Η επονομαζόμενη «δημογραφική κρίση» σχετίζεται σαφώς με την καταπίεση των γυναικών, καθώς η προτεινόμενη «λύση» είναι να αναλάβουν οι γυναίκες το ρόλο των αναπαραγωγών. Ακολουθεί μια μεταγραφή του άρθρου της δημοσιογράφου και κοινωνικής ανθρωπολόγου Nuria Alabao για το Contexto y Acción, όπου αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η εικόνα της γυναίκας-τροφού γίνεται εργαλείο του φυλετικού εθνικισμού.
Της Nuria Alabao
Μεταγραφή-μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass–world.gr
Η δημογραφία έχει γίνει ένα ισχυρό ρητορικό όπλο στα χέρια της ακροδεξιάς. Αυτός ο εθνικιστικός λόγος σχετίζει τη μείωση των γεννήσεων με τον φυλετικό εθνικισμό δημιουργώντας ένα αίσθημα απειλής της εθνοτικής ταυτότητας και αυξάνοντας την ξενοφοβία και τον ρατσισμό.
Η ρητορική για την ανάγκη αύξησης των γεννήσεων συγκλίνει με την αντί-μεταναστευτική ατζέντα και τον αντί-φεμινισμό, καθώς επιδιώκει να αποκαταστήσει το παραδοσιακό εθνικιστικό ιδεολόγημα που περιγράφει τις γυναίκες ως αναπαραγωγούς του έθνους.
Πρώτα δημιουργείται ο πανικός περί «πληθυσμιακής αλλοίωσης» από τους μετανάστες ή/και τους μουσουλμάνους και στη συνέχεια προτείνεται η λύση: οι γηγενείς – λευκές – γυναίκες οφείλουν να αναπαράγουν. Αν ήταν στο χέρι των πρεσβευτών αυτής της επιχειρηματολογίας, οι αμβλώσεις θα ποινικοποιούνταν πλήρως.
Το φύλο και η σεξουαλικότητα έπαιζαν πάντοτε κεντρικό ρόλο στην οικοδόμηση του έθνους.
Ιστορικά, τα κράτη πάντα παρενέβαιναν ενεργά στον οικογενειακό προγραμματισμό, στη δημιουργία της ετεροκανονικότητας και στην προώθηση έμφυλων μορφών εργασίας, όπως εξηγεί η ιστορικός Ulla Wikander.
Αυτό που μαθαίνουμε από την ιστορία είναι ότι κάθε φορά που γινόταν η επίκληση μιας «δημογραφικής κρίσης», όπως μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους, αυτή επιλυόταν με την ενίσχυση της αναπαραγωγής των γυναικών ως φροντιστριών, αναλαμβάνοντας την εργασία της αναπαραγωγής, με μαρξιστικούς όρους.
Μετά τους πολέμους, υπήρχε η ανάγκη να αναπληρωθεί η απουσία των ανδρών που πέθαναν, οπότε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τέθηκαν περιορισμοί στην απασχόληση των γυναικών σε όλη την Ευρώπη. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κεϋνσιανό-φορντικό μοντέλο βασίστηκε στην ενίσχυση του οικογενειακού μισθού, τουλάχιστον για τη μεσαία τάξη. Δηλαδή, ο άνδρας εργαζόμενος θα κέρδιζε αρκετά για να στηρίξει τα παιδιά και τη σύζυγο, προωθώντας τον ρόλο της τελευταίας ως φροντίστριας στο σπίτι.
Πολυάριθμοι συγγραφείς έχουν τονίσει τους ιστορικούς δεσμούς μεταξύ του ιμπεριαλισμού, της οικοδόμησης του έθνους και της δημιουργίας συγκεκριμένων έμφυλων προτύπων, με τους αντίστοιχους σεξουαλικούς περιορισμούς: ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να αναπαραχθεί και με ποιο ρυθμό. Αλλά και ποιες πρακτικές που συμβάλλουν σε αυτή την αναπαραγωγή ποινικοποιούνται.
Ως εκ τούτου, σε πολλά μέρη όπου η νέα ριζοσπαστική ακροδεξιά είναι ισχυρή, όπως στην Ανατολική Ευρώπη, έχει επίσης εκκινήσει μια σταυροφορία εναντίον των LGTIBQ+ ατόμων.
Αν η ομοφυλοφιλία παραδοσιακά αποτελεί απειλή «αποδυνάμωσης» του εθνικού εαυτού ή κίνδυνο για τους στρατούς, η ρητορική γύρω από τις γυναίκες έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην οικοδόμηση των εθνικών ταυτοτήτων: «αφενός ως σύμβολα του έθνους, ενσαρκώνοντας τις αρχές του, αφετέρου, ως μητέρες μεταδίδοντας τον πολιτισμό και τις αξίες στην επόμενη γενιά, καθώς και αναπαράγοντας βιολογικά το έθνος», σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Umut Urel.
Αυτές οι δημογραφικές ανησυχίες δημιουργούν ένα φαντασιακό μιας ηπείρου σε κίνδυνο, πολιορκημένης από την πολυπολιτισμικότητα και τον φεμινισμό.
Για παράδειγμα, η σημερινή πρόεδρος της Ουγγαρίας, Katalin Novák του Fidesz, του ακροδεξιού κυβερνώντος κόμματος, δήλωσε ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να «ανταγωνίζονται» τους άνδρες, ούτε να διεκδικούν ίσες αποδοχές, αλλά να ενισχύσουν τις «έμφυτες» ικανότητές τους ως τροφοί, καθώς το «να μπορείς να γεννάς είναι προνόμιο», το οποίο δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί σε έναν «κακώς νοούμενο» αγώνα για χειραφέτηση. Οι δηλώσεις αυτές χρησίμευσαν για να δικαιολογήσουν τις οικογενειακές – ενάντια στην ισότητα – πολιτικές που προωθεί αυτή η χώρα.
Από την πλευρά του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, πέντε μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, πρότεινε την επαναφορά του σταλινικού βραβείου μητρότητας – της Μητέρας Ηρωίδας – το οποίο προσφέρει περίπου δώδεκα χιλιάδες ευρώ σε γυναίκες που γεννούν δέκα ή περισσότερα παιδιά. Οι εκκλήσεις για να ξεπεραστεί η ρωσική «δημογραφική κρίση» χρονολογούνται στην πραγματικότητα από το 2000, όταν ο Πούτιν ξεκίνησε να μιλάει για την ιστορική αποστολή της Ρωσίας να υπερασπιστεί τις «παραδοσιακές αξίες» της.
Οικογενειακές πολιτικές
Στην Ανατολική Ευρώπη, ακροδεξιές εθνικιστικές κυβερνήσεις προωθούν μέτρα που στοχεύουν στην αύξηση των γεννήσεων, αν και μεισχνά αποτελέσματα, παρά την κρατική προπαγάνδα. Ενώ υποστηρίζεται πως οι πολιτικές μεταβίβασης εισοδήματος μπορούν να τονώσουν τα ποσοστά γονιμότητας, δεν διαφαίνονται ριζικές αλλαγές σε καμία από αυτές τις χώρες.
Η Σουηδία, η Δανία και η Νορβηγία, για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν μερικά από τα πιο εκτεταμένα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας στον κόσμο, αποτυγχάνουν επίσης στο ποσοστό αναπλήρωσης του πληθυσμού των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα. Οι πολιτικές αυτές μπορεί να μην επιτυγχάνουν τον διακηρυγμένο στόχο τους, δηλαδή την αύξηση του ποσοστού γεννήσεων, αλλά οι συνέπειές τους τον υπερβαίνουν.
Στοχεύουν, επίσης, στην ενίσχυση του ρόλου του ετεροφυλόφιλου γάμου προσανατολισμένου στην αναπαραγωγή και στη διαφοροποίηση των ρόλων. Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι οι πολιτικές προνομιακού δανεισμού στην Ουγγαρία, η οποία απευθύνεται σε παντρεμένα ζευγάρια που πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις – η γυναίκα να βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία, να είναι ο πρώτος γάμος για τουλάχιστον έναν από τους δύο, κ.ά. – κριτήρια που αποσκοπούν να επηρεάσουν τις συναισθηματικές σχέσεις.
Το δάνειο ανέρχεται σε 24.500 ευρώ και η αποπληρωμή του αναστέλλεται για τρία χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, το 30% της οφειλής διαγράφεται αν υπάρξει δεύτερο παιδί, ενώ το δάνειο θεωρείται πλήρως αποπληρωμένο στην περίπτωση ενός τρίτου παιδιού. Εάν όμως το ζευγάρι χωρίσει ή δεν αποκτήσει παιδιά πριν από την πέμπτη επέτειο γάμου, τα προνόμια γίνονται ένα δυσβάσταχτο βάρος: το δάνειο πρέπει να αποπληρωθεί με επιτόκιο της αγοράς, ακόμη και για τα έτη κατά τα οποία η αποπληρωμή είχε ανασταλεί. Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο καλούνται να κάνουν περισσότερα παιδιά από όσα θα ήθελαν.
Αναπαραγωγή, ναι, αλλά όχι για όλες
Τα προτεινόμενα μέτρα στήριξης της μητρότητας αποτελούν «μπαλώματα» στο νεοφιλελεύθερο σκηνικό, το οποίο έχει συρρικνώσει τους πόρους που προορίζονταν να κοινωνικοποιήσουν την αναπαραγωγή, με αποτέλεσμα να εμπορευματοποιείται για όσες μπορούν να την αντέξουν οικονομικά, σύμφωνα με την Nancy Fraser. Αυτή η εμπορευματοποίηση γίνεται εις βάρος των μεταναστριών. Εκείνες των οποίων τα «υψηλά ποσοστά γεννήσεων» απειλούν το λευκό έθνος στη «Μεγάλη Θεωρία της Αντικατάστασης».
Σήμερα αυτές οι εργαζόμενες είναι απαραίτητες για τις ευρωπαϊκές οικογένειες της μεσαίας τάξης, μέσω της φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, ενώ ταυτόχρονα στερούνται τα δικαιώματά τους ως εργαζόμενες και τη δυνατότητα να μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά.
Δεν μπορούν να το πράξουν αυτό τόσο λόγω των περιοριστικών μεταναστευτικών νόμων -συχνά δεν μπορούν να τα φέρουν στην Ευρώπη- όσο και λόγω της έλλειψης εργασιακών δικαιωμάτων.
Από τη μία πλευρά, προτείνεται η υποστήριξη ορισμένων γυναικών να αποκτήσουν παιδιά ή να μεγαλώσουν παιδιά, ενώ οι μεταναστευτικοί νόμοι ή οι πολιτικές μαζικής φυλάκισης περιορίζουν τη δυνατότητα των φτωχών ή των μεταναστών να αποκτήσουν και να φροντίσουν παιδιά, όπως εξηγεί η Sophia Siddiqui, ή ακόμη και να υποστούν την απομάκρυνσή τους από την επιμέλεια, η οποία πλαισιώνεται από τον υπάρχοντα θεσμικό ρατσισμό και την έλλειψη δικαιωμάτων τους.
Για παράδειγμα, πρόσφατα στην Ισπανία, δημοσιοποιήθηκε η περίπτωση μιας 23χρονης μετανάστριας μητέρας, από την οποία αφαιρέθηκε η επιμέλεια της κόρης της, επειδή την άφησε μόνη της ένα βράδυ για να πάει στη δουλειά της. Δεν είχε κανέναν να τη φροντίσει και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει για φροντίδα. Έχασε τη δουλειά της και, προς το παρόν, και την κόρη της. Αν μια οικογένεια αναλάβει το παιδί, θα λάβει από 400 έως 750 ευρώ το μήνα για το έργο αυτό, ενώ η ίδια η μητέρα που βρίσκεται σε δυσκολία τίποτα, διότι δεν έχει χαρτιά, καθώς η αίτησή της για άσυλο απορρίφθηκε.
Το σύστημα, που έχει σχεδιαστεί για να «προστατεύει» τα παιδιά, τα χωρίζει από τις μητέρες τους για το καλό τους. Σε αυτή την περίπτωση, κάποιοι μπορεί να λάβουν βοήθεια για να μεγαλώσουν τα παιδιά άλλων ανθρώπων, ενώ άλλοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να κρατήσουν τα δικά τους.
Συχνά υποστηρίζεται ότι, σύμφωνα με έρευνες, οι νέες γυναίκες θα ήθελαν να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά από όσα τελικά αποκτούν. Πράγματι, αν οι θέσεις εργασίας ήταν πιο σταθερές, καλύτερα αμειβόμενες και άφηναν περισσότερο χρόνο για την φροντίδα, αν η στέγαση ήταν πιο προσιτή και υπήρχαν περισσότεροι χώροι για την κοινωνικοποίηση της ανατροφής – για παράδειγμα, 24ωροι παιδικοί σταθμοί, όπως απαιτούσαν οι φεμινίστριες τη δεκαετία του 1970 – οι γυναίκες θα έκαναν περισσότερα παιδιά από ότι κάνουν σήμερα.
Αλλά και πάλι, το να στηριζόμαστε στις «συνθήκες» είναι μια λανθασμένη παραδοχή: πίσω από την απόφαση να μην κάνουν παιδιά δεν υπάρχει πάντα έλλειψη μέσων ή δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, πολλές γυναίκες δεν θέλουν και αυτό είναι όλο.
Η συζήτηση δεν προσεγγίζεται ποτέ από τη σκοπιά της ελευθερίας, υποστηρίζει η Estefanía Molina.
Πολλές φορές δεν θέλουν να κάνουν παιδιά για διάφορους λόγους, δεν είναι πάντα συνέπεια των οικονομικών συνθηκών. Για να είναι ευτυχισμένες ή για να έχουν ουσιαστική ζωή, οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη να κάνουν παιδιά, και σίγουρα όχι για να λύσουν κάποια υποτιθέμενη «δημογραφική κρίση». Δεν υπάρχει κρίση, αλλά και να υπήρχε, η λύση της δεν μπορεί να βρίσκεται στις μήτρες των γυναικών.
Η αύξηση των πόρων ώστε η απόκτηση παιδιών να μην είναι κόλαση – είτε πρόκειται για το Καθολικό Βασικό Εισόδημα είτε για άλλες άμεσες εισοδηματικές μεταβιβάσεις, καθώς και για λιγότερο επεμβατικές και εξοντωτικές για τη ζωή μορφές εργασίας – θα πρέπει να είναι θέμα αναπαραγωγικής δικαιοσύνης και όχι μια πολιτική για τη μεγαλύτερη δόξα του κράτους.
Φυσικά, αν εφαρμοστεί οποιοδήποτε είδος στήριξης της αναπαραγωγής ή της ανατροφής των παιδιών, θα πρέπει να αποσυνδεθεί πλήρως από την ενίσχυση ενός συγκεκριμένου τύπου οικογένειας – μιας ετεροφυλόφιλης ή πατριαρχικής κανονικότητας – όπως προτείνεται από την ακροδεξιά.
Η καθολική στήριξη είναι πιο χειραφετητική από φεμινιστική άποψη, επειδή, όντας άνευ όρων, δεν μπορεί να επιβάλει συγκεκριμένες ηθικές απόψεις ή να ενισχύσει τον θεσμό της οικογένειας και επιτρέπει τη δημιουργία συναισθηματικών δεσμών με πιο ελεύθερο τρόπο. Επίσης, η βιολογική σχέση με τους απογόνους δεν πρέπει να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Και φυσικά, οι μετανάστες, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση στα ίδια δικαιώματα.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο Contexto y Acción.
Διαβάστε επίσης:
Το Παγκόσμιο Συνέδριο Οικογενειών επιλέγει το Μεξικό ως πεδίο μάχης κατά των δικαιωμάτων