Το Κρεμλίνο εμφανίζεται να εκφράζει μια αυτοπεποίθηση στον χειρισμό ζητημάτων διεθνούς εμβέλειας, με τη μετάβαση στην ανοικοδόμηση ενός μοντέλου εξουσίας που ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, και σε πολλά θέματα μοιάζει να λειτουργεί ως ισχυρότερος παίκτης από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή και τις ΗΠΑ. Παρ’ όλα αυτά, η Ρωσία δεν έχει ενισχυθεί σημαντικά σε σχέση με τους δυτικούς πόλους εξουσίας.
Του Βίκτωρα Χρηστίδη
Το Κρεμλίνο, το οποίο κληρονόμησε ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της πολεμικής βιομηχανίας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, επένδυσε τα τελευταία χρόνια στις νέες τεχνολογίες, ενώ σημαντικότερη οικονομική του πηγή δεν είναι άλλη από την εκμετάλλευση φυσικών πόρων από τις εταιρίες-«μεγαθήρια», τα οποία επωφελήθηκαν από τις οικονομίες κλίμακας (economies of scale) εξαιτίας του μεγέθους τους. Ταυτόχρονα, σημαντική ήταν και η πολυδιάστατη συνεργασία με την Κίνα, όπου φυσικά υπάρχουν προκλήσεις.
Η Ρωσία –πιο σωστά η Εξουσία του Κρεμλίνου– βρέθηκε σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, κατά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ τα φαινόμενα διαφθοράς, ειδικά για την περίοδο πριν από την αρχή του 21ου αιώνα, ήταν έντονα και ανεξέλεγκτα, σε βαθμό που αποτελούσαν εμπόδιο σε μια ριζική μεταρρύθμιση της ρωσικής οικονομίας.
Αν εξαιρέσουμε τον ενεργειακό τομέα –όπου η Ρωσία επωφελήθηκε από τις παγκόσμιες τιμές– την πολεμική βιομηχανία και, σε μικρότερο βαθμό λόγω κλίμακας, την παραγωγή βαρέων οχημάτων, δεν υπάρχει κάποιος άλλος τομέας στον οποίο να έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα.
Το Κρεμλίνο γνώριζε την κατάσταση, και για αυτόν τον λόγο οι φωνές που υποστήριζαν την ανάγκη διαφοροποίησης της ρωσικής οικονομίας ήταν ισχυρές, χωρίς όμως απτά αποτελέσματα.
Η οικονομική κρίση του 2008 είχε επιπτώσεις στη Ρωσία εξαιτίας της πτώσης των τιμών του πετρελαίου που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια, ενώ ταυτόχρονα η Κομισιόν έβαζε πάγο στα σχέδια κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Νότιος Διάδρομος.
Οι οικονομικές κυρώσεις, με αφορμή την πολιτική της χώρας στην Ουκρανία επέδρασαν επίσης αρνητικά. Πολλοί αναλυτές πίστευαν ότι αυτό θα έπληττε το προφίλ του ρώσου Προέδρου, καθώς ο λαός θα εξέφραζε τη δυσαρέσκειά του, αλλά το ζήτημα της Κριμαίας και η γενικότερη επικοινωνιακή πολιτική «στοχοποίησης» της Δύσης για τις επιλογές της δεν επέδρασαν με αυτόν τον τρόπο αυτό.
Στον διπλωματικό τομέα, τα προηγούμενα χρόνια το Κρεμλίνο δεν διατύπωνε ισχυρές αντιδράσεις για τις επεμβάσεις των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ενώ στον τομέα της αντιμετώπισης της «τρομοκρατίας» υπήρξε σοβαρή συνεργασία με το ΝΑΤΟ, η οποία ανακόπηκε μόνο εν μέρει κατά την κρίση στη Γεωργία και μετέπειτα στην Ουκρανία. Επίσης, οι διαφωνίες για την «επέκταση» της αντιπυραυλικής ασπίδας έπαιξαν αρνητικό ρόλο.
Συγκριτικά με τους δυτικούς πόλους εξουσίας, η ισορροπία της ισχύος μπορεί να δείχνει μια ενίσχυση της ρωσικής δύναμης. Όμως, στην πραγματικότητα, μάλλον πρόκειται για μια πτωτική δυναμική των παραδοσιακά ισχυρών δυτικών κρατών, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης αλλά και της παγκοσμιοποίησης που ακολούθησε το «τέλος της ιστορίας». Οι κρίσεις σε διάφορα μέτωπα, από τον γενικό όρο των επιπτώσεων της τρομοκρατίας, την «αποτελεσματική» (;) επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολή, τις αποστολές στην Αφρική, την περίπτωση της Ουκρανίας αλλά και τις διαφωνίες ως προς την επίτευξη των δυτικών στόχων στη Συρία, αποτελούν παράγοντες που συνηγορούν υπέρ αυτού.
Η περίπτωση βέβαια της Συρίας είναι λίγο διαφορετική. Εκεί δεν υπάρχει πλέον ένας «κλασικός ανταγωνισμός» Ρωσίας-ΗΠΑ/ΕΕ. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης, έχουν εισέλθει δυναμικά και άλλες δυνάμεις, συνυπολογίζοντας τα τοπικά δίκτυα εξουσίας. Η αδυναμία των δυτικών πόλων εξουσίας να εξυπηρετήσουν με επιτυχία τα συμφέροντά τους έχει δώσει χώρο σε άλλες δυνάμεις να διαδραματίσουν ρόλο στην περιοχή, όπως στο Ιράν και τη Σαουδική Αραβία.
Ακόμα όμως και εάν μιλούσαμε για επίτευξη ειρήνης στη Συρία δεν θα σήμαινε το τέλος του δράματος των Σύρων που εγκαταλείπουν την χώρα. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια για μια πραγματική ανοικοδόμηση που θα δημιουργούσε ικανές συνθήκες διαβίωσης, ενώ οι φυλετικές, θρησκευτικές και άλλες διαφορές έχουν ήδη εδραιωθεί μέσα στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, καθιστώντας την επίτευξη ενότητας δύσκολη αποστολή.
Που βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτές τις συγκρούσεις βρίσκεται ανάμεσα σε ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και Ρωσία, με έλλειψη σοβαρών πρωτοβουλιών και χωρίς την στήριξη των ΗΠΑ. Στον οικονομικό τομέα, ο ανταγωνισμός με αναδυόμενες οικονομίες δεν είναι διόλου αμελητέος, ιδιαίτερα στην περίπτωση της γερμανικής βιομηχανίας σε σύγκριση με την Κίνα.
Η οικονομική κρίση του 2008 επηρέασε βαθιά την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους πολίτες των ευάλωτων κρατών να αποτελούν τα ουσιαστικά θύματα. Μεγάλο πλήγμα της κρίσης εκτός του οικονομικού τομέα και του πολιτικού (ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις σε κράτη του πυρήνα) αφορά την εικόνα της Ένωσης ως προτύπου, αν και εξαιτίας των ανισοτήτων που επιβάλλονται σε τρίτες χώρες συνεχίζει να προσελκύει μετανάστες για μια καλύτερη ζωή.
Πολλοί αναλυτές έσπευσαν μετά τη δέσμη μέτρων, δηλαδή μνημονίων για χώρες του Ευρωπαϊκού νότου κυρίως και την επιβολή λιτότητας, να υποστηρίξουν ότι «the crisis is over», καθώς συγκεκριμένοι οικονομικοί δείκτες έδειχναν μια σχετική ανάκαμψη την εποχή των success stories. Όμως, οι προειδοποιήσεις για παραμονή σε μια κατάσταση αδύναμης ανάπτυξης, με υψηλά ποσοστά ανεργίας, είναι ένα εφιαλτικό σενάριο που έχει ήδη επισημανθεί από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα είναι αυτά που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, αφού πάνω σε αυτά στηρίζεται η «αδυναμία» των δυτικών πόλων εξουσίας. Η μη επικέντρωση των προσπαθειών στα παραπάνω είναι που παραχωρεί χώρο σε τρίτες δυνάμεις στα παγκόσμια ζητήματα.