Η μάχη για την ανακατάληψη της Μοσούλης, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης του Ιράκ, βρίσκεται σε εξέλιξη. Επίλεκτα σώματα των Ιρακινών Ενόπλων Δυνάμεων, με την υποστήριξη σιιτικών πολιτιφυλακών, κούρδων μαχητών (Πεσμεργκά), καθώς και τη συνδρομή αμερικανικών, βρετανικών και γαλλικών δυνάμεων, έχουν ξεκινήσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η κατάληψη της Μοσούλης από το Ισλαμικό Κράτος, τον Ιούνιο του 2014, αφενός μεν του προσέφερε ένα προγεφύρωμα στρατηγικής σημασίας στο Βόρειο Ιράκ, αφετέρου δε αναπαρήγαγε και πολλαπλασίασε την ελκτική του δύναμη εντός και εκτός Μέσης Ανατολής.
Του Σίμου Ανδρονίδη
Από τη Ράκα της Συρίας μέχρι τη Μοσούλη του Ιράκ και τούμπαλιν, το Ισλαμικό Κράτος μετήλθε συγκεκριμένα μέσα άσκησης πολιτικής: εντεινόμενος αυταρχισμός, αθρόες εκτελέσεις αλλόθρησκων (1). Επεδίωξε να συναρθρώσει τον λόγο με την πρακτική μιας συγκεκριμένης ερμηνείας του Ισλάμ, αναδιέταξε τη γραμμή των κοινωνικών του συμμαχιών, επιδιώκοντας μια πολιτική αντιπροσώπευση συμφερόντων, κινήθηκε στρατιωτικά: αιφνιδιαστικές επιθέσεις και από τις δύο πλευρές των συνόρων (Ιράκ-Συρία), «προσδιορισμένη» χρήση του ανθρώπινου δυναμικού του, υποχώρηση όταν έπρεπε, με ένα σαφές μήνυμα: ο «Ισλαμικός» χώρος είναι κατειλημμένος.
Το Ισλαμικό Κράτος αναδιαμόρφωσε την έννοια του χώρου ως κατάκτηση, την επικράτεια, με την όλη διάσταση της λειτουργίας του «Χαλιφάτου», ως δομική απεύθυνση. Στη Μοσούλη, το καλοκαίρι του 2014, διεξήχθη κάτι μεταξύ μάχης και εκούσιας αποχώρησης των ιρακινών δυνάμεων.
Ο έγκριτος Ιρλανδός δημοσιογράφος και ανταποκριτής του Independent στη Μέση Ανατολή Patrick Cockburn, στο κατατοπιστικό βιβλίο του «Η επιστροφή των τζιχαντιστών: Το Ισλαμικό Κράτος και η νέα εξέγερση των Σουνιτών», αναφέρει χαρακτηριστικά το πόσο γρήγορα εκκένωσαν την πόλη οι ιρακινές δυνάμεις, τη στιγμή που η διαφθορά στο εσωτερικό τους έπληττε το αξιόμαχο τους.
Ταυτόχρονα, μιλά για την κοινωνική γείωση που απέκτησε το Ισλαμικό Κράτος, συγκροτώντας κοινωνικές συμμαχίες με σουνιτικές φυλές, συνεπεία από τη μια πλευρά της πολιτικής της σιιτικής κυβέρνησης Μάλικι, και από την άλλη πλευρά της ιδεολογικής απεύθυνσης-υπόσχεσης για «απελευθέρωση» από τους σιίτες «καταπιεστές».
Όπως γράφει χαρακτηριστικά: «Η πτώση της Μοσούλης τον Ιούνιο του 2014 αποτελεί σημείο καμπής στην ιστορία του Ιράκ, της Συρίας και της Μέσης Ανατολής» (2).
Δύο χρόνια μετά, στη μάχη για την ανακατάληψη της Μοσούλης «φιλτράρονται» και διαμεσολαβούνται τα όρια της πολιτικής και της επανάκτησης συμμαχιών της ιρακινής κυβέρνησης. Διακυβεύονται ιμπεριαλιστικά συμφέροντα τα οποία αναζητούν διεξόδους μεταξύ Συρίας και Ιράκ, και ανταγωνίζονται μέσω της περαιτέρω αγκίστρωσης στο έδαφος και σε σύνορα πολλάκις παραβιασμένα.
Επιπλέον, ξεδιπλώνεται η δράση περιφερειακών δυνάμεων –ένας ιδιότυπος υπό-ιμπεριαλισμός– όπως στην περίπτωση της Τουρκίας που συμπυκνώνει τις έννοιες του «επιθετικού» λόγου και της επιθετικής δράσης, στοχεύοντας στην ανάσχεση των Κούρδων, στην «αυτεπιστασία» των σουνιτικών πληθυσμών (ο «μεγάλος αδελφός»), στη σύναψη επικερδών για την τούρκικη αστική τάξη συμφωνιών με τη «φιλική» κυβέρνηση του Ιρακινού Κουρδιστάν, στη σταθεροποίηση στρατιωτικών βάσεων στην καρδιά του Ιράκ για την υψηλή εποπτεία όλης της περιοχής, οι οποίες θα επικοινωνούν με το «προγεφύρωμα» του Ιντσιρλίκ, μαζί και απέναντι από άλλες δυνάμεις.
Και η μάχη ξεκίνησε.
Το περιώνυμο Ισλαμικό Κράτος, που υποστηρίχθηκε χρηματοδοτικά αλλά και με εξοπλισμό από τις Σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου, δεν προσιδιάζει στην τυπολογία του κλασικού κράτους. Πρόκειται για ένα «κράτος» που είναι σταθεροποιημένο ως οικονομικά ορθολογική και συναισθηματικά σκληρή εξουσία αλλά και ενίοτε «μετακινούμενο», με επιτροπές διοίκησης να έχουν αναλάβει να το λειτουργήσουν στην κατεύθυνση μιας πολιτικής-σφραγίδας: την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες όλων όσοι αντιστρατεύονται τη δική του «αλήθεια» διαρκείας.
Σιίτες, Αλαουϊτες, Κούρδοι Γεζίντι, ενσωματώνουν το πλαίσιο του βίαιου κόσμου του Ισλαμικού Κράτους. Είναι οι θεωρούμενοι στρατιώτες του εχθρού, συνιστούν έναν «προτιμητέο» στόχο-μήνυμα: διαμέσου του θανάτου τους επιδιώκεται να αποσταλεί μήνυμα στον εχθρό. Κι ο θάνατος τους, «υλικά» προσδιορισμένος, τεχνολογικά και διαδικτυακά φορτισμένος, συνιστά μήνυμα και σήμανση, δείκτη και διφυή «κατάκτηση»: κατάκτηση του πεδίου και του σώματος.
Στο πεδίο, το Ισλαμικό Κράτος ανακύπτει ως θέσμιση μιας καθ’ έξιν «απολυτότητας», που θέτει προτεραιότητες για τη συνέχιση ενός πολέμου όχι απλά «ιερού» αλλά κανονικού στον πυρήνα της ορθολογικής και «άπιστης» Δύσης. Η συγκρότηση υποκειμένων-μαχητών επιδιώκει την αναδιαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών με «παραπλανημένους», ενώ η τμηματική αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου, τα κέρδη από την εκμετάλλευση του οποίου είτε συγκεντρώνονται είτε διαχέονται τοπικά, αναδεικνύουν την τάση και τη γνώση κανόνων καπιταλιστικής λειτουργίας.
Ταυτόχρονα, επικαλείται το θρησκευτικά και ιδεολογικά ορθό ως minimum στοιχείο απόσπασης συναίνεσης, και την ταυτότητα που διαμεσολαβεί και διαμεσολαβείται από τις εξελίξεις και από τη μάχη για την περιφερειακή-ιμπεριαλιστική ηγεμονία στην περιοχή, τα σύνορα της οποίας, άλλοτε διευρύνονται και άλλοτε συρρικνώνονται.
Το Ισλαμικό Κράτος λειτούργησε και λειτουργεί πολιτικά. Τροφοδοτήθηκε και από την διάχυτη κοινωνικοπολιτική δυσαρέσκεια, κυρίως στο Ιράκ. Θα μπορούσαμε να πούμε πως επιχείρησε να αρθρώσει την αντίδραση σε αυτή τη δυσαρέσκεια ως μπλοκ, ως «αρχή», επικαλούμενο την «αναγκαιότητα» συγκρότησης μιας νέας ηγεμονίας στην περιοχή.
Οι άμαχοι της Μοσούλης βλέπουν τη μέγγενη να κλείνει.
“Σπαθί δίκοπο και εφτά πίδακες. Νερό ανοιχτό που ηρεμεί τις απελπισιές.
Αίμα πράσινο στην πληγή των καστανιών”
Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο, ‘FUENTEHERIDOS’
Σημειώσεις
(1) Σε αυτό το σημείο ανακύπτει και η έμφυλη διάσταση της πολιτικής του Ισλαμικού Κράτους (βλ. και γυναίκες Γεζίντι): η γυναικεία ταυτότητα από-δομείται και ανασυγκροτείται, η γυναίκα του «εχθρού» δύναται να «μεταλλαχθεί» άλλοτε σε σεξουαλικό αντικείμενο και άλλοτε σε μορφή ανταλλαγής. Η γυναικεία επιθυμία μεταλλάσσεται, γίνεται διακύβευμα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι σύνθετη. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισλαμικό Κράτος χρησιμοποιεί λεκτικά-ιδεολογικά μέσα απεύθυνσης στο γυναικείο υποκείμενο –ως επί το πλείστον Σουνιτικό)– επιδιώκοντας να συναρθρώσει το θηλυκό της «είναι» με έναν νέο ρόλο, με μια νέα ριζοσπαστική πρακτική αντιμετώπισης προβλημάτων, με μια νέα δράση «πρωτοπορίας»: πρώτη στη δράση και πρώτη στο λόγο που νικά και επιβάλλεται. Μια εξαιρετική συνέντευξη, όπου διαφαίνεται ακριβώς αυτή η τάση της αντιπροσώπευσης και της πολύσημης παρουσίας των γυναικών, δίνει η δικηγόρος Rafia Zakaria. Βλ. σχετικά, Zakaria Rafia, «Το ΙSIS και οι γυναίκες: Μια συνέντευξη με τη Rafia Zakaria», Passworld, 05/06/2016, pass-world.gr
(2) Bλ. σχετικά, Cockburn Patrick, «Η επιστροφή των Τζιχαντιστών. Το Ισλαμικό Κράτος και η νέα εξέγερση των Σουνιτών» (μτφ. Γ. Δ. Κωνσταντίνος, Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα: 2014, σ. 37). Ο PatrickCockburn αναφέρει ένα χαρακτηριστικό στοιχείο το οποίο άπτεται των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του Ισλαμικού Κράτους: «Το Ισλαμικό Κράτος διέθετε άλλο ένα πλεονέκτημα, το οποίο έως σήμερα του επιτρέπει να διατηρεί την υπεροχή απέναντι στους εχθρούς του. Οι κοιλάδες του Τίγρη και του Ευφράτη, η γυμνή στέπα και η έρημος όπου επιχειρεί, στο βόρειο και δυτικό Ιράκ και την ανατολική Συρία, έχουν την ίδια μορφολογία και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Όμως το πολιτικό πλαίσιο και οι πολεμικές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές στις δύο αυτές χώρες. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους επικεφαλής του Ισλαμικού Κράτους να κινούνται είτε από τη μία μεριά είτε από την άλλη, να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες και να αιφνιδιάζουν τους αντιπάλους τους» (βλ. σχετικά, CockburnPatrick, ό.π., σ. 36-37). Με τα δεδομένα του 2014, η τακτική αυτή επέτρεψε στο Ισλαμικό Κράτος να σταθεροποιήσει την επιρροή του στο πεδίο.
(3) Το Ισλαμικό Κράτος χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που προσφέρει η διαδικτυακή τεχνολογία, το Internet, τα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook και Twitter), στοχεύοντας στη διεύρυνση της εικόνας και της ταυτότητας του, στη συνάρθρωση «κάθετου» λόγου και «οριζόντιας» εικόνας, στην προβολή της «θεόσταλτης» τιμωρίας. Δεν ανακύπτει ως πρόταγμα μόνο η δυνατότητα προσέλκυσης υποκειμένων από άλλες χώρες, ( που καλούνται στο πυρίκαυστο πεδίο της μάχης για να πολεμήσουν τον εσωτερικό και εξωτερικό εχθρό, το δυτικό «καταπιεστή» που θέλει να κυριαρχήσει απόλυτα στη Μουσουλμανική γη), αλλά και η διαμεσολάβηση του φόβου διαμέσου της εικόνας-«τοιχίου», η επενέργεια στη συνείδηση των μαχητών του. Το «όπλο» του διαδικτύου συνιστά «όπλο» προς τα έξω. Θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο και για μια τεχνολογικοποίηση της πολιτικής του Ισλαμικού Κράτους. Είναι η δική του δομική δικλείδα ασφαλείας για να πει «είμαστε εδώ»: στο πεδίο και στην εικόνα. Ένα κατατοπιστικό άρθρο για τη χρήση αυτού του «όπλου», για τη διαδικτυακή στρατηγική του Isis, είναι το «How Isis spreading its message online» του Faisal Irshaid, βλ. σχετικά Irshaid Faisal, BBC News, 19/06/2014, www.bbc.com
Για τον συγγραφέα
Ο Σίμος Ανδρονίδης σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες. Εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα σχετίζονται με τη θεωρία των πολιτικών κομμάτων, τη θεωρία του κράτους, τα εργατικά συνδικάτα, τη μελέτη του φασισμού-ναζισμού. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Δικτύου Ανάλυσης Πολιτικού λόγου.