Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Humanité, o Φρανκ Γκοντισό (Franck Gaudichaud), καθηγητής Ιστορίας και Πολιτισμού για τη σύγχρονη Λατινική Αμερική στο Πανεπιστήμιο Toulouse-Jean-Jaurès μιλά για τις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που διέρχεται η συγκεκριμένη περιοχή, κατά την τελευταία περίοδο. Παράλληλα, αναφέρεται στη μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο ο κύκλος των προοδευτικών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική έκλεισε ή αν παραμένουν προοπτικές αναζωογόνησης των ριζοσπαστικών δημοκρατικών διεκδικήσεων στην ήπειρο.
Συνέντευξη στη Rosa Moussaoui
Απόδοση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
«Η Λατινική Αμερική –όπως και ο υπόλοιπος κόσμος– έχει εισέλθει σε μια περίοδο έντονης αναταραχής, που συνδυάζει μια τεράστια οικονομική κρίση, τις πολύ σοβαρές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης σε κοινωνίες με δομικές ανισότητες, την εμπέδωση της κρίσης της βιόσφαιρας και του κλίματος, και τέλος μια νέα κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική πόλωση. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο μια επικίνδυνη άνοδο των αντιδραστικών, ευαγγελικών και “εναλλακτικών” ρευμάτων της Δεξιάς, που αυξάνουν μαζικά την απήχησή τους στα λαϊκά στρώματα», επισημαίνει ο Φρανκ Γκοντισό.
Αναφερόμενος στον κύκλο των «προοδευτικών εμπειριών» –όπως αποκαλεί τις αριστερές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική– που, κατά τον ίδιο, διήρκεσε από το 1998 με την εκλογή του Τσάβες στη Βενεζουέλα μέχρι το 2016 με την αποπομπή της Ρούσεφ στη Βραζιλία, επισημαίνει ότι παρά τα πολύ ετερογενή χαρακτηριστικά τους, διακρίνονταν από ορισμένα κοινά σημεία: την επιστροφή του κράτους, την κριτική στον νεοφιλελευθερισμό και αναπτυξιακές στοχεύσεις.
Όπως υποστηρίζει ο Γκοντισό, μια από τις αντιφάσεις αλλά και αχίλλειος πτέρνα αυτών των πρόσφατων λατινοαμερικάνικων εμπειριών είναι ότι δεν συνίσταντο ούτε στη συνέχιση του νεοφιλελευθερισμού αλλά ούτε και σε έναν μετασχηματισμό με αντι-καπιταλιστικές στοχεύσεις.
«Στην ουσία, στηρίζονταν στη θεμελίωση ενός νέου δια-ταξικού κοινωνικού συμβολαίου, σίγουρα πιο αναδιανεμητικού, που περιελάμβανε όμως τις κυρίαρχες τάξεις, οι οποίες επωφελήθηκαν σημαντικά από την οικονομική άνθιση (πλούτισαν σημαντικά στη Βραζιλία, το Εκουαδόρ και αλλού)», λέει ο Γκοντισό.
«Με αυτό το νέο συμβόλαιο ή την κοινωνικο-πολιτική ισορροπία, δόθηκαν θετικές απαντήσεις σε επείγουσες κοινωνικές ανάγκες και οι παραδοσιακές και “λευκές” ολιγαρχίες απομακρύνθηκαν από την κρατική ηγεσία σε ορισμένες χώρες (όπως στη Βενεζουέλα και τη Βολιβία για παράδειγμα). Όμως αυτή η ισορροπία ήταν εύθραυστη, με τη διατήρηση των ταξικών διαχωρισμών, καθώς επίσης και της εθνο-φυλετικής, έμφυλης και εδαφικής κυριαρχίας, και μιας κοινωνικής δομής που εξακολουθούσε να διακρίνεται από εξαιρετικές ανισότητες. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ισχυρή εξάρτηση αυτών των αναδιανεμητικών πολιτικών από τις διεθνείς εξελίξεις, σε ένα πλαίσιο εξαιρετικά βίαιου διεθνούς καταμερισμού της εργασίας», επισημαίνει.
Ακόμα ένα στοιχείο που αναδεικνύει ο Γκοντισό είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό το ρεύμα τελικά ενίσχυσε το εξορυκτικό πλέγμα, με μεγάλο πολιτικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος.
«Το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό: ο εξορυκτισμός είναι ένα πολιτικό σύστημα που ευνοεί τον αυταρχισμό και τη διαφθορά, γενικεύει εντάσεις με κοινωνικά, φεμινιστικά και ιθαγενικά κινήματα, ισοπεδώνει εκτάσεις γης, αποσυνθέτει τις λαϊκές τάξεις. Από την άλλη πλευρά, είναι εμφανές ότι καμία χώρα της Λατινικής Αμερικής δεν είναι σε θέση να εξέλθει από τον εξορυκτισμό και τη νέο-αποικιοκρατία από μόνη της, μέσα σε μια νύχτα. […] Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της οικοδόμησης οικο-κοινωνικών, βιομηχανικών και τεχνολογικών τρόπων μετάβασης, σε μια μετά-καπιταλιστική δημοκρατική προοπτική».
Αναφερόμενος, στη δική του ανάγνωση για τις αιτίες της «εξάντλησης» των προοπτικών αυτού του ρεύματος προοδευτικών κυβερνήσεων, ο Γκοντισό αναφέρει: «[Δ]ίνω έμφαση στις εσωτερικές αντιφάσεις και τα αδιέξοδα: απώλεια της σύνδεσης με τα λαϊκά κινήματα, γραφειοκρατικοποίηση ή ανάδυση νέων ελίτ, ξέφρενος εξορυκτισμός. Μια “Αριστερά” που ήθελε να αλλάξει την εξουσία εγκλωβίστηκε στις κάθετες δομές της κρατικής μηχανής, του κρατικού καπιταλισμού επίσης, ο οποίος απομύζησε ένα μέρος της ζωτικότητας της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων. Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε το πρόβλημα της διαφθοράς –μαζικής σε ορισμένες περιπτώσεις– που έκανε μεγάλη ζημιά σε τοπικό επίπεδο».
Μιλώντας για τη στρατηγική της νέας αμερικανικής διοίκησης απέναντι στη Λατινική Αμερική και τον ανταγωνισμό ΗΠΑ και Κίνας για οικονομικές και γεωστρατηγικές ευκαιρίες στη Λατινική Αμερική, ο Γκοντισό επισημαίνει ότι οι ΗΠΑ διατηρούν και υπό τη νέα διοίκηση μια επιθυμία ανάκτησης «πατημάτων» στη Λατινική Αμερική με παρεμβατικό τρόπο και ανταγωνιζόμενες την Κίνα.
«Η Ουάσιγκτον βασίζεται σε “φιλικές” προς αυτήν κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών του Σαντιάγο, της Μπογκοτά και της Μραζίλια, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή της στην περιοχή. Οι ΗΠΑ καλλιεργούν επίσης την επιρροή τους μέσω του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (OAS)», λέει ο Γκοντισό, επισημαίνοντας ότι η Κολομβία παραμένει χώρα-κλειδί για τις ΗΠΑ.
Χαρακτηρίζοντας ως καταστροφική την επάνοδο των νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, σημειώνει ότι οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις αποδεικνύονται ανίκανες να δημιουργήσουν συνθήκες οικονομικής σταθερότητας και συχνά υιοθετούν αυταρχικές πρακτικές.
«Αυτό είναι το πρόβλημα για τις κυρίαρχες τάξεις σε αυτή την περίοδο βαθιάς κρίσης και πανδημίας: η Δεξιά δεν ενσαρκώνει πια μια αξιόπιστη εναλλακτική, μια εγγύηση για τη σταθερότητα του κεφαλαίου. Ή όταν το κάνει, είναι με τη μορφή μια ακραίας και φασιστικής δεξιάς πτέρυγας, όπως αυτή του Ζαΐρ Μπολσονάρο στη Βραζιλία».
«Η Λατινική Αμερική –όπως και ο υπόλοιπος κόσμος– έχει εισέλθει σε μια περίοδο έντονης αναταραχής, που συνδυάζει μια τεράστια οικονομική κρίση, τις πολύ σοβαρές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης σε κοινωνίες με δομικές ανισότητες, την εμπέδωση της κρίσης της βιόσφαιρας και του κλίματος, και τέλος μια νέα κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική πόλωση. Κι όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο μια επικίνδυνη άνοδο των αντιδραστικών, ευαγγελικών και “εναλλακτικών” ρευμάτων της Δεξιάς, που αυξάνουν μαζικά την απήχησή τους στα λαϊκά στρώματα», αναφέρει.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γκοντισό καταλήγει ότι το διακύβευμα αυτή τη στιγμή για τη Λατινική Αμερική είναι αν τα χειραφετητικά κοινωνικά κινήματα θα κατορθώσουν να επανέλθουν ως μια αξιόπιστη δημοκρατική εναλλακτική ή τα φαινόμενα του μπολσοναρισμού θα πολλαπλασιαστούν.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Humanité, στις 12 Μαρτίου 2021. Εδώ χρησιμοποιήθηκε και η Αγγλική μετάφρασή της από το international viewpoint.