Η ανεξαρτησία δεν από-αποικιοποίησε την Αφρική και δεν έθεσε τέλος στην εκμετάλλευση από τους Ευρωπαίους. Στις 22 Νοεμβρίου παρήλθε η προθεσμία κατά την οποία το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να επιστρέψει τα κατεχόμενα νησιά Τσάγκος στο αφρικανικό νησί του Μαυρίκιου. Έξι μήνες νωρίτερα, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών είχε ψηφίσει συντριπτικά υπέρ της επανένωσης, μετά την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία ο έλεγχος των νησιών από την Βρετανία είναι παράνομος.
Του Patrick Gathara
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Η άρνηση του Λονδίνου να συμμορφωθεί με την απόφαση και το ψήφισμα του ΟΗΕ προκάλεσε άμεση αντίδραση και κατηγορίες για αποικιοκρατική κατοχή. Η Αφρικανική Ένωση ζήτησε την “πλήρη από-αποικιοποίηση ” των νησιών.
Η διαμάχη αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς έρχεται λίγες μέρες μετά την 135η επέτειο της Διάσκεψης του Βερολίνου, κατά την οποία οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συμφώνησαν τους κανόνες με τους οποίους θα διαμέριζαν την Αφρική μεταξύ τους.
Η απαίτηση της Αφρικανικής Ένωσης είναι λίγο περίεργη, καθώς συνδέει τη βρετανική απόσυρση με τον «από-αποικισμό». Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό. Στην πραγματικότητα, παρόλο που πολλοί στην ήπειρο τείνουν να εξισώνουν την από-αποικιοποίηση με την αυγή της ανεξαρτησίας στη δεκαετία του 1960, η ανεξαρτησία, στην πραγματικότητα, αποδείχθηκε κάτι σαν φάρσα.
Αν και αναμφισβήτητα βελτίωσε τη ζωή για κάποιους στην ήπειρο, κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεν σήμαινε ελευθερία.
Αντίθετα, σημάδεψε τη διεθνοποίηση και την ιθαγενοποίηση της αποικιοκρατίας. Έγινε εργαλείο για να μετατρέψει τους Αφρικανούς από αντικείμενα αποικιακής υποταγής σε εταίρους για τη δική τους εκμετάλλευση.
Αυτό φαίνεται καθαρά από το πλέον ξεχασμένο σχέδιο Eurafrica. Σχεδιασμένο στα χρόνια του μεσοπολέμου, ήθελε να αντικαταστήσει τον ευρωπαϊκό αποικιακό ανταγωνισμό για τους πόρους της Αφρικής με μια διεθνοποιημένη αποικιοκρατία που θα επέτρεπε στους Ευρωπαίους να εκμεταλλευτούν από κοινού την ήπειρο, υπό την αιγίδα αυτού που θα αποτελούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως έχουν σημειώσει οι ευρωπαίοι μελετητές Peo Hansen και Stefan Jonsson του Πανεπιστημίου Linkoping στη Σουηδία, «η ΕΕ (ή η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, όπως ονομάστηκε στην ίδρυσή της), σχεδιάστηκε από την αρχή, μεταξύ άλλων, για να επιτρέψει μια ορθολογική, κοινή ευρωπαϊκή αποικιακή διαχείριση της αφρικανικής ηπείρου».
Όπως και οι Κινέζοι σήμερα, πολλοί στην Ευρώπη, στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου, είδαν στην Αφρική τους πόρους και τις αγορές που χρειάζονταν για να ανοικοδομήσουν τις κατεστραμμένες οικονομίες τους και να πλησιάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΣΣΔ ως τρίτη υπερδύναμη.
Ως εκ τούτου, η Αφρική και οι πόροι της είχαν εξέχουσα θέση στις συζητήσεις για τη δημιουργία των πανευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.
Η Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία ιδρύθηκε η ΕΟΚ το 1957, δεν ήταν παρά μια ανάσταση της Γενικής Πράξης της Διάσκεψης του Βερολίνου, η οποία πριν από 73 χρόνια είχε επιδιώξει να δημιουργήσει ένα διεθνοποιημένο καθεστώς ελεύθερου εμπορίου που εκτεινόταν σε όλο το πλάτος της Αφρικής.
Στη Ρώμη, έξι ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς τη συμμετοχή Αφρικανών, δεσμεύτηκαν μεταξύ τους για ισότιμη πρόσβαση στις εμπορικές και επενδυτικές ευκαιρίες στα εδάφη 21 σημερινών αφρικανικών χωρών: Σενεγάλη, Μάλι, Γουινέα, Ακτή Ελεφαντοστού, Μπενίν, Μαυριτανία, Νίγηρα, Μπουρκίνα Φάσο, Δημοκρατία του Κονγκό (Κονγκό Μπραζαβίλ), Δημοκρατία της Κεντρικής Αφρικής, Τσαντ, Γκαμπόν, Κομόρες, Μαδαγασκάρη, Τζιμπουτί, Τόγκο, Καμερούν, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Ρουάντα, Μπουρούντι και Σομαλία.
Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνουν οι Hansen και Jonsson, τα τρία τέταρτα της επικράτειας που καλύπτεται από την ΕΟΚ βρίσκονται στην πραγματικότητα εκτός της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Παρόλο που οι Βρετανοί δεν συμμετείχαν στην πρώτη συνθήκη της ΕΟΚ, είχαν παρόμοιες φιλοδοξίες να διατηρήσουν τον έλεγχο των αποικιών τους. Το 1947, ο βρετανός υπουργός Οικονομικών Στάφορντ Κριπς δήλωσε ότι «στην Αφρική υπάρχει πράγματι ένα μεγάλο δυναμικό για νέα ισχύ και σθένος για την οικονομία της Δυτικής Ευρώπης».
Μια δεκαετία αργότερα, τον ίδιο χρόνο που ιδρύθηκε η ΕΟΚ, ο βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Μακμίλαν ανέθεσε σε επιτροπή του υπουργικού συμβουλίου τη σύνταξη έκθεσης σχετικά με την επίδραση της αφρικανικής ανεξαρτησίας στο «κύρος και την επιρροή του Ηνωμένου Βασιλείου», καθώς και σχετικά με το εάν «η πρόωρη απόσυρση της δικαιοδοσίας του Ηνωμένου Βασιλείου θα άφηνε ένα κενό το οποίο θα καταλαμβανόταν από μια χώρα εχθρική έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου και των συμμάχων του».
Σε αυτό το πλαίσιο γεννήθηκαν οι χώρες της Αφρικής. Ελαττωματικές από τη γέννησή τους, οι χώρες αυτές, ήταν εύκολο θήραμα για την Ευρώπη.
Το σχέδιο Eurafrica άλλαξε απλώς εμφάνιση και έγινε η Σύμβαση της Γιαουντέ του 1963 που υπογράφηκε μεταξύ της ΕΟΚ και 18 πρώην γαλλικών και βελγικών αποικιών.
Σύμφωνα με τη σύμβαση, οι Ευρωπαίοι επέτρεψαν την ελεύθερη πρόσβαση στις εγχώριες αγορές τους στα προϊόντα των αφρικανικών μελών, ενώ στους τελευταίους, τουλάχιστον αρχικά, επετράπη να επιβάλλουν περιορισμούς στην είσοδο ευρωπαϊκών αγαθών στην επικράτειά τους, προκειμένου να προστατεύσουν τις δικές τους νεογέννητες βιομηχανίες.
Τρία χρόνια νωρίτερα όμως, η Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Αφρική προειδοποίησε, όπως αναφέρουν οι Hansen και Jonsson, ότι οι ρυθμίσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οικονομική εξάρτηση ωθώντας τους Αφρικανούς να «προτιμούν το βραχυπρόθεσμο πλεονέκτημα των δασμολογικών παραχωρήσεων (στις ευρωπαϊκές αγορές) από τα μακροπρόθεσμα οφέλη της βιομηχανικής ανάπτυξης». Αυτό επειδή οι Ευρωπαίοι ήταν απίθανο να διατηρήσουν τις αγορές τους ανοιχτές, εάν οι Αφρικανοί αποφάσιζαν να αποκλείσουν τα εμπορεύματα που προέρχονταν ΕΟΚ.
Δυστυχώς, οι συμβουλές αυτές απευθύνθηκαν σε ώτα μη ακουόντων – κάτι που δεν είναι περίεργο, αν θυμηθεί κανείς πώς αποκτήθηκε η ανεξαρτησία. Ήρθε στα φτερά του αφρικανικού εθνικισμού, στον οποίο αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός Μακμίλαν ως «άνεμο της αλλαγής» σε μια ομιλία του το 1960 και στα δύο σώματα του κοινοβουλίου της Νοτίου Αφρικής.
Ωστόσο, αυτός ο εθνικισμός γεννήθηκε, καλλιεργήθηκε, ενθαρρύνθηκε και διαμορφώθηκε από την αποικιοκρατία. Αν και, σύμφωνα με τον Μακμίλαν, η Ευρώπη ήταν «η πατρίδα του εθνικισμού», οι Αφρικανοί ενθαρρύνθηκαν να τον θεωρήσουν ως γνήσια αυτόχθονη έκφραση.
Παρόλο που τα αφρικανικά έθνη που τον ασπάσθηκαν γεννήθηκαν από τη Διάσκεψη του Βερολίνου του 1884 και οι αφρικανικοί εθνικιστές ηγέτες ήταν προϊόντα αποικιοκρατικών σχολείων και ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ο αφρικανικός εθνικισμός εξακολουθούσε να θεωρείται το αντίδοτο της αποικιοκρατίας και όχι η απόφυσή του.
Περαιτέρω, όπως περιγράφεται από τον αείμνηστο κενυάτη καθηγητή Αλί Μαζρούι, «ο αφρικανικός εθνικισμός επιδιώκει να επιτύχει και να διατηρήσει την ισότητα με την Ευρώπη». Η Eurafrica έδωσε στις αφρικανικές ελίτ την ευκαιρία να κομπάζουν στη διεθνή σκηνή, προσποιούμενες ότι είναι ίσοι με τους αποικιακούς αφέντες τους, των οποίων τις εντολές εκτελούσαν.
Το 1962 πια, ένας Αμερικανός παρατηρητής στο Παρίσι, ο Schofield Coryell, δήλωσε ότι οι αφρικανικές χώρες παρέμειναν «ουσιαστικά αυτό που ήταν: αγροτικά προσαρτήματα στην Ευρώπη». Αν αυτό ακούγεται οικείο, είναι επειδή οι αφρικανικές ελίτ, για να δανειστούμε από τον Ουόλε Σογίνκα, εξακολουθούν να κατευθύνονται σε ξένες πρωτεύουσες για να διακηρύξουν ηχηρά τον τίγρη που έχουν μέσα τους, ενώ παραδίδουν τους συμπατριώτες τους στα χρέη και στη δουλεία.
Ένας άλλος διάσημος ποιητής, ο Λεοπόλντ Σενγκόρ, ο πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Σενεγάλης, αναγνώρισε ότι η από-αποικιοποίηση ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή ανεξαρτησία.
Γράφοντας στη Le Monde το 1957, δήλωσε: «Με την όρο από-αποικιοποίηση εννοώ την κατάργηση κάθε προκατάληψης, οποιουδήποτε συμπλέγματος ανωτερότητας στο μυαλό του αποικιοκράτη, καθώς και κάθε συμπλέγματος κατωτερότητας στο μυαλό των αποικισμένων».
Ο Σενγκόρ προσωποποίησε τις αντιφάσεις της ανεξαρτησίας. Ένα τρομερό πνεύμα, οδήγησε το έθνος του στη συμφωνία της Γιαουντέ, ήταν ο πρωταρχικός υποστηρικτής της «νεγροσύνης» [negritude], κυβέρνησε για δύο δεκαετίες πριν από την απόσυρσή του την Πρωτοχρονιά του 1980, και ήταν ο πρώτος Αφρικανός πρόεδρος που εγκατέλειψε το αξίωμά του εκουσίως. Αμέσως έφυγε για τη Γαλλία, της οποίας ήταν πολίτης από το 1932.
Όπως ανέφεραν οι Andrew WM Smith και Chris Jeppesen στην εισαγωγή τους στο βιβλίο «Βρετανία, Γαλλία και Από-αποικιοποίηση της Αφρικής», «η αποικιοκρατική εξουσία ποτέ δεν βασιζόταν μόνο στον δικαστικό έλεγχο· η διαιώνισή της εξαρτιόταν από πολύπλοκα συστήματα γνώσης και εξουσίας που διευκόλυναν τη σωματική, φυλετική, οικονομική και γλωσσική υποταγή των αποικιοκρατούμενων λαών». Εφ’ όσον χτίστηκε με τα ίδια συστήματα και λογική, η «ανεξαρτησία», δεν επρόκειτο ποτέ να ανατρέψει αυτή την εξουσία.
Η πραγματική από-αποικιοποίηση απαιτεί κάτι περισσότερο από τη φυσική απουσία του αποικιστή. Σημαίνει την αποδόμηση των πλαισίων που έχουν χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της θέσης της Αφρικής για τον αποικιστή. Αυτό είναι το έργο που μένει να γίνει.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Al Jazeera, στις 24 Νοεμβρίου 2019.
Για τον συγγραφέα
Ο Patrick Gathara είναι σύμβουλος επικοινωνίας, συγγραφέας και βραβευμένος πολιτικός καρτουνίστας, με έδρα το Ναϊρόμπι.
Διαβάστε επίσης:
“Νήσοι Τσάγκος: Η αποικιοκρατία στο «εδώλιο» του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης”