντρική προσέγγιση εμπνέει τον Omer Bartov, ο οποίος εξισώνει τον Nolte και τον Moses ως εκπροσώπους συμμετρικών μορφών ιστορικού «αναθεωρητισμού»: ο πρώτος για την αθώωση των Γερμανών ως θυμάτων του μπολσεβικισμού, ο δεύτερος για την αναγνώριση της ιδιότητας του θύματος των αποικιοκρατούμενων λαών στο ίδιο επίπεδο με τους Εβραίους. Και οι δύο θέτουν υπό αμφισβήτηση το αποκλειστικό καθεστώς της ιδιότητας του θύματος των Εβραίων. […]
Κατά τη διάρκεια των τριών δεκαετιών που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εποχή κατά την οποία οι κυβερνήσεις δεν είχαν ακόμη ιδρύσει μουσεία και μνημεία Ολοκαυτώματος και κατά την οποία πολλοί επιζώντες και διώκτες ήταν ενεργοί,
το Ολοκαύτωμα ήταν σχεδόν αδιαχώριστο από τη μνήμη της Αντίστασης και τροφοδοτούσε έντονα τις αντιαποικιοκρατικές θέσεις. […]
Στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ανεξαρτησίας της Αλγερίας, πολλοί πρώην αντιστασιακοί -συμπεριλαμβανομένων πολλών Εβραίων- είδαν την υποστήριξή τους στο Εθνικό Μέτωπο Απελευθέρωσης (FLN) ως μια πράξη που συνέχιζε τον προηγούμενο αντιφασιστικό τους ακτιβισμό. Ο Jakob Moneta -ένας Γερμανοεβραίος που είχε βιώσει τα πογκρόμ στην Πολωνία κατά την παιδική του ηλικία προς το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και είχε επιβιώσει από το Ολοκαύτωμα μεταναστεύοντας στην Παλαιστίνη- έπαιξε σημαντικό ρόλο και εξασφάλισε υλική και οικονομική υποστήριξη για το FNL, κάνοντας χρήση της διπλωματικής ασυλίας που απολάμβανε ως δημόσιος υπάλληλος της γερμανικής πρεσβείας στο Παρίσι.
Η συνέχεια μεταξύ αντιφασισμού, του αγώνα κατά του αντισημιτισμού και του αντιαποικιοκρατισμού ήταν επίσης εμφανής για τους Wolfgang Abendroth, Günther Anders, Lelio Basso, Simone de Beauvoir, Isaac Deutscher, Jean-Paul Sartre, Ralph Schoenman, Gisèle Halimi και άλλους διανοούμενους που συμμετείχαν στο δικαστήριο Russell κατά του πολέμου του Βιετνάμ. Μετά τη σφαγή στο My Lai, ο Anders, ένας Γερμανοεβραίος, πρότεινε τη διεξαγωγή μιας συνεδρίασης του δικαστηρίου στο Άουσβιτς, ακριβώς για να τονίσει τη συνέχεια μεταξύ των ναζιστικών εγκλημάτων και των αμερικανικών εγκλημάτων στο Βιετνάμ, που αποδίδονταν αδιακρίτως στον ιμπεριαλισμό.
Το 1967, ο επιζών από το Άουσβιτς Jean Améry (Hans Mayer) συγκέντρωσε διάφορα κείμενα αφιερωμένα στο Ολοκαύτωμα στο βιβλίο At the Mind’s Limits, το οποίο περιέχει ένα ειδικό κεφάλαιο για τα βασανιστήρια. Πριν απελαθεί ως Εβραίος, ο Améry είχε βασανιστεί επειδή συμμετείχε στην Αντίσταση στο Βέλγιο. Έχοντας περάσει ένα χρόνο στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς, περιέγραψε τα βασανιστήρια, όχι ως μία «τυχαία ιδιότητα του Τρίτου Ράιχ», αλλά ως την «ουσία» του. Σύμφωνα με τον Améry, τα βασανιστήρια ήταν η «αποθέωση του εθνικοσοσιαλισμού». […]
Πώς εξηγείται αυτή η παράδοξη κρίση που διατύπωσε ένας επιζών του Άουσβιτς; Τα πιο διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα, από στρατιωτικές δικτατορίες μέχρι δημοκρατίες, χρησιμοποίησαν βασανιστήρια, ενώ το Ολοκαύτωμα ήταν γενοκτονία. Το κείμενο του Améry ερμηνεύεται συχνά ως ένας διαχρονικός στοχασμός πάνω στη βία, αλλά θα πρέπει να διαβαστεί στο πλαίσιο της γαλλικής συζήτησης για τα βασανιστήρια, η οποία έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Ο Améry επανεξέτασε το Ολοκαύτωμα μέσα από το πρίσμα της αποικιοκρατίας. Η ιστορική ερμηνευτική που αναπτύσσεται στο κείμενό του είναι συζητήσιμη, αλλά ο πολιτικός της στόχος είναι σαφής.
Ο Améry δεν σκόπευε να ανεγείρει ένα μνημείο στη μνήμη των επιζώντων, αλλά ήθελε να ενεργοποιήσει τις κριτικές δυνατότητές τους. […]
Υπό μία έννοια, αυτό που ο Moses αποκαλεί «γερμανική κατήχηση» είναι η διαστρεβλωμένη μορφή μιας «θρησκείας των πολιτών». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ολοκαύτωμα ως «θρησκεία των πολιτών» έχει ορισμένες αρετές, όπως η ιεροποίηση της δημοκρατίας, της ελευθερίας, του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και του σεβασμού της φυλετικής, εθνοτικής ή σεξουαλικής ετερότητας. Ωστόσο, η «γερμανική κατήχηση» στεγανοποιεί τη θυματοποίηση των Εβραίων και την ενοχή των Γερμανών διαχωρίζοντάς τους από την ιστορία του εθνικισμού, του ρατσισμού, του φασισμού και της αποικιοκρατίας. […]
Ο κίνδυνος του μετά-φασισμού
Σε μια εποχή που η ισλαμοφοβία και οι ρατσιστικές διακρίσεις κατά των μεταναστών και των προσφύγων αυξάνονται, αυτή η κοντόφθαλμη εκδήλωση μνήμης θα μπορούσε εύκολα να γίνει άλλοθι για τον μετά-φασισμό. Από τον Ματέο Σαλβίνι μέχρι τη Μαρίν Λεπέν, από τον Έρικ Ζεμούρ μέχρι τον Βίκτορ Όρμπαν, όλοι οι δεξιοί λαϊκιστές ηγέτες της Ευρώπης επιδεικνύουν τις άριστες σχέσεις τους με το Ισραήλ για να αποδείξουν το αδιάβλητό τους στα ανθρώπινα δικαιώματα. Πριν από μερικά χρόνια, ο Σαλβίνι οργάνωσε, την ίδια εβδομάδα, ένα πογκρόμ μεταναστών στα προάστια της Ρώμης και ένα συμπόσιο για το Ολοκαύτωμα στη Γερουσία της Ιταλικής Δημοκρατίας, στο οποίο συμμετείχε ο Ισραηλινός πρέσβης.
Οι σύγχρονοι νεοσυντηρητικοί έχουν εγκαταλείψει τον αντισημιτισμό. Υποστηρίζουν ότι το μοιραίο λάθος των προγόνων τους ήταν ότι θεώρησαν τους Εβραίους ξένους στην Ευρώπη.
Η Γερμανία ξεκαθάρισε αυτή την ασυγχώρητη παρεξήγηση και μετανόησε για τα εγκλήματά της, δίνοντας στους Εβραίους ένα σπίτι και αναγνωρίζοντάς τους τελικά ως συστατικό μέρος του δυτικού πολιτισμού.
Τώρα η Ευρώπη πρέπει να προστατευτεί από τους πραγματικούς εχθρούς της: το Ισλάμ και την ισλαμική τρομοκρατία.
Σε αντίθεση με τους Εβραίους, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες ενσαρκώνουν έναν πολιτισμό, μία θρησκεία και έναν τρόπο ζωής που είναι θεμελιωδώς ασυμβίβαστα με τη Δύση (και με τον ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό). Αποτελούν τον προνομιακό φορέα του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας. Ο νεοσυντηρητικός φιλοσημιτισμός και η υποστήριξη του Ισραήλ συμβαδίζουν με την ισλαμοφοβία, συχνά υπό τη σημαία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (υπεράσπιση των δυτικών αξιών έναντι του ισλαμικού σκοταδισμού). Το κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των νεοσυντηρητικών και μεταφασιστικών ρευμάτων, που έχουν εγκαταλείψει τον αντισημιτισμό, είναι το μίσος τους για τους μετανάστες και η απόρριψη του Ισλάμ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η «γερμανική κατήχηση» δείχνει τις αμφισημίες του σθεναρού αγώνα για τη μνήμη που έδωσε ο Habermas την εποχή του πρώτου Historikerstreit. Ο Habermas τόνισε τον λυτρωτικό χαρακτήρα της μνήμης του Ολοκαυτώματος: μόνο «μετά και μέσω του Άουσβιτς», έγραψε, η Γερμανία «εντάχθηκε στη Δύση». […]
Από τη μία πλευρά, ο Habermas διακήρυξε την ενοχή δυνατά και με μια σαφήνεια που δεν είχε γίνει ποτέ πριν ρητά από κανέναν Γερμανό (εκτός από τον Karl Jaspers, ο οποίος γρήγορα απομονώθηκε και σιώπησε το 1946). Από την άλλη πλευρά, θόλωσε εντελώς τη γενεαλογική σχέση μεταξύ Ολοκαυτώματος και αποικιοκρατίας.
Έτσι, το Ολοκαύτωμα έγινε μια παθολογική απόκλιση από την ευθεία δυτική πορεία: σε αντίθεση με την αποικιοκρατία, δεν θεωρήθηκε προϊόν του δυτικού πολιτισμού. […]
Κατά τον 19ο αιώνα, ο αντισημιτισμός έπαιξε τον ρόλο ενός «πολιτιστικού κώδικα» στη διαδικασία οικοδόμησης του γερμανικού έθνους. Ελλείψει θετικών μύθων -η Μεταρρύθμιση κατέληξε σε θρησκευτικούς πολέμους και ο φιλελευθερισμός απέτυχε το 1848- η Γερμανία σφυρηλάτησε αρνητικά την αυτοαναπαράστασή της μέσω του αντισημιτισμού: το να είσαι Γερμανός σήμαινε, πάνω απ’ όλα, να μην είσαι Εβραίος, η γερμανικότητα ήταν το αντίθετο του Ιουδαϊσμού. Σήμερα, ο φιλοσημιτισμός έχει γίνει ο «πολιτιστικός κώδικας» μιας επανενωμένης μετα-εθνικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας:
το να είσαι Γερμανός σημαίνει να θεωρείς τους Εβραίους ως ιδιαίτερους φίλους και την υπεράσπιση του Ισραήλ ως ηθικό καθήκον. […]
Παρά τις ασάφειες που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο αγώνας του Habermas στο Historikerstreit είχε γόνιμες συνέπειες. Ο αγώνας του να καταστήσει το Ολοκαύτωμα πυλώνα της γερμανικής ιστορικής συνείδησης κορυφώθηκε, μιάμιση δεκαετία αργότερα, με το νόμο περί ιθαγένειας που καθιέρωνε το δίκαιο του εδάφους (jus soli) εκτός από το δίκαιο του αίματος (jus sanguinis). Το να είσαι Γερμανός πολίτης δεν σημαίνει να ανήκεις σε μια εθνοτική ομάδα, αλλά να είσαι μέλος μιας πολιτικής κοινότητας που μοιράζεται καθήκοντα και δικαιώματα ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εθνοτική καταγωγή. Πρόκειται για μια μεταθανάτια αναγνώριση των εκατομμυρίων Γερμανών Εβραίων που για δεκαετίες θεωρούνταν ξένοι στην ίδια τους τη χώρα. […]
Η αποικιοκρατία αποτελεί τόσο συστατικό μέρος της γερμανικής και ευρωπαϊκής ιστορίας όσο και ο αντισημιτισμός.
Ωστόσο, αυτός ο κοινός τόπος είναι ασυμβίβαστος με το δόγμα της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος και της υπεράσπισης του Ισραήλ: θα πρέπει οι Γερμανοί πολίτες παλαιστινιακής καταγωγής να θεωρούν την ασφάλεια του Ισραήλ ως δικό τους ηθικό και πολιτικό καθήκον; Ο Dirk Moses σημειώνει ότι, σύμφωνα με διάφορες έρευνες, πολλοί μη λευκοί έφηβοι που επισκέφθηκαν το Άουσβιτς με τους συμμαθητές τους δεν ένιωσαν ενοχές για τις γερμανικές πράξεις, αλλά ταυτίστηκαν αυθόρμητα με τους Εβραίους. […]
Ένα σημαντικό τμήμα της γερμανικής κοινωνίας αδυνατεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του σε μια αστική θρησκεία της μνήμης που απορρίπτει τις μετα-αποικιακές ταυτότητες ως αντισημιτικές. Η μνήμη του Ολοκαυτώματος, ωστόσο,και η μνήμη της αποικιοκρατίας όχι μόνο μπορούν να συνυπάρξουν, αλλά και να ενισχύσουν την δημοκρατία και τον πλουραλισμό. […]
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο JACOBIN