Η απροσδόκητη πτώση της ακροδεξιάς στην Πολωνία

Η ψήφος των νέων και των γυναικών, η οποία αύξησε το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές της Πολωνίας στο ιστορικό 74%, θεωρείται ένα από τα κλειδιά για την ήττα του PiS. Ο υψηλός πληθωρισμός και η πολιτική διαφθορά συνέβαλαν, επίσης, στην πτώση της ακροδεξιάς.


Του Ricard González


Για την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι βουλευτικές εκλογές της Πολωνίας την Κυριακή 15 Οκτωβρίου ήταν αναμφίβολα οι σημαντικότερες του 2023. Με σχεδόν 40 εκατομμύρια κατοίκους, η Πολωνία είναι το πέμπτο μεγαλύτερο κράτος της ΕΕ, με τη σημασία της να έχει αυξηθεί μετά τη μετατόπιση του κέντρου βάρους προς τα ανατολικά, την οποία προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Επιπλέον, η Πολωνία κυβερνάται τα τελευταία οκτώ χρόνια από το ακροδεξιό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), η αυταρχική διολίσθηση του οποίου έχει οδηγήσει στην κομματική κατάληψη όλων των κρατικών θεσμών και σε μια συνεχή σύγκρουση με τις Βρυξέλλες. Παρ’ όλα αυτά, οι εκλογές δεν προκάλεσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον ευρωπαϊκό Τύπο πιθανώς, επειδή επισκιάστηκαν από τον πόλεμο στη Γάζα. Ενδεχομένως, βέβαια, να μην ήταν ο μοναδικός λόγος.

Στις Βρυξέλλες, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες επικρατεί έντονος σκεπτικισμός. Τα περσινά προηγούμενα για τις λεγόμενες «ανελεύθερες δημοκρατίες», δηλαδή συστήματα τα οποία βρίσκονται στο μέσο μεταξύ δημοκρατίας και δικτατορίας, δεν ήταν κολακευτικά.

Στην Ουγγαρία, ο Βίκτορ Όρμπαν σάρωσε, και στην Τουρκία, ο Ερντογάν επανεξελέγη αφού ξεπέρασε κάθε είδους αντιξοότητες· μια πολύ σοβαρή οικονομική κρίση, μια καταστροφική διαχείριση ενός φονικού σεισμού κ.λπ. Επιπλέον, η ακροδεξιά φάνηκε να πλέει με τον άνεμο στα πανιά της σε ολόκληρη την Ευρώπη: στην Ιταλία, την Φινλανδία, την Σουηδία, ενώ κέρδισε ακόμη και κάποιες τοπικές εκλογές στην Γερμανία.

Ωστόσο, το υπερσυντηρητικό κύμα συνετρίβη σε ένα από τα κύρια προπύργιά του, την καθολική Πολωνία. Η τριμερής συμμαχία της αντιπολίτευσης, με επικεφαλής τον πρώην πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ, κέρδισε μια σαρωτική νίκη που καμία δημοσκόπηση δεν είχε προβλέψει.

Το άθροισμα των 157 βουλευτών του κεντροδεξιού φιλελεύθερου Συνασπισμού των Πολιτών του Τουσκ, των 65 του κεντρώου Τρίτου Δρόμου και των 26 της Νόβα Λέβιτσα, της παραδοσιακής Αριστεράς, έφτασε τους 248 βουλευτές, πάνω από το μαγικό όριο των 230 στη Sejm, την κάτω βουλή της Πολωνίας. Πριν από τις εκλογές, τα τρία κόμματα είχαν ήδη ανακοινώσει την προθυμία τους να σχηματίσουν τριμερή κυβέρνηση συνασπισμού και μάλιστα παρουσίασαν κοινές λίστες για την Γερουσία, όπου κατέλαβαν 66 έδρες από τις συνολικά 100.

Αν και το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) έλαβε τις περισσότερες ψήφους, 35% των ψήφων και 197 βουλευτές, η πτώση του σε σχέση με τις εκλογές του 2019 είναι αξιοσημείωτη, καθώς τότε είχε πάνω από 43% και 235 βουλευτές. Ο μόνος πιθανός εταίρος του, η Konfederacja, έλαβε μόλις 7% και 18 βουλευτές, μακριά από τις καλύτερες προσδοκίες της. Η Konfederacja συμμερίζεται την ξενοφοβία και τον ηθικό συντηρητισμό του PiS, αλλά διαφωνεί με την οικονομική του πολιτική. Ενώ το PiS είναι κρατικιστικό και έχει επιχορηγήσει κοινωνικούς τομείς οι οποίοι τον υποστηρίζουν, η Konferacja είναι ριζικά νεοφιλελεύθερη.

Συμμετοχή και κοινωνική αλλαγή

Τι εξηγεί την απροσδόκητη πολιτική στροφή στην Πολωνία; Πρώτον, η κινητοποίηση των παραδοσιακά αποστασιοποιημένων τμημάτων του πληθυσμού. Η συμμετοχή ανήλθε στο 74%, σε ιστορικό υψηλό, 13 μονάδες υψηλότερη από το 2019 και 23 μονάδες υψηλότερη από το 2015. Εν αναμονή των μετεκλογικών δημοσκοπήσεων που θα επιτρέψουν μια πιο λεπτομερή ανάλυση, μια εύλογη υπόθεση είναι ότι η κινητοποίηση της ψήφου των νέων και των γυναικών ήταν καθοριστική για την αντιπολίτευση.

Μετά από μια πρόσφατη νομική αλλαγή, η χώρα της Κεντρικής Ευρώπης έχει έναν από τους πιο περιοριστικούς νόμους περί αμβλώσεων στην ήπειρο, καθώς η διακοπή της εγκυμοσύνης είναι νόμιμη μόνο σε λίγες εξαιρέσεις, όπως ο κίνδυνος για την υγεία της μητέρας. Ο αριθμός των νόμιμων αμβλώσεων που πραγματοποιούνται στη χώρα μειώθηκε από 1.076 το 2020 σε 107 το 2021.

Η απόλυτη πλειοψηφία ενός υπερσυντηρητικού κόμματος όπως το PiS είχε κρύψει μια υποβόσκουσα τάση της πολωνικής κοινωνίας προς μεγαλύτερη εκκοσμίκευση.

Ο αριθμός των ανθρώπων που πηγαίνουν στην εκκλησία κάθε Κυριακή μειώνεται σταθερά, ενώ σύμφωνα με ορισμένες μελέτες μόλις και μετά βίας ξεπερνά το 30%, πολύ μακριά από το 50% των αρχών της δεκαετίας του 1990.

Αυτό έχει μεταφραστεί σε πιο φιλελεύθερες απόψεις για θέματα όπως οι αμβλώσεις ή τα σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Επί του παρόντος, το 66% του πληθυσμού υποστηρίζει την έγκριση των αμβλώσεων κατά τις πρώτες 12 εβδομάδες της εγκυμοσύνης, ενώ πάνω από το 40% υποστηρίζει τα σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, μια αύξηση άνω των δέκα μονάδων μέσα σε μια δεκαετία.

Σε συζητήσεις με Πολωνούς διαφορετικών ηλικιών και ιδεολογιών, συχνά ασκείται έντονη κριτική στην εμπλοκή της Εκκλησίας στην πολιτική και, κυρίως, στη στενή συμμαχία της με το PiS. Και όλα αυτά σε ένα πλαίσιο στο οποίο η Πολωνική Εκκλησία βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών σεξουαλικών σκανδάλων.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πώς, ακόμη και σε συντηρητικές κοινωνίες με πολύ διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, από την Πολωνία μέχρι το Ιράν, ο «γάμος» μεταξύ θρησκείας και πολιτικής καταλήγει να επιταχύνει την εκκοσμίκευση μέρους της κοινωνίας.

Είναι σαφές ότι η επιβολή αυστηρών ηθικών αρχών από την εξουσία δεν ήταν ο μόνος παράγοντας πίσω από το έντονο αντικυβερνητικό συναίσθημα που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Πολωνία. Δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει τον αντίκτυπο του υψηλού πληθωρισμού, τα επαναλαμβανόμενα σκάνδαλα διαφθοράς και τις πελατειακές πρακτικές της κυβέρνησης.

Ένα ατελές υβριδικό σύστημα;

Μια από τις εξηγήσεις για την απροσδόκητη πτώση του PiS έγκειται στο γεγονός ότι δεν μπόρεσε, ίσως λόγω έλλειψης χρόνου, να δημιουργήσει μια «εκλογική δικτατορία» όπως η τουρκική ή η ουγγρική. Και στις δύο περιπτώσεις, ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης, τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών, είναι σχεδόν απόλυτος.

Στην Πολωνία υπάρχει μεγαλύτερος πλουραλισμός της πληροφόρησης στην ιδιωτική σφαίρα, όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η κορυφαία εφημερίδα της χώρας, η Gazeta Wyborcza, είναι αντιπολιτευόμενη εφημερίδα. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να ανοίγονται τρύπες στην αφήγηση που παράγουν οι κυβερνώντες, ιδίως αν αυτή δεν είναι πολύ πειστική, και να μην μπορούν να αποσιωπήσουν τα σκάνδαλα και τα λάθη τους.

Επιπλέον, το PiS δεν έχει έναν χαρισματικό ηγέτη που να μπορεί να προκαλέσει συναισθηματική και άνευ όρων υποστήριξη σε μέρος του εκλογικού σώματος, όπως συμβαίνει με τους Βίκτορ Ορμπάν και Ερντογάν. Ο απόλυτος ηγέτης του PiS, ο Jaroslaw Kaczynski, είναι ένας σκυθρωπός χαρακτήρας που προτιμά να κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο, γι’ αυτό και πρωθυπουργός είναι ο Tadeusz Morawiecki, ένας τεχνοκράτης από τον κόσμο της οικονομίας.

Επιπλέον, το αφήγημά του για αυτές τις εκλογές δεν ήταν πειστικό. Αρχικά, κατέφυγε στην ίδια στρατηγική που λειτούργησε τόσο καλά το 2015: την εξάπλωση των φόβων για μια «εισβολή μεταναστών από την Μέση Ανατολή».

Για τον σκοπό αυτό, προκήρυξε δημοψήφισμα την ημέρα των εκλογών, στο οποίο, από τα τέσσερα ερωτήματα, τα δύο αφορούσαν την μετανάστευση και η διατύπωση ήταν μεροληπτική.

Εντούτοις, το δημοψήφισμα γύρισε μπούμερανγκ για την κυβέρνηση. Ένα μήνα πριν από τις εκλογές, αποκαλύφθηκε ένα σκάνδαλο, το οποίο αφορούσε την χορήγηση χιλιάδων θεωρήσεων εργασίας σε εργαζομένους εκτός ΕΕ με αντάλλαγμα χιλιάδες ευρώ σε ορισμένες πολωνικές πρεσβείες. Η αντιπολίτευση δεν έχασε την ευκαιρία και σφυροκόπησε την κυβέρνηση, κατηγορώντας την για υποκρισία. Τα δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα και μέρος της κοινωνίας των πολιτών έκαναν με επιτυχία εκστρατεία για το μποϊκοτάρισμα του δημοψηφίσματος, η συμμετοχή του οποίου κυμάνθηκε μόλις στο 40%, κάτω από το όριο του 50% που απαιτείται για να καταστεί δεσμευτικό.

Στην τελική ευθεία της προεκλογικής εκστρατείας, το PiS εστίασε τη στρατηγική του στην εκμετάλλευση του αντιγερμανικού συναισθήματος μεταξύ των εθνικιστικών τμημάτων της κοινωνίας, επαναφέροντας το θέμα των αποζημιώσεων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – απαίτησε 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ (ποσό παρόμοιο με το ετήσιο ΑΕΠ της Ισπανίας) από το Βερολίνοκατηγορώντας τον Τουσκ ως «προδότη» και «πράκτορα της Γερμανίας»: ο παππούς του Τουσκ είχε πολεμήσει με τους Ναζί -κατατάχθηκε με τη βία στο κατεχόμενο Γκντανσκ-, μιλάει γερμανικά και κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του είχε εγκάρδιες σχέσεις με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.

Όταν αυτά τα επιχειρήματα δεν έπιαναν πια τόπο, ο Τουσκ κατηγορήθηκε ότι είναι πράκτορας του Πούτιν. Συμπέρασμα: δεν αρκεί να κυριαρχείς στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης, πρέπει να ξέρεις πώς να χτίσεις μια καλή ιστορία. Ακόμη και ένας από τους πιο γνωστούς δημοσιογράφους της πολωνικής δημόσιας τηλεόρασης παραδέχθηκε μετά τις εκλογές ότι «η προπαγάνδα μας ήταν χειρότερη από ότι επί κομμουνισμού».

Ο δύσκολος δρόμος προς τη «νέα Πολωνία»

Τα καλά νέα για την αντιπολίτευση είναι ότι όχι μόνο κέρδισε, αλλά το έκανε με εντυπωσιακό τρόπο (πάνω από 54% της λαϊκής ψήφου) και έχει σαφή εντολή να εφαρμόσει ουσιαστικές αλλαγές. Ωστόσο, η εφαρμογή της στην πράξη δεν θα είναι εύκολη. Κατ’ αρχάς, όλα τα κρατικά θεσμικά όργανα στα οποία κυριαρχεί το PiS αναμένεται να εφαρμόσουν τακτικές κωλυσιεργίας, ξεκινώντας από τον πρόεδρο Andrzej Duda, ο οποίος έχει την εξουσία να ασκεί βέτο σε νόμους.

Η κυβέρνηση θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπη με ένα ηθικό δίλημμα: ο σκοπός η ανάκτηση της ανεξαρτησίας των θεσμών δικαιολογεί μέσα, όπως η παράκαμψη ορισμένων δημοκρατικών κανόνων ή αρχών; Ελλείψει πρόσφατων προηγούμενων, δεν υπάρχει οδικός χάρτης για το πώς μπορεί να επιστρέψει μια χώρα σε δημοκρατική πορεία μετά την εγκαθίδρυση ενός ημιαυταρχικού συστήματος.

Η άλλη πρόκληση για τη νέα κυβέρνηση θα είναι να μην υπερβεί την εντολή της. Η χθεσινή συντηρητική και εθνικιστική Πολωνία δεν έχει εξαφανιστεί. Στην πραγματικότητα, αν και η εκτελεστική εξουσία απέτυχε να καταστήσει το δημοψήφισμα νομικά δεσμευτικό, η θέση της ήταν νικήτρια σε απόλυτους όρους: το 52% των ψηφοφόρων ψήφισε υπέρ των θέσεών της, έναντι ενός 48% που ψήφισε κατά ή απείχε.

Έτσι, ένας σημαντικός αριθμός όσων ψήφισαν κόμματα της αντιπολίτευσης -σχεδόν το 10%- υποστήριξε την κυβέρνηση στο μεταναστευτικό ζήτημα. Τούτου λεχθέντος, δεδομένης της τάσης των μεγάλων ευρωπαϊκών κομμάτων να υιοθετούν όλο και πιο δεξιές θέσεις για το μεταναστευτικό, δεν θα πρέπει να είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον Τουσκ να ενταχθεί στη συναίνεση της ΕΕ χωρίς να αποξενώσει τους ψηφοφόρους του με πιο συντηρητικές θέσεις για το ζήτημα.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο Contexto

Διαβάστε επίσης:

Γιατί η Αριστερά είναι απούσα στην Πολωνία;

Περισσότερος ανθρώπινος πόνος στα σύνορα με τη νέα συμφωνία της ΕΕ για τη μετανάστευση