Η προστασία των καταφυγίων άγριας ζωής σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής, όπως και στην Αυστραλία, έχει γίνει ένα εμβληματικό κομμάτι πολλών πρωτοβουλιών για την περιβαλλοντική ανάκαμψη. Μπορεί, όμως, πίσω από τον υψηλό σκοπό της διάσωσης του πλανήτη να κρύβεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, μια πολύ πιο σκοτεινή και περίπλοκη ιστορία; Οι πρόσφατες επιθέσεις δυνάμεων ασφαλείας της Τανζανίας στη φυλή Μασάι και η απόπειρα εκδίωξής τους από τα προγονικά τους εδάφη φέρνει στο φως τους δεσμούς ανάμεσα σε μια «πράσινη βιομηχανία», την κληρονομιά της αποικιοκρατίας και τον εκτοπισμό των αυτόχθονων κοινοτήτων.
Της Βασιάννας Κωνσταντοπούλου
Μια μακρόχρονη μάχη διεξάγεται στα βόρεια της Τανζανίας ανάμεσα στα μέλη της φυλής Μασάι, που ζουν κοντά στο φυσικό καταφύγιο Νγκορονγκόρο και την περιοχή Λολιόντο, και στην κυβέρνηση της χώρας, η οποία επιχειρεί να τους εκδιώξει.
Στις αρχές Ιουνίου, ισχυρές δυνάμεις ασφαλείας της Τανζανίας αναπτύχθηκαν γύρω από τα χωριά του Λολιόντο, επιχειρώντας να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο εξώσεων των Μασάι.
Ένα σχέδιο, το οποίο, όπως επισημαίνουν ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών, έχει χαρακτηριστικά αυθαίρετου εκτοπισμού των Μασάι, που αντιβαίνει στο Διεθνές Δίκαιο και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Χώρος για πολυτελή σαφάρι
Με το επιχείρημα ότι η αύξηση του πληθυσμού των Μασάι αλλά και οι πρακτικές βόσκησής τους απειλούν τη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος, η κυβέρνηση της Τανζανίας επιχειρεί από τις αρχές του χρόνου να εκδιώξει τα 70.000 μέλη της φυλής που ζουν στο Λολιόντο και τα 80.000 μέλη που ζουν γύρω από το καταφύγιο Νγκορονγκόρο.
Θέτοντας σε εφαρμογή ένα υποτιθέμενο πρόγραμμα «εθελοντικής μετεγκατάστασης» και εσχάτως ακολουθώντας την πρακτική της αυθαίρετης κατάσχεσης γης των Μασάι, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι εναρμονίζεται με τις αρχές της «προστασίας της φύσης».
Στην πραγματικότητα επιδιώκει να θέσει σε εφαρμογή ένα κερδοσκοπικό πρόγραμμα πολυτελούς τουρισμού.
Ο αγροτοκτηνοτροφικός πληθυσμός των Μασάι ζει επί δεκαετίες σε χωριά γύρω από το Προστατευόμενο Καταφύγιο του Νγκορονγκόρο, μια ηφαιστειακή προστατευμένη περιοχή που αποτελεί βιότοπο άγριας ζωής και Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η σχέση τους με τη φύση και οι πρακτικές που ακολουθούν έχουν υπάρξει καθοριστικές στην προστασία της βιοποικιλότητας της περιοχής.
Σύμφωνα με την έκθεση εννέα εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών, στην πραγματικότητα στα σχέδια της κυβέρνησης της Τανζανίας είναι η αξιοποίηση της περιοχής 1.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων γύρω από το καταφύγιο, προκειμένου να δημιουργήσει ένα πάρκο για σαφάρι και κυνήγι θηραμάτων ως τροπαίων.
Μάλιστα, η Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών, σε επιστολή διαμαρτυρίας της προς την κυβέρνηση της Τανζανίας, κάνει λόγο για σχέδιο μίσθωσης της γης των Μασάι «στην Otterlo Business Corporation για να γίνει κυνηγετική περιοχή άγριων ζώων για τις βασιλικές οικογένειες του Ντουμπάι, που είναι ιδιοκτήτες της συγκεκριμένης εταιρείας».
«Τα οκτώ χωριά [των Μασάι] έχουν στην πραγματικότητα νομική ασφάλεια της ιδιοκτησίας της γης τους, την οποία διαχειρίζονται συλλογικά και διατηρούν καλά ως εθιμικά εδάφη τους εδώ και δεκαετίες, όπως αποδεικνύεται από την πλούσια βιοποικιλότητά της», αναφέρει η Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα των Αυτόχθονων Λαών, στην επιστολή της.
Δακρυγόνα στη σαβάνα
Οι συγκρούσεις που σημειώθηκαν στις αρχές Ιουνίου, με τις εικόνες των δυνάμεων ασφαλείας της Τανζανίας να πετούν δακρυγόνα και εκρηκτικούς μηχανισμούς, μέσα στη σαβάνα, έκαναν τον γύρο του κόσμου, διεθνοποιώντας το ζήτημα.
Σύμφωνα με καταγγελίες, η επιχείρηση οδήγησε στον θάνατο ενός Μασάι –τον οποίο αρνείται η κυβέρνηση της Τανζανίας–, στον θάνατο ενός αστυνομικού, αλλά και στον τραυματισμό δεκάδων μελών της τοπικής κοινότητας.
Τα ίδια τα μέλη της φυλής των Μασάι προχώρησαν σε διαμαρτυρίες, με το σύνθημα «Οι ζωές των Μασάι μετράνε» [Maasai Lives Matter], παραπέμποντας στο κίνημα των Black Lives Matter και στην απαίτηση για ένα τέλος στον ρατσισμό κάθε μορφής.
Όπως αναλύει ο Στέφεν Κόρυ, ακτιβιστής για τα ιθαγενικά δικαιώματα, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Africa is a Country, οι πρόσφατες επιθέσεις κατά των Μασάι είναι «το τελευταίο επεισόδιο στο χρονικό των εκδιώξεων των ντόπιων στο όνομα της προστασίας της φύσης – μια τραγωδία που για την Αφρική ξεκίνησε πριν από εκατό και πλέον χρόνια και έχει στερήσει από χιλιάδες ανθρώπους τη γη τους και το κληρονομικό τους δικαίωμα».
Όπως εξηγεί ο ίδιος, η διεθνής κατακραυγή για το ζήτημα και το γεγονός ότι μεγάλες δυτικές περιβαλλοντικές ΜΚΟ αντέδρασαν στα σχέδια της κυβέρνησης της Τανζανίας, είναι παράγοντες που συνέβαλαν στην ενδυνάμωση της φωνής των Μασάι.
Όμως ο Κόρυ υποστηρίζει ότι υπάρχουν πολλές ανάλογες περιπτώσεις –των ιθαγενών που εκδιώχθηκαν από τα καταφύγια τίγρεων στην Ινδία και των ιθαγενικών κοινοτήτων του Κονγκό– όπου κάποιες δυτικές ΜΚΟ είτε σιώπησαν είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήργησαν με την ιδεολογία των «πάρκων διατήρησης της άγριας ζωής», που οδηγεί σε εκτοπισμό ή κακομεταχείριση αυτόχθονων πληθυσμών.
Αποικιοκρατία και η βιομηχανία «προστασίας της άγριας φύσης»
Η προσπάθεια εκτοπισμού των ιθαγενικών πληθυσμών από τα εδάφη τους, με το επιχείρημα μιας χρηστότερης διαχείρισης του φυσικού πλούτου και της άγριας ζωής, έχει βαθιές ιστορικές ρίζες.
Όπως εξηγεί ο Καθηγητής Τζον Ακάμα, η ανάπτυξη ενός τουρισμού των εθνικών πάρκων για σαφάρι, σε πολλές χώρες της Αφρικής, συνδέεται με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της ηπείρου από την περίοδο της αποικιοκρατίας [1].
Πρόκειται για τη σταδιακή ανάπτυξη μιας βιομηχανίας πολυτελών δραστηριοτήτων που προσέλκυε εξαρχής πλούσιους ταξιδιώτες από τις δυτικές χώρες, που αναζητούσαν την εξωτικότητα της άγριας φύσης.
Ένα είδος τουρισμού, με τον οποίο οι τοπικές κοινότητες ούτε μπορούσαν να συνδεθούν ούτε είχαν τη δυνατότητα να κεφαλαιοποιήσουν, όπως σημειώνει ο Ακάμα.
Στην περίπτωση της Κένυας, κατά την αποικιοκρατική περίοδο, αυτή η βιομηχανία αναπτύχθηκε μέσα από το κυνήγι μεγάλων θηραμάτων ως τροπαίων, στο οποίο κατέφευγαν επιφανείς επισκέπτες της χώρας, όπως βιομήχανοι, πολιτικοί, βασιλείς. Η επαφή με τις τοπικές κοινότητες αυτών των περιοχών ήταν ανύπαρκτη ή διερχόταν μέσα από σχέσεις υπηρέτησης των πλούσιων επισκεπτών.
Εν συνεχεία, και υπό την πίεση δυτικών περιβαλλοντολόγων, που επισήμαιναν τους κινδύνους αφανισμού ειδών από την ανεξέλεγκτη θήρευση, δημιουργήθηκαν προστατευόμενα πάρκα για περιηγητικά σαφάρι, στα οποία απαγορεύονταν οι κυνηγετικές δραστηριότητες.
Η αποικιοκρατικής έμπνευσης βιομηχανία των σαφάρι παρουσιάζει την επαφή με την άγρια, παρθένα φύση ως μια μοναδική εμπειρία, εντάσσοντας πολλές φορές σε αυτό το τουριστικό φαντασιακό την γνωριμία με τοπικές φυλές, όπως οι Μασάι.
Όπως σημειώνει ο Καθηγητής Ακάμα, αυτές οι διαφημιστικού τύπου αναπαραστάσεις αποσιωπούν πολύ συχνά τις διαμάχες που υφίστανται ανάμεσα στη βιομηχανία των εθνικών πάρκων και τις τοπικές φυλές, πάνω στους πόρους ύδρευσης και βόσκησης που είναι αναγκαίοι για την επιβίωση.
Αναπαραστάσεις της «άγριας φύσης»
Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο σε αυτές τις διαμάχες είναι και το χάσμα αναπαραστάσεων που υπάρχει ανάμεσα στη «βιομηχανία της περιβαλλοντικής διατήρησης» [conservation industry] και στους τοπικούς πληθυσμούς αναφορικά με την επαφή και τη σχέση με τη φύση.
Ο εθνολόγος Ντάνιελ Ρος, σε μια μελέτη του πάνω στις διαφορετικές εννοιολογήσεις των Αβορίγινων πληθυσμών της Τασμανίας και των λευκών περιβαλλοντιστών για τη διατήρηση της φύσης, προσφέρει μια ιδιαίτερα κριτική ματιά [2].
Οι συνεντεύξεις του Ρος με Αβορίγινες της Αυστραλίας δείχνουν ότι η έννοια της «άγριας φύσης» [wilderness] ως μιας αλώβητης και ξεχωριστής από την ανθρώπινη δραστηριότητα οντότητας, είναι ξένη για τους αυτόχθονες πληθυσμούς που βρίσκονται σε συμβίωση αιώνων μαζί της.
Η σχέση με τη φύση για τους ιθαγενικούς πληθυσμούς δεν είναι ατομική, αλλά διαγενεακή, συλλογική και πνευματική, καθώς συνδέεται με την αναπαράσταση της γης ως «χώρας» από την οποία προέρχονται και με την οποία είναι συνδεδεμένοι με αιώνιους, προγονικούς δεσμούς.
Μια τέτοιου είδους αναπαράσταση, επισημαίνει ο Ρος, απέχει δραματικά από τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι δυτικοί περιβαλλοντιστές περιγράφουν την άγρια ζωή, υιοθετώντας τη νοσταλγία ενός χαμένου ιδεώδους, το οποίο αφού ο λευκός πολιτισμός κατέστρεψε, τώρα θα πρέπει να ανασυστήσει ως μια ανέγγιχτη οντότητα.
Η αναγνώριση των διαφορετικών νοηματοδοτήσεων της φύσης που προτείνει η εθνογραφική έρευνα δεν συνιστά εμπόδιο στη συγκρότηση διευρυμένων προσπάθειών περιβαλλοντικής προστασίας, εφόσον αυτές έχουν γνήσια οικολογικά κίνητρα. Αντίθετα, ανοίγει πλούσιες αναστοχαστικές δυνατότητες ως προς τη διαφορετική βιωματική σχέση που τηρούν με το περιβάλλον άλλοι πολιτισμοί, οι οποίοι δεν αποξενώθηκαν ποτέ από αυτό.
Και δείχνει ότι καμία προσπάθεια περιβαλλοντικής αποκατάστασης δεν μπορεί να υπάρξει ερήμην των αυτόχθονων πληθυσμών, που συνέβαλαν στην επιβίωση μοναδικών βιότοπων επί αιώνες.
Σημειώσεις
[1] Akama, J. S. (2004). Neocolonialism, dependency and external control of Africa’s tourism industry – a case study of wildlife safari tourism in Kenya. In C. M. Hall & E. Tucker (Eds.), Tourism and postcolonialism: contested discourses, identities and representations 2004, (pp.140-152). London, UK: Routledge.
[2] Ross, D. (2017). Black country, white wilderness: conservation, colonialism, and conflict in Tasmania. Journal of Undergraduate Ethnography, 7(1), https://ojs.library.dal.ca/JUE/article/viewFile/8410/7233.