O Haggai Matar, ισραηλινός δημοσιογράφος, ακτιβιστής, αντιρρησίας συνείδησης και διευθυντής του +972 μιλά για το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση στα μέτωπα της ισραηλινο-παλαιστινιακής κρίσης, μετά την 7η Οκτωβρίου. Αναφέρεται στα πολλαπλά θύματα και τραύματα και από τις δύο πλευρές αλλά και στην αποδιοργάνωση των προοδευτικών φωνών απέναντι σε μια καταστροφή που βαθαίνει. «Οι διχαστικές τάσεις ευδοκιμούν σε δύο κοινότητες που είναι παγιδευμένες σε μια πραγματική θλίψη, φόβο και άγχος, ενώ και οι δύο αντλούν από συλλογικά τραύματα του παρελθόντος – το Ολοκαύτωμα και τη Νάκμπα – των οποίων οι μνήμες αναβιώνουν από τη γενοκτονική ρητορική των ηγετών της Χαμάς και της ισραηλινής κυβέρνησης – και, στην περίπτωση των Παλαιστινίων, από τις πραγματικές εκτοπίσεις και τη συζήτηση σχεδίων για ακόμη περισσότερες εκτοπίσεις», αναφέρει ο ίδιος. Το pass-word αναδημοσιεύει την ανάλυσή του σε δύο μέρη. Ακολουθεί το δεύτερο μέρος.
Του Haggai Matar
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Μια διαλυμένη Aριστερά
Σε αυτήν τη συγκυρία, γινόμαστε επίσης μάρτυρες μιας οδυνηρής στιγμής για την Αριστερά στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, καθώς πολλοί γύρω μας αισθάνονται εντελώς απελπισμένοι. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Noam Shuster στο +972, βλέπουμε τις δύο εθνικές κοινότητες γύρω μας να αποσύρονται στα ξεχωριστά τους κελύφη, με ταχέως αντικρουόμενες αφηγήσεις για τα γεγονότα του περασμένου μήνα και μειωμένη πίστη η μία στην άλλη.
Αυτό αφήνει όσους από εμάς έχουν δεσμευτεί για κοινούς χώρους, κοινή αντίσταση και ένα κοινό μέλλον που βασίζεται στην ισότητα, εντελώς απομονωμένους. Είναι, με πολλούς τρόπους, ένας συμπυκνωμένος μικρόκοσμος των ρήξεων που έχουν προκύψει εντός της Αριστεράς παγκοσμίως κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα.
Πολλοί Εβραίοι Ισραηλινοί που θεωρούσαν ότι ανήκουν στην τοπική και παγκόσμια Αριστερά, και οι οποίοι ήταν σταθεροί αντίπαλοι της κατοχής και υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ισότητας, σοκαρίστηκαν εντελώς από τη σφοδρότητα της επίθεσης της Χαμάς.
Η στοχοποίηση τόσων πολλών αμάχων, πολλοί από τους οποίους ήταν αφοσιωμένοι ακτιβιστές κατά της πολιορκίας της Γάζας και του ισραηλινού απαρτχάιντ ευρύτερα, ήταν σοκαριστική.
Το αρχικό, κατανοητό σοκ – το οποίο μοιράζομαι κι εγώ – έχει ενισχυθεί από ένα αίσθημα απογοήτευσης για αυτό που βίωσαν ως έλλειψη αλληλεγγύης από Παλαιστίνιους ηγέτες, φίλους και συναδέλφους μπροστά σε αυτήν την φρίκη.
Πραγματικά ανησυχητικές τάσεις είτε άρνησης, είτε δικαιολόγησης των σφαγών σε ορισμένους παλαιστινιακούς κύκλους και στην παγκόσμια Αριστερά, οδήγησαν κάποιους να αρχίσουν να απαιτούν από τους φίλους τους να καταγγείλουν την Χαμάς και να δηλώσουν τη δέσμευσή τους στο δικαίωμα των Εβραίων να ζουν σε αυτήν την γη, ως απόδειξη αμοιβαίας αλληλεγγύης και συμμαχίας.
Ταυτόχρονα, ορισμένοι από τους Ισραηλινούς δικαιολογούν την επίθεση στη Γάζα. Πολλοί αναγνωρίζουν ότι δεν υπάρχει στρατιωτική λύση μακροπρόθεσμα και τονίζουν ότι δεν επιθυμούν να βλάψουν τους Παλαιστίνιους πολίτες, αλλά επιμένουν ότι «δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να ανατρέψουμε αυτό το καθεστώς».
Ενώ ορισμένοι μπορεί να απορρίπτουν τις επιθέσεις των εποίκων στη Δυτική Όχθη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί η δίωξη των Παλαιστινίων πολιτών, η οποία δικαιολογείται με την ίδια λογική εναντίον πρώην φίλων και συμμάχων.
Από την πλευρά των Παλαιστινίων, πολλοί επιλέγουν την πλήρη σιωπή, εν πολλοίς από φόβο πως οποιαδήποτε δήλωσή τους θα μπορούσε και πιθανότατα θα χρησιμοποιηθεί εναντίον τους.
Οποιαδήποτε εκδήλωση θλίψης για τις σφαγές της 7ης Οκτωβρίου χειραγωγείται από τους Ισραηλινούς για να δικαιολογήσει τις φρικαλεότητες που προκαλεί το Ισραήλ στη Γάζα, και κάθε ένδειξη φροντίδας για τους κατοίκους της Γάζας ερμηνεύεται από μεγάλο μέρος της εβραϊκής πλειοψηφίας, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτών και της αστυνομίας, ως προδοσία και συμπαιγνία με τον εχθρό.
Από τους Παλαιστίνιους που τολμούν να κάνουν δημόσιες δηλώσεις, ορισμένοι προσπαθούν να βαδίσουν σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ της αναγνώρισης του δικαιώματος ενός κατεχόμενου λαού να αντισταθεί με βία, αλλά με επίκεντρο κρατικούς ή στρατιωτικούς στόχους, δικαιολογώντας έτσι την «πρώτη φάση» της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου, και απορρίπτοντας τις επακόλουθες σφαγές αμάχων.
Άλλοι είτε αναζητούν τρόπους για να αρνηθούν ότι οι σφαγές έλαβαν χώρα – για παράδειγμα, προσκολλώντας σε θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με το ότι ο ισραηλινός στρατός σκότωσε πράγματι αμάχους, ενώ προσπαθούσε να τους διασώσει ή να αποτρέψει την απαγωγή τους (κάτι που μπορεί να συνέβη σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά σε πολύ μικρότερο αριθμό από ότι υπονοείται) – είτε τις δικαιολογούν λέγοντας ότι η αποαποικιοποίηση είναι «βρώμικη» και «άσχημη» επειδή αντιστρέφει την αρχική βάναυση καταπίεση που καταπολεμά.
Οι Παλαιστίνιοι πολίτες του Ισραήλ, από την πλευρά τους, βλέπουν επίσης με μεγάλη απογοήτευση ορισμένους Εβραίους ηγέτες, συναδέλφους και φίλους της Αριστεράς. Από την αποτυχία να σταθούν στο πλευρό του λαού της Γάζας που αντιμετωπίζει τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττει η κυβέρνησή μας, μέχρι την αποτυχία να μιλήσουν για εκείνους που διώκονται από ένα όλο και πιο αυταρχικό καθεστώς, οι Παλαιστίνιοι πολίτες αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι και προδομένοι από πολλούς Εβραίους συμμάχους που, μέχρι πριν από ένα μήνα, διαδήλωναν έντονα στους δρόμους στο όνομα της «δημοκρατίας».
Αυτές οι τάσεις ευδοκιμούν σε δύο κοινότητες που είναι παγιδευμένες σε μια πραγματική θλίψη, φόβο και άγχος, ενώ και οι δύο αντλούν από συλλογικά τραύματα του παρελθόντος – το Ολοκαύτωμα και τη Νάκμπα – των οποίων οι μνήμες αναβιώνουν από τη γενοκτονική ρητορική των ηγετών της Χαμάς και της ισραηλινής κυβέρνησης – και, στην περίπτωση των Παλαιστινίων, από τις πραγματικές εκτοπίσεις και τη συζήτηση σχεδίων για ακόμη περισσότερες εκτοπίσεις.
Περιττό να πούμε ότι με το να αποσύρεται κάθε πλευρά στην προστασία της εθνικής ή εθνοτικής της ομάδας επιβεβαιώνει επίσης άθελά της τους φόβους και τις απογοητεύσεις της άλλης, δημιουργώντας μια καταστροφική δυναμική κλιμακούμενης δυσπιστίας και απόγνωσης.
Σκοτεινοί Ορίζοντες
Δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Οι Ισραηλινοί ηγέτες μας υπόσχονται μια «πολύ μακρά» εκστρατεία που μπορεί να διαρκέσει «μήνες» ή «χρόνια».
Ωστόσο, με την παγκόσμια κοινή γνώμη να μετατοπίζεται μπροστά στο μακελειό και την ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα, και με την εσωτερική ισραηλινή απαίτηση για την απελευθέρωση των πάνω από 200 αιχμαλώτων που κρατούνται από τη Χαμάς, τη δυσπιστία προς την κυβέρνηση και την περιορισμένη ανοχή για το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος του πολέμου, πιστεύω ότι είναι πιο πιθανό να δούμε μια κατάπαυση του πυρός σε λίγες εβδομάδες (Σ.τ.Μ. το κείμενο έχει δημοσιευτεί πριν από την πρόσφατη συμφωνηθείσα κατάπαυση του πυρός).
Είναι επίσης αδύνατο να εκτιμήσουμε το εύρος της νέας εποχής που θα ξεκινήσει μετά από αυτόν τον πόλεμο. Δεν μπορούμε να πούμε ποιος θα κυβερνήσει τη Γάζα – η Χαμάς, η Παλαιστινιακή Αρχή, μια διεθνής δύναμη ή το ίδιο το Ισραήλ.
Το μέγεθος των προσπαθειών αποκατάστασης που απαιτούνται στη Γάζα είναι αδιανόητο. Θα χρειαστεί, επίσης, να ανοικοδομηθούν οι ισραηλινές κοινότητες που καταστράφηκαν ή εκκενώθηκαν στο νότο και στο βορρά.
Θα αφήσω σημαντικές συζητήσεις σχετικά με την παλαιστινιακή ηγεσία και τον αγώνα, την ευρύτερη περιφερειακή δυναμική και τον ρόλο των ξένων δυνάμεων για μελλοντικές αναλύσεις, τις οποίες θα δημοσιεύσουμε τις επόμενες εβδομάδες και μήνες στο +972. Προς το παρόν, επιθυμώ να επικεντρωθώ στο ζήτημα της εβραϊκής-ισραηλινής πολιτικής.
Δύο αλλαγές μου φαίνονται πολύ σαφείς σε αυτό το σημείο: το τέλος της εποχής Νετανιάχου και το τέλος της κυριαρχίας του λόγου περί «διαχείρισης της σύγκρουσης» στην ισραηλινή κοινωνία, δίνοντας τη θέση του σε μια ανανεωμένη δημόσια συζήτηση για το μέλλον των εβραϊκο-αραβικών σχέσεων.
Ο Νετανιάχου είναι τελειωμένος. Ξέρω ότι αυτό έχει ειπωθεί πολλές φορές στο παρελθόν και ότι ο ηγέτης αυτός έχει δείξει απίστευτες ικανότητες επιβίωσης, αλλά με όσα συνέβησαν τον τελευταίο μήνα, έχουμε ξεπεράσει αυτό το σημείο.
Όλες οι δημοσκοπήσεις από τις 7 Οκτωβρίου δείχνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ισραηλινών, συμπεριλαμβανομένης μιας σημαντικής πλειοψηφίας στο κόμμα του, το Likud, πιστεύουν ότι αυτός ευθύνεται για τη στρατιωτική ήττα του Ισραήλ από την Χαμάς και ότι πρέπει να αποχωρήσει. Ορισμένοι από τους συμμάχους του στα μέσα ενημέρωσης και στην κυβέρνηση έχουν ήδη στραφεί εναντίον του, προετοιμάζοντας την επόμενη μέρα.
Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που ο Νετανιάχου είναι τόσο επικίνδυνος αυτή τη στιγμή, καθώς πιστεύει – και σωστά, όπως έχουν τα πράγματα – ότι όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, κανείς δεν θα ασχοληθεί με την πολιτική της αντικατάστασης ενός πρωθυπουργού.
Πολύ πιο σημαντικό από τον ίδιο τον Νετανιάχου, όμως, είναι το δόγμα Νετανιάχου, το οποίο έχει γίνει σχεδόν κοινή συναίνεση της εβραϊκής-ισραηλινής πολιτικής. Αυτό το δόγμα υποστήριζε ότι το Ισραήλ έχει νικήσει τους Παλαιστίνιους, ότι δεν αποτελούν πλέον πρόβλημα για να τους αντιμετωπίσουμε, ότι μπορούμε να «διαχειριστούμε» τη σύγκρουση και ότι πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας σε άλλα θέματα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της σχεδόν αδιάκοπης διακυβέρνησής του από το 2009, αυτή η αντίληψη κέρδισε τις καρδιές και τα μυαλά των Ισραηλινών και το ερώτημα «τι πρέπει να γίνει με τους Παλαιστίνιους» – το οποίο αποτελούσε την κύρια διαχωριστική γραμμή της ισραηλινής πολιτικής – απομακρύνθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ημερήσια διάταξη. Τον περασμένο μήνα, η Χαμάς αποδεκάτισε αυτή την αντίληψη για τα επόμενα χρόνια και ίσως δεκαετίες.
Στις επόμενες ισραηλινές εκλογές, όποτε κι αν αυτές διεξαχθούν, είναι πιθανό να δούμε μια αναδιοργάνωση του πολιτικού χάρτη, με τη δημιουργία ενδεχομένως τριών διακριτών μπλοκ. Είναι πολύ νωρίς για να πούμε πόση έλξη θα ασκήσει το καθένα από αυτά τα στρατόπεδα, αλλά να πώς θα μπορούσαν να μοιάζουν.
Τα τρία ενδεχόμενα στρατόπεδα στο Ισραήλ
Η πρώτη είναι φυσικά η ακροδεξιά, η οποία έχει ήδη αρχίσει να κερδίζει έδαφος από το 2021 και η οποία θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από τα πρόσφατα γεγονότα. Με επικεφαλής πρόσωπα, όπως ο Itamar Ben Gvir και ο Bezalel Smotrich, και πιθανώς με την προσθήκη κάποιων από το Likud, αυτό το στρατόπεδο θα υποστηρίξει ότι, ανεξάρτητα από το πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος, απλά δεν ήταν αρκετός.
Το Ισραήλ, θα υποστηρίξουν, χρειάζεται μια οριστική λύση που θα βασίζεται σε μια μεγάλης κλίμακας εθνοκάθαρση, επειδή, στα μάτια τους, ολόκληρη η γη, μας ανήκει και δεν υπάρχει χώρος για τον παλαιστινιακό λαό να μείνει εδώ ως συλλογικότητα.
Μια δεύτερη προσέγγιση, πιθανώς υπό την ηγεσία του Benny Gantz και του Yair Lapid, θα επικεντρωθεί πιθανότατα σε μονομερή βήματα, όπως μια «δεύτερη απομάκρυνση» από τη Δυτική Όχθη, την απομάκρυνση των οικισμών ανατολικά του διαχωριστικού φράγματος, την προσάρτηση των υπολοίπων και την ενίσχυση των τειχών που περικλείουν τους Παλαιστίνιους τόσο στη Δυτική Όχθη όσο και στη Γάζα με περισσότερη τεχνολογία και περισσότερους στρατιώτες από ποτέ.
Μέρος αυτής της προσέγγισης μπορεί επίσης να περιλαμβάνει τη στρατηγική του «κουρέματος του γκαζόν» – ουσιαστικά, περιοδικά επαναλαμβανόμενες στρατιωτικές εκστρατείες – για να εμποδίσει τους Παλαιστίνιους να αναπτύξουν σημαντικές ένοπλες δυνατότητες.
Το τρίτο στρατόπεδο είναι πιθανό να είναι μια αναδιαμόρφωση αυτού που ήταν το Εργατικό Κόμμα, το Meretz και τμήματα του Yesh Atid, στο οποίο μπορεί να παίξει βασικό ρόλο ο νεοαποκτηθείς ήρωας της σιωνιστικής κεντροαριστεράς: ο πρώην βουλευτής του Meretz και στρατηγός του στρατού Yair Golan, ο οποίος την 7η Οκτωβρίου πέρασε ως εθελοντική μονάδα κομάντο ενός ατόμου, μπαινοβγαίνοντας σε αρένες μάχης με το όπλο και το ιδιωτικό του αυτοκίνητο, διασώζοντας επιζώντες υπό πυρά.
Αυτό το στρατόπεδο πιθανότατα θα προτείνει την επιστροφή στο παράδειγμα του διαχωρισμού δύο κρατών, που θα επιτευχθεί μέσω διαπραγματεύσεων με την PLO. Μπορεί επίσης να προσπαθήσει να προωθήσει κάποια ρητορική συνύπαρξης εντός του Ισραήλ, προωθώντας διαφορετικές μορφές αραβο-εβραϊκής σύμπραξης στην πολιτική ζωή.
Τα δύο τελευταία στρατόπεδα θα ενθαρρυνθούν από τα έντονα αντιεποικιστικά αισθήματα που αυξάνονται στην ισραηλινή κοινή γνώμη, ιδίως από τότε που οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές άρχισαν δικαίως να εντοπίζουν τη σύνδεση μεταξύ της δικαστικής αναθεώρησης της ακροδεξιάς και των ιδεολογικών πηγών της στο θρησκευτικό σιωνιστικό κίνημα στα κατεχόμενα εδάφη.
Η απόρριψη των πογκρόμ των εποίκων, όπως αυτό στη Χουβάρα τον περασμένο Φεβρουάριο, έχει αυξηθεί, ενώ πολλοί Ισραηλινοί βλέπουν τις τρέχουσες επιθέσεις των εποίκων στη Δυτική Όχθη να προκαλούν ένα τρίτο μέτωπο στον πόλεμο.
Επιπλέον, η γνώση ότι ο ισραηλινός στρατός είχε αναδιατάξει δυνάμεις από τον φράχτη της Γάζας για τη φύλαξη εξτρεμιστών εποίκων σε απομακρυσμένα φυλάκια της Δυτικής Όχθης τους τελευταίους μήνες, γεγονός που μπορεί να άνοιξε τον δρόμο για την επιτυχία της στρατιωτικής επιχείρησης της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ενίσχυσε το μίσος και τη δυσαρέσκεια για αυτούς τους εποίκους.
Τούτου λεχθέντος, το μίσος των Ισραηλινών προς τους Παλαιστίνιους έχει εκτοξευθεί πολύ περισσότερο και η απομακρυσμένη πιθανότητα να γίνει αποδεκτή από τους Ισραηλινούς μια λύση ενός κράτους ή μιας συνομοσπονδίας έχει συρρικνωθεί περαιτέρω.
Εμπρός στο άγνωστο
Αυτή είναι μια ζοφερή και δύσκολη περίοδος για όσους από εμάς έχουν δεσμευτεί να αντιταχθούν στο απαρτχάιντ και να προωθήσουν μια λύση που θα βασίζεται στη δικαιοσύνη και την ισότητα για όλους.
Από τη μία πλευρά, τα επιτεύγματα που κερδήθηκαν με κόπο σε δεκαετίες κοινού αγώνα έχουν διαγραφεί από τις σφαγές της Χαμάς και θα είναι δύσκολο να ανακτηθούν. Το κίνημά μας βρίσκεται σε σύγχυση και η απελπισία περισσεύει. Χιλιάδες ζωές έχουν χαθεί, χιλιάδες ακόμα μπορεί να χαθούν, ενώ τα συλλογικά τραύματα που κουβαλάμε εντείνονται μέρα με τη μέρα.
Παρ’ όλα αυτά, θέλω να πιστεύω πως πολλά από αυτά για τα οποία αγωνιζόμαστε θα γίνουν όλο και πιο σημαντικά, με περισσότερους ανθρώπους σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο πρόθυμους να αναγνωρίσουν ότι το σύστημα κάτω από το οποίο ζούμε είναι άδικο, μη βιώσιμο και δεν προσφέρει σε κανέναν από εμάς πραγματική ασφάλεια.
Πρέπει να διπλασιάσουμε τη δέσμευσή μας για την προώθηση μιας ειρηνικής πολιτικής διαδικασίας, με διακηρυγμένο στόχο τον τερματισμό της κατοχής, την αναγνώριση του δικαιώματος επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων και την εξεύρεση δημιουργικών λύσεων για την υλοποίηση αυτού του δικαιώματος.
Όμως η νέα πραγματικότητα θα απαιτήσει κάποιες ανακατατάξεις. Παράλληλα με τη δέσμευσή μας για την πλήρη πραγμάτωση των δικαιωμάτων όλων των Παλαιστινίων, το προοδευτικό, αντι-απαρτχάιντ κίνημά μας θα πρέπει να αναφέρεται ρητά στα συλλογικά δικαιώματα των Εβραίων σε αυτή τη γη και να διασφαλίσει ότι η ασφάλειά τους θα είναι εγγυημένη σε οποιαδήποτε λύση βρεθεί.
Θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τη Χαμάς και τη θέση της σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, διασφαλίζοντας ότι δεν θα μπορεί πλέον να διαπράττει τέτοιες επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών, όπως ακριβώς επιμένουμε στην ασφάλεια των Παλαιστινίων και στην προστασία τους από την ισραηλινή στρατιωτική επιθετικότητα. Χωρίς αυτό, θα είναι αδύνατο να προχωρήσουμε μπροστά.
Μέχρι τότε, υπάρχουν δύο εξαιρετικά επείγουσες εκκλήσεις στις οποίες πρέπει να επικεντρώσουμε τις προσπάθειές μας αυτή τη στιγμή: απελευθέρωση πολιτικών ομήρων και άμεση κατάπαυση του πυρός. Τώρα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο +972.
Διαβάστε επίσης το πρώτο μέρος του άρθρου:
Ισραήλ-Παλαιστίνη: Πώς η 7η Οκτωβρίου άλλαξε όλες τις πλευρές