Η απλήρωτη εργασία των γυναικών στον πυρήνα της παγκόσμιας οικονομικής ανισότητας

«Ο πλούτος των 22 πλουσιότερων ανδρών του πλανήτη ξεπερνά το εισόδημα του συνόλου των γυναικών της Αφρικής», υποστηρίζει η νέα έρευνα της οργάνωσης Oxfam, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου.


Συντακτική ομάδα pass-world.gr


Εννέα χρόνια από τις πρώτες διαδηλώσεις του κινήματος Occupy Wall Street, που με το σύνθημα «είμαστε το 99%» κατήγγειλε τη σκανδαλώδη υπερ-συσσώρευση πλούτου στα χέρια μιας μειοψηφίας, το χάσμα της παγκόσμιας οικονομικής ανισότητας εξακολουθεί να βαθαίνει.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η έρευνα της Oxfam, το 2019 οι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη –δηλαδή περίπου 2.153 άνθρωποι– διέθεταν περισσότερο πλούτο από ό,τι 4,6 δισεκατομμύρια πληθυσμού.

Σε αυτό το πλαίσιο, η μη αμειβόμενη ή υποαμοιβόμενη εργασία των γυναικών και των κοριτσιών ανά την υφήλιο, οι οποίες είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα φροντίδας ανθρώπων ή εργασίες της καθημερινότητας, αντιπροσωπεύει μια από τις πιο σοβαρές ενσαρκώσεις αυτής της ανισότητας.

H μέριμνα για άλλους, το μαγείρεμα, το καθάρισμα, η διασφάλιση των υλικών αγαθών για την επιβίωση, είναι μερικές από τις πιο ουσιώδεις προϋποθέσεις της ευζωίας των κοινωνιών, τις οποίες επωμίζονται ως επί το πλείστον οι γυναίκες, στο πλαίσιο της κυρίαρχης έμφυλης ανισότητας.

Ειδικότερα, όπως αναδεικνύει η έρευνα, σε αγροτικές ή φτωχές χώρες, οι γυναίκες ξοδεύουν έως και 14 ώρες ημερησίως σε απλήρωτη εργασία φροντίδας – ένας μέσος χρόνος πενταπλάσιος από τον αντίστοιχο που αφιερώνουν οι άντρες σε εργασίες φροντίδας, στις συγκεκριμένες κοινωνίες.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι άνδρες κατέχουν 50% περισσότερο πλούτο από τις γυναίκες, ενώ το 42% των γυναικών παραγωγικής ηλικίας βρίσκονται εκτός εργασίας, λόγω ευθυνών που τις δεσμεύουν σε απλήρωτα καθήκοντα. 

Τα συγκεκριμένα στοιχεία έρχονται στο φως της δημοσιότητας μία ημέρα πριν από την έναρξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας, με κεντρικά θέματα την εισοδηματική ανισότητα, την κοινωνική συνοχή και την κλιματική κρίση.

Ο εξαγγελλόμενος στόχος της συνάντησης στο Νταβός είναι η ανανέωση της κεντρικής ιδέας του «καπιταλισμού των ενδιαφερόμενων μερών» [stakeholders capitalism], μέσα από το πρόταγμα της ανάγκης ρύθμισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας, όχι στη βάση της μεγιστοποίησης των κερδών, αλλά στη λογική της «συνυπευθυνότητας» για τη δικαιότερη κατανομή των πόρων.

Ωστόσο, όπως προκύπτει και από άλλες ανάλογες μελέτες, η ραγδαία επιδείνωση της κοινωνικής και εισοδηματικής ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκεται σε σημείο κορύφωσης. Το γεγονός αυτό –σε συνδυασμό με τους έμφυλους, φυλετικούς και γεωγραφικούς διαχωρισμούς που εμπλέκονται στην εμπέδωσή της– καθιστά τις εξαγγελίες περί «εξανθρωπισμού» του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος κενό γράμμα.

Όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς της έρευνας της Oxfam, «το υπάρχον μεγάλο εισοδηματικό χάσμα βασίζεται σε ένα στρεβλό και σεξιστικό οικονομικό σύστημα, που αναγνωρίζει ως πιο πολύτιμο τον πλούτο ορισμένων προνομιούχων –κυρίως ανδρών– από τα δισεκατομμύρια ώρες τής πιο ουσιώδους εργασίας: της απλήρωτης και υποαμειβόμενης εργασίας φροντίδας, την οποία αναλαμβάνουν κυρίως γυναίκες και κορίτσια, σε όλο τον κόσμο».

Η Καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας Τζόαν Τρόντο ορίζει τη μέριμνα ως «μια δραστηριότητα που συμπεριλαμβάνει όλα όσα κάνουμε για τη διατήρηση, τη συνέχιση και την επανόρθωση του “κόσμου” μας, ώστε να ζούμε σ’ αυτόν όσο καλύτερα γίνεται» [1].

Σύμφωνα με την ίδια, η κοινωνική αλλαγή μπορεί να επέλθει μέσα από την αναγνώριση της σημασίας αυτής της σκληρής εργασίας, που μέχρι τώρα κατανέμεται άνισα «στις γυναίκες, τους περιθωριοποιημένους και τους ταπεινούς ανθρώπους που εργάζονται καθημερινά» [2].

Όμως, μια τέτοιου είδους αλλαγή προϋποθέτει πολλά περισσότερα από την υπόσχεση ενός «εξανθρωπισμού» του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος.

Όπως επισημαίνεται και στην έρευνα της Oxfam, προϋποθέτει ένα δίκαιο σύστημα φορολόγησης του πλούτου, την κατοχύρωση της μέχρι σήμερα απλήρωτης ή υποαμειβόμενης εργασίας φροντίδας, τη δικαιότερη κατανομή των βαρών μέσα σε κάθε οικογένεια και νοικοκυριό, την ύπαρξη επαρκών και προσβάσιμων κρατικών δομών φροντίδας, την ενίσχυση της εκπαίδευσης των γυναικών και την εκπροσώπηση των φροντιστριών που μέχρι σήμερα παραμένουν «χωρίς φωνή» στη διαμόρφωση πολιτικών που επηρεάζουν τη ζωή τους.

[1] Joan Tronto (2011), Για μια πολιτική της μέριμνας (care) σ’ έναν ευάλωτο κόσμο, μτφ. Μ. Τσεβρένη, Αθήνα: Πόλις, σ. 14.

[2] Στο ίδιο, σ. 17.