Χωρίς την κατανόηση των πτυχών του «πολέμου κουλτούρας» που ιστορικά διεξάγεται στην Τουρκία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η συμπύκνωση της σημερινής ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην Αγία Σοφία.
Του Νίκου Μούδουρου
Γιατί η Αγία Σοφία;
«Η απόφαση μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε μουσείο, η οποία λήφθηκε την περίοδο του μονοκομματισμού, ήταν προδοσία προς την ιστορία, αλλά και αντίθετη με το νόμο». Αυτά σημείωσε, μεταξύ πολλών άλλων, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγγίπ Έρντογαν το βράδυ της 10ης Ιουλίου 2020 στο διάγγελμα του με αφορμή την γνωστή απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας.
Για την ευρύτερη Δεξιά και το συντηρητικό-θρησκευόμενο μέρος της κοινωνίας στην Τουρκία, η περίοδος του ρεπουμπλικανικού μονοκομματισμού είναι πάνω από όλα η περίοδος της βίαιης και αυταρχικής αποκοπής από το «ένδοξο αυτοκρατορικό τους παρελθόν». Είναι η μεγάλη «προδοσία ενάντια στην ιστορία» γιατί συμβολίζει την πολιτική πρακτική ανατροπής του οθωμανικού – αυτοκρατορικού «χώρου και του χρόνου», τον οποίο μέχρι σήμερα διεκδικούν να εκπροσωπήσουν αυτά τα τμήματα της κοινωνίας. Είναι με λίγα λόγια μια περίοδος «αποξένωσης» από την λεγόμενη πραγματική και γνήσια ιστορία, αξίες και τρόπο ζωής του μιλλέτ των Τούρκων-Μουσουλμάνων.
Στις 7 Ιουνίου 1931 με διάταγμα του τότε υπουργικού συμβουλίου υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, δόθηκε άδεια σε επιστήμονες από το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Βυζαντινών Σπουδών για να εργαστούν εντός της Αγίας Σοφίας με στόχο την συντήρηση και προστασία των χριστιανικών τοιχογραφιών. Τις επόμενες μέρες ο χώρος έκλεισε και απαγορεύτηκε η μουσουλμανική προσευχή. Ήταν μια πράξη-μήνυμα για την επόμενη σημαντική κίνηση. Στις 24 Νοεμβρίου 1934 με νέα απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, η Αγία Σοφία μετατρέπεται σε μουσείο και στις 10 Δεκεμβρίου τοποθετούνται στο χώρο οι νέες ταμπέλες με τις οποίες ανακοινώνεται στο κοινό ότι το μουσείο θα παραμείνει κλειστό μέχρι και την ολοκλήρωση των εργασιών μετατροπής. Τελικά την 1η Φεβρουαρίου 1935, η Αγία Σοφία – ως μουσείο πλέον – δέχεται τους πρώτους της επισκέπτες, ανάμεσα στους οποίους και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ.
Η πιο πάνω, όπως και πολλές άλλες αποφάσεις του μονοκομματικού καθεστώτος, λήφθηκε «μέσα σε μερικές ώρες». Ο εκμοντερνισμός της Τουρκίας προχωρούσε υπό την καθοδήγηση μιας ηγεσίας που αποφάσιζε αυταρχικά όχι μόνο την υλοποίηση, αλλά πάνω από όλα το περιεχόμενο του εκμοντερνισμού.
Η απόφαση για μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε μουσείο, όπως οι αποφάσεις για κατάργηση του Χαλιφάτου, εκτουρκισμό της ισλαμικής προσευχής, απαγόρευση δημόσιας έκφρασης της θρησκείας, υιοθέτηση του λατινικού αλφάβητου, ήταν όλες προσανατολισμένες προς την αποκοπή της κοινωνίας από το «άμεσα» προηγούμενο της παρελθόν και την κατασκευή ενός κοσμικού τουρκικού έθνους.
Ήταν όλες προσανατολισμένες στην ιδεολογική ποινικοποίηση του οθωμανικού-ισλαμικού παρελθόντος ως μιας εποχής της οπισθοδρόμησης και του σκοταδισμού. Ακριβώς αυτή η βαθιά, άμεση και σε πολλές περιπτώσεις βίαιη αποκοπή, δημιούργησε τις βάσεις των «ιστορικών τραυμάτων» στον μεγάλο κοινωνικο-πολιτικό χώρο της συντηρητικής Δεξιάς.
Το ιστορικά τραύματα και οι συμβολισμοί της ήττας του ισλαμικού κινήματος μέσα από την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας και τον εξοβελισμό της θρησκευτικής έκφρασης, τελικά δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την αναπαραγωγή της διεκδίκησης «πολιτικής εκδίκησης» ενάντια σε αυτούς που θεωρούνται ως οι «εσωτερικοί αποικιοκράτες» του «γνήσιου έθνους» της Τουρκίας. Δηλαδή το πρώην κεμαλικό κατεστημένο και οι παραδόσεις του στην οικονομία και τις κρατικές δομές.
Η Αγία Σοφία ήταν για πολλές δεκαετίες ένα από τα σημαντικότερα σύμβολα της «αποξένωσης». Ήταν ένας από τους χώρους στους οποίους τα κόμματα του πολιτικού Ισλάμ – και όχι μόνο – ανέμεναν να εκδικηθούν τον αυταρχικό εκδυτικισμό της μονοκομματικής περιόδου όταν και εφόσον οι εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες το επέτρεπαν.
Από την δεκαετία του 1950, αλλά ιδιαίτερα μετά το 1970 καταγράφεται μια αξιοσημείωτη κινητοποίηση υπέρ της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Δημιουργούνται οργανώσεις και συνδέσμοι προώθησης του ζητήματος, ενώ οι προεκλογικές εκστρατείες των κομμάτων της Δεξιάς πάντα «επέστρεφαν» στο θέμα.
Η Αγία Σοφία ως μουσείο, ήταν «το αδιανόητο». Ήταν μια παρουσία εγκλωβισμένη σε «αλυσίδες», ένας χώρος που «εξορίστηκε» από το ένδοξο αυτοκρατορικό παρελθόν. Για το ισλαμικό κίνημα ήταν ένας χώρος που μετατράπηκε αυταρχικά σε μουσείο για να καταργήσει την μνήμη από ένα κέντρο της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής της πρώην αυτοκρατορικής πρωτεύσουσας. Δεν είναι τυχαίο το σύνθημα «Να σπάσουν οι αλυσίδες της Αγίας Σοφίας», με το οποίο μεγάλωσαν και ιδεολογικά διαπαιδαγωγήθηκαν γενιές στελεχών των κομμάτων του ισλαμικού κινήματος. Ούτε και τυχαία είναι η περιγραφή της πρόσφατης απόφασης μέσα από τις έννοιες της «δικαίωσης» και της ιστορικής «νοσταλγίας».
Χωρίς την κατανόηση των προαναφερθέντων πτυχών του «πολέμου κουλτούρας» που ιστορικά διεξάγεται στην Τουρκία, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η συμπύκνωση της σημερινής ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην Αγία Σοφία.
Για τον «κόσμο του Έρντογαν» λοιπόν, η πρόσφατη απόφαση είναι μια ακόμα μορφή αμφισβήτησης (και ανατροπής) του ρεπουμπλικανικού εκμοντερνισμού έτσι όπως αυτός εκφράστηκε στην λειτουργία του συγκεκριμένου μνημείου ως μουσείο. Στην Αγία Σοφία σήμερα γίνεται προσπάθεια να «ξαναγραφτεί η ιστορία», να καθοριστεί το παρελθόν και να αποτελέσει – όσο μπορεί – πηγή πολιτικής κινητοποίησης για το παρόν.
Γιατί τώρα;
Ο ίδιος ο Έρντογαν ως νεαρό στέλεχος του ισλαμικού κινήματος τη δεκαετία του 1980, ήταν ένας από τους υποστηριχτές της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Όμως είναι επίσης αλήθεια, ότι ως Πρωθυπουργός και Πρόεδρος την περίοδο 2002-2019 σε πολλές περιπτώσεις επέκρινε τις φωνές που ζητούσαν την υλοποίηση του αιτήματος.
Μάλιστα στις όντως πολωτικές συνθήκες της προεκλογικής εκστρατείας των δημοτικών εκλογών του 2019, αναγκάστηκε σε δύο περιπτώσεις να παρέμβει και να προειδοποιήσει δηκτικά «Γεμίστε πρώτα το απέναντι τζαμί του Σουλτάναχμέτ και βλέπουμε… Δεν θα μπούμε εμείς σε αυτή την παγίδα».
Προκύπτουν λοιπόν τα ερωτήματα: Τι είναι εκείνο που μεσολάβησε και μέσα σε διάστημα ενός χρόνου άλλαξε τα δεδομένα; Τι ήταν αυτό που έκανε την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί να μην είναι πλέον «παγίδα»;
Σε πρώτο επίπεδο βρίσκεται το ίδιο το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών. Ο Μάρτιος του 2019 και ο Ιούνιος με την επαναληπτική εκλογή στην Κωνσταντινούπολη, σηματοδότησαν την ήττα του συνασπισμού της εξουσίας σε στρατηγικής σημασία μητροπολιτικούς Δήμους. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η αντιπολίτευση και ιδιαίτερα οι εκλεγμένοι Δήμαρχοι του CHP «επέστρεψαν» μετά από 25 χρόνια και έχουν τώρα την προοπτική μιας έστω σχετικής αποκατάστασης της επαφής με ένα μέρος της κοινωνίας μέσα από δομές εξουσίας, υπηρεσιών και παραγωγής πολιτικής. Ο συνδυασμός των πιο πάνω ήταν μια από τις ξεχωριστές στιγμές ήττας της μακρόχρονης εξουσίας Έρντογαν.
Σε δεύτερο επίπεδο είναι η δημιουργία νέων κομμάτων στο χώρο μονοπώλησης του Έρντογαν. Η τουρκική δεξιά σήμερα χαρακτηρίζεται από σχηματισμούς που δημιουργήθηκαν μέσα από της διασπάσεις του συνασπισμού εξουσίας. Από τη μια πλευρά το Καλό Κόμμα της Μεράλ Ακσιενερ «απειλεί» τον σημαντικότερο εταίρο της κυβέρνησης, δηλαδή το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης. Από την άλλη πλευρά, το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών επιτάχυνε τις διαδικασίες διπλής διάσπασης του ΑΚΡ, με την δημιουργία κομμάτων από τον Νταβούτογλου και τον Μπαμπατζιάν. Οι προαναφερθείσες εξελίξεις συμπληρώνονται από την καταγραφή της (σχετικής) μείωσης των ποσοστών της κυβερνητικής «Συμμαχίας του Λαού» – τουλάχιστον στις παρούσες συγκυρίες.
Σε τρίτο, ίσως σημαντικότερο επίπεδο, είναι η εμβάθυνση της οικονομικής αποσταθεροποίησης εντός συνθηκών πανδημίας. Πληθωρισμός και ανεργία συνεχίζουν να χτυπούν το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και της νεολαίας. Δηλαδή της κρισιμότερης ίσως μάζας ψηφοφόρων που θα καθορίσουν ένα μεγάλο μέρος των δυναμικών των επόμενων εκλογών, όποτε και αν αυτές γίνουν.
Η ιστορία, τα μνημεία και οι αντιπαραθέσεις
Οι σημερινές εξελίξεις είναι ενδεικτικές για την μελέτη της ιστορίας και των μνημείων ως εστίες ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Είναι χαρακτηριστικές εξελίξεις για περεταίρω αναζητήσεις γύρω από το πως ο χώρος (υλικός ή μη) και ο χρόνος μπορούν να μεταμορφωθούν σε στοιχεία για την διεκδίκηση ηγεμονίας. Οι εννέα αιώνες της Αγίας Σοφίας ως εκκλησίας, οι 4.5 αιώνες που λειτούργησε ως τζαμί και τα 86 χρόνια ως μουσείο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «συμπυκνώθηκαν» σε 50 χρόνια πολιτικών αντιπαραθέσεων. Σήμερα η αντιπαράθεση συνεχίζεται σε νέα πλαίσια και με νέα μορφή.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο anatolikotera.wordpress, στις 12 Ιουλίου 2020.
Για τον συγγραφέα
Ο Νίκος Μούδουρος είναι Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου.