Κι ενώ λίγοι ήταν αυτοί που παρακολουθούσαν, η Ινδία και το Πακιστάν παραλίγο απέφυγαν μια πυρηνική αντιπαράθεση. Eξακολουθεί να είναι το πιο επικίνδυνο σύνορο πάνω στη Γη. Κι όμως συγκριτικά με την προσοχή που έλαβαν τα πρόσφατα tweet του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, παραμένει μια περιθωριακή ιστορία στα ειδησεογραφικά Μέσα. Το γεγονός αυτό δεν μειώνει ούτε κατ΄ ελάχιστο τη σημασία του ότι η πρώτη (και πιθανότατα η τελευταία) πυρηνική λαίλαπα θα μπορούσε να ξεσπάσει κατά μήκος του συνόρου των 480 μιλίων, το οποίο είναι γνωστό ως «Γραμμή Ελέγχου» – και δεδομένης της ιστορίας που το περιβάλλει αυτή η φράση θα έπρεπε πράγματι να γραφτεί με κεφαλαία γράμματα.
Του Dilip Hiro
Το casus belli θα ήταν αδιαμφισβήτητα η διαμάχη που διαρκεί περισσότερα από 70 χρόνια ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν για τη διαφιλονικούμενη περιοχή του Κασμίρ. Σαν ένα ηφαίστειο, αυτή η μη επιλυμένη διαμάχη κοχλάζει –όπως έγινε πριν από λίγες εβδομάδες– απειλώντας να ρίξει την λευκή καυτή της λάβα, με πιθανά ολέθρια αποτελέσματα όχι μόνο για την περιοχή, αλλά και για ολόκληρο τον πλανήτη.
Τη νέα αναζωπύρωση πυροδοτεί πάντα μια φαντασμαγορική τρομοκρατική επίθεση από μια πακιστανική ένοπλη ομάδα σε κάποιον ινδικό στόχο. Αυτό εξασφαλίζει στην ινδική ηγεσία μια θέση ηθικής ανωτερότητας. Από εκεί και πέρα, σκληρές καταδίκες του Πακιστάν συνδυάζονται με απειλές για εναέριες επιθέσεις στα στρατόπεδα εκπαίδευσης των υπαίτιων τρομοκρατικών οργανώσεων που δρουν στην ελεγχόμενη από το Πακιστάν περιοχή του Κασμίρ.
Ως αποτέλεσμα, οι ήδη εύφλεκτες σχέσεις ανάμεσα στους δύο πυρηνικά εξοπλισμένους γείτονες οδηγούνται γρήγορα σε σημείο ανάφλεξης. Το γεγονός αυτό, από την άλλη, ωθεί τις ΗΠΑ να παρέμβουν και να πιέσουν το Πακιστάν για την εξάρθρωση των συγκεκριμένων βίαιων τζιχαντιστικών ομάδων.
Για να εξευμενίσει τη Ουάσιγκτον, το Πακιστάν προβαίνει σε ένα τελετουργικό απαγορευτικών διαταγμάτων εναντίον των συγκεκριμένων ομάδων, αλλά στην πραγματικότητα οι αλλαγές που συμβαίνουν είναι μικρές.
Και στο προσκήνιο, πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος ότι ένας πόλεμος ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια καταστροφική πυρηνική αντιπαράθεση. Κάτι το οποίο σημαίνει ότι έχει φτάσει η ώρα να εξετάσουμε πώς και γιατί η Ινδία και το Πακιστάν, παρατάσσοντας χιλιάδες στρατεύματα κατά μήκος της «Γραμμής Ελέγχου», έχουν δημιουργήσει το πιο επικίνδυνο σημείο του πλανήτη.
Η διαμάχη του Κασμίρ ξεκίνησε με τη γέννηση δύο διδύμων –της Ινδίας με κυρίαρχη θρησκεία τον ινδουισμό και του Πακιστάν με κυρίαρχο τον μουσουλμανισμό– ως ανεξάρτητων κρατών. Τα δύο δίδυμα γεννήθηκαν τον Αύγουστο του 1947 από τη μήτρα του Βρετανικού Ρατζ που κατέρρεε.
Στα πριγκιπικά κράτη της βρετανικής Ινδίας δόθηκε η δυνατότητα να διαλέξουν σε ποιο από τα δύο κράτη θα ενταχθούν. O αμφιταλαντευόμενος ινδουιστής αρχηγός της περιοχής Τζαμού και Κασμίρ (όπως είναι το πλήρες όνομα) –περιοχή στην οποία ο μεγαλύτερος πληθυσμός είναι μουσουλμανικός– τελικά υπέγραψε μια νομικά δεσμευτική συμφωνία προσχώρησης στο Νέο Δελχί, μετά από την εισβολή στην επικράτειά του ένοπλων εφίππων από φυλές του Πακιστάν. Αυτό το έγγραφο έδινε στους πολίτες της περιοχής τη δυνατότητα να διαλέξουν ανάμεσα στις δύο χώρες μετά την αποκατάσταση της ειρήνης. Κι αυτό μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί, ούτε υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να συμβεί.
Μετά τον ινδο-πακιστανικό πόλεμο του 1947-1948 που ακολούθησε την ανεξαρτησία, η Ινδία είχε τον έλεγχο σχεδόν των 2/3 των πριγκιπικών κρατών, 18% της επικράτειας των οποίων το έχασε από την Κίνα στον σινο-ινδικό πόλεμο του 1962.
Το 45% της επικράτειας των πρώην πριγκιπικών κρατών που παρέμεινε στα χέρια της Ινδίας περιλάμβανε την Κοιλάδα του Κασμίρ. Περιτριγυρισμένη από χιονισμένες βουνοκορφές, καλυμμένη από καταπράσινα δάση ελάτων και πεύκων, σπαρμένη από άγρια λουλούδια την άνοιξη και διαβρεχόμενη από τον ποταμό Τζέλουμ, έχει περιγραφεί από τους ποιητές και άλλους ως ένας «επίγειος παράδεισος». Ο πληθυσμός της είναι 7 εκατομμύρια, το 96% των οποίων είναι Μουσουλμάνοι. Αυτή είναι η περιοχή που επιθυμεί το Πακιστάν.
Το 1989, αφού διασφάλισαν την απόσυρση του σοβιετικού στρατού από το Αφγανιστάν μετά από μια 10ετή μάχη, ορισμένοι από τους αφγανούς μουτζαχεντίν («ιεροί πολεμιστές»), συμπεριλαμβανομένων πακιστανών μαχητών, έστρεψαν την προσοχή τους στην απελευθέρωση του ελεγχόμενου από την Ινδία Κασμίρ. Σε αυτόν τον στόχο είχαν την ενεργή υποστήριξη της ισχυρής υπηρεσίας πληροφοριών ISI του πακιστανικού στρατού. Νωρίτερα, η ISI είχε λειτουργήσει ως διαμεσολαβητής μεταβίβασης αμερικανικών και σαουδαραβικών όπλων και χρημάτων στους Μουτζαχεντίν.
Εκείνη την εποχή, δύο πακιστανικές ομάδες του συνασπισμού των μουτζαχεντίν, οι οποίες υιοθετούσαν σταθερά μια αντι-ινδική ατζέντα, ήρθαν στο προσκήνιο. Ήταν οι ομάδες Jaish-e Mohammad και Lashkar-e-Taiba, στις οποίες επικεφαλής ήταν ο Masoud Azhar και ο Hafiz Saeed αντίστοιχα. Συνεργαζόμενες με τους κατοίκους του Κασμίρ που επιθυμούσαν την απόσχισή τους από την Ινδία, ξεκίνησαν σύντομα να προβαίνουν σε τρομοκρατικές πράξεις.
Η ινδική κυβέρνηση απάντησε με δρακόντεια μέτρα. Τον Ιούλιο του 1990, πέρασε τον Νόμο Ειδικής Δικαιοδοσίας των Ενόπλων Δυνάμεων στο Τζάμου και Κασμίρ, ο οποίος έδινε τη δυνατότητα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κηρύξει οποιοδήποτε κομμάτι της περιοχής ως «διαταραγμένη ζώνη», επιτρέποντας στον ινδικό στρατό να πυροβολεί ελεύθερα όποιον παραβίαζε «οποιονδήποτε νόμο» ή είχε στην κατοχή του θανάσιμο όπλο.
Οι ινδικές δυνάμεις μπορούσαν πλέον να συλλαμβάνουν ανθρώπους που θεωρούσαν ύποπτους για οποιοδήποτε αδίκημα, χωρίς ένταλμα ή να κάνουν έρευνες για οποιοδήποτε λόγο και να προχωρούν σε συλλήψεις. Με άλλα λόγια, από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι ένοπλες δυνάμεις είχαν απόλυτη νομική ασυλία να κάνουν ό,τι ήθελαν χωρίς την παραμικρή λογοδοσία.
Παρ’ όλα αυτά η αντίσταση στις ινδικές αρχές δεν σταμάτησε. Στην πραγματικότητα, στο σύνθημα “Azadi” (Ελευθερία) διαδόθηκε, δίνοντας ώθηση στις δύο τρομοκρατικές ομάδες να πραγματοποιήσουν από κοινού στις 20 Δεκεμβρίου του 2001 μια παράτολμη επίθεση στο Ινδικό Κοινοβούλιο, με στόχο να πάρουν ως ομήρους τους βουλευτές. Μια επίθεση που εμποδίστηκε θαρραλέα από τους ένοπλους φρουρούς.
Στην κρίση που ακολούθησε, οι κινητοποιούμενοι στρατοί των δύο γειτονικών κρατών –καθένα από τα οποία ήταν ήδη διακηρυγμένη πυρηνική δύναμη– ήρθαν αντιμέτωποι κατά μήκος του διεθνούς συνόρου τους και της Γραμμής Ελέγχου. Κατόπιν πίεσης που ασκήθηκε από τη Ουάσιγκτον, ο τότε Πρόεδρος του Πακιστάν Περβέζ Μουσάραφ κήρυξε παράνομες τις δύο τρομοκρατικές οργανώσεις, τον Ιανουάριο του 2002. Ωστόσο, και οι δύο αναδύθηκαν εκ νέου κάτω από διαφορετικά ονόματα.
Τον Ιούνιο, σε ένα τοπικό συνέδριο στην καζακστανική πόλη Αλμάτι, ο Μουσάραφ κατηγόρησε τον τότε Ινδό Πρωθυπουργό Ατάλ Μπιχάρι Βατζπαγί ότι αγνοεί τις επιθυμίες των κατοίκων του Κασμίρ. «Η κατοχή πυρηνικών όπλων από οποιοδήποτε κράτος προφανώς υπονοεί ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν κάτω από ορισμένες συνθήκες», είπε σοβαρά, αρνούμενος να δεσμευτεί –όπως είχε κάνει η Ινδία– ότι η χώρα του δεν θα υιοθετήσει πολιτική «πρώτης χρήσης» των πυρηνικών όπλων. Ο Βατζπαγί τον κατηγόρησε για «πυρηνικό εκβιασμό». Στην πατρίδα του, η σκληρή στάση του Μουσάραφ επικροτήθηκε από τις ένοπλες οργανώσεις.
Μέσα στα χρόνια, η κρίση ολοένα και βάθαινε. Το 2008, συνεργαζόμενοι με την ISI οι μαχητές της Lashkar-e-Taiba επιτέθηκαν στο Μουμπάι, στοTaj Mahal Palace Hotel και σε άλλα δύο ξενοδοχεία. Μετά από 60 ώρες ομηρίας, 166 άνθρωποι, εκ των οποίων 28 ξένοι, ήταν νεκροί. Το Πακιστάν αρχικά αρνήθηκε στις κατηγορίες, ωστόσο τελικά αναγνώρισε ότι η επίθεση οργανώθηκε εν μέρει στο έδαφός του και επέβαλε στον ηγέτη της Lashkar-e-Taiba κατ’ οίκον περιορισμό. Ωστόσο, καμία κατηγορία δεν του ασκήθηκε και τελικά απελευθερώθηκε.
Μετά την τραγωδία του Μουμπάι, ο αρχηγός της Jaish-e Mohammad, Azhar, κράτησε χαμηλό προφίλ για λίγα χρόνια, μέχρι που επανεμφανίστηκε το 2014, κάνοντας πύρινα καλέσματα για περισσότερες επιθέσεις στην Ινδία (όπως επίσης και στις ΗΠΑ). Τον Σεπτέμβριο του 2016, οι μαχητές του εισέβαλαν σε ένα στρατόπεδο στο Ουρί, μια φρουρούμενη πόλη κοντά στη Γραμμή Ελέγχου, και σκότωσαν 19 στρατιώτες.
Με το ινδο-εθνικιστικό κόμμα Bharatiya Janata Party του Ναράντρα Μόντι να κερδίζει την εξουσία το 2014 στο Νέο Δελχί, η καταστολή του αποσχιστικού κινήματος του Κασμίρ εντάθηκε. Μέσα σε τρία χρόνια, το προσωπικό ασφαλείας –στρατιωτικές μονάδες, παραστρατιωτικοί, συνοριοφύλακες, ομοσπονδιακοί ένοπλοι αστυνομικοί, και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών– έφτασε τους 470.000 στο Τζάμου και Κασμίρ, το οποίο έχει πληθυσμό μόλις 14,1 εκατομμύρια. Ως αποτέλεσμα η αναλογία των κατοίκων του Κασμίρ που εντάχθηκαν στον αντί-ινδικό αγώνα απλώς αυξήθηκε.
[…]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Nation, στις 4 Απριλίου 2019.