Στόχος των σχέσεων της αργεντίνικης δικτατορίας με επιχειρήσεις ήταν η καταστολή των συνδικάτων και η εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών που θα ήταν αδύνατη χωρίς το στρατιωτικό πραξικόπημα. Αρκετά υψηλόβαθμα στελέχη της Ford καταδικάστηκαν το 2018 για συμμετοχή στην καταστολή.
Της Inés Haye
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Όταν η Ford εγκαταστάθηκε στην Αργεντινή το 1961, στην πόλη General Pacheco του Μπουένος Άιρες, ήταν το όνειρο του κάθε εργαζόμενου να μπορέσει να εργαστεί εκεί.
Ενταγμένη στο πλαίσιο του αναπτυξιακού σχεδίου του τότε ριζοσπάστη προέδρου Arturo Frondizi, η εταιρεία άρχισε να κατασκευάζει πρώτα κινητήρες και στη συνέχεια αυτοκίνητα και φορτηγά. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 απασχολούσε 7.500 υπαλλήλους σε τρεις βάρδιες.
Αυτό που δεν φανταζόντουσαν ποτέ οι εργάτες όταν εντάχθηκαν στη Ford ήταν ότι ο εργασιακός χώρος, ο οποίος τους επέτρεψε να πετύχουν ιστορικές νίκες σε μισθούς και συμμετοχή θα ήταν συνυπεύθυνος για τις εξαφανίσεις και τα βασανιστήρια τους μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που ξέσπασε στην Αργεντινή στις 24 Μαρτίου 1976.
«Στις 28 Μαρτίου 1976, γύρω στις οκτώ και μισή το βράδυ, έπαιζα με τα παιδιά μου στο κρεβάτι, ενός και δύο ετών, όταν μπήκαν και με απήγαγαν», δήλωσε ο Adolfo Sánchez, πρώην συνδικαλιστικός εκπρόσωπος της εταιρείας Ford, στην ιστορική δίκη του 2018.
Χρειάστηκαν 42 χρόνια για να δικαιωθούν οι εργαζόμενοι: στις 11 Δεκεμβρίου 2018 καταδικάστηκαν αρκετά κορυφαία στελέχη της πολυεθνικής.
Ήταν η πρώτη καταδίκη στην Αργεντινή πολιτικών προσώπων που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Pedro Troiani, επίσης αντιπρόσωπος του συνδικάτου στην εταιρεία, κατήγγειλε τα εξής: «Μου πέρασαν χειροπέδες και με πήγαν στον περίφημο χώρο μπάρμπεκιου που πάντα καταγγέλλαμε, και εκεί μου έβαλαν κουκούλα με το ίδιο μου το πουκάμισο και μου έδεσαν τα χέρια πίσω από την πλάτη με σύρμα. Το μήνυμα ήταν ότι οι εκπρόσωποι έπρεπε να εξαλειφθούν και ότι δεν έπρεπε να υπάρχει συνδικαλισμός στο εργοστάσιο. Ήταν προφανές ότι η λίστα τους είχε δοθεί από την εταιρεία, αλλιώς πώς ήξεραν πού βρισκόμασταν; Ήμασταν περισσότεροι από 7.000 εργαζόμενοι».
Ο Troiani, ο οποίος πέθανε το 2021, συνέβαλε καθοριστικά στην οργάνωση και ενθάρρυνση των συναδέλφων του να καταθέσουν ως μάρτυρες στην υπόθεση.
Σύμφωνα με την Victoria Basualdo, ερευνήτρια στο Εθνικό Συμβούλιο Επιστημονικής και Τεχνικής Έρευνας (CONICET), ειδικό στην εταιρική ευθύνη σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, «η δίκη της Ford ήταν παραδειγματική, επειδή εργάστηκε με έναν τεράστιο όγκο πηγών, αρχείων και υλικών που, μαζί με τις μαρτυρίες των επιζώντων και των οικογενειών τους, οδήγησαν στην καταδίκη στελεχών της επιχείρησης υπευθύνων για τα βασανιστήρια 24 εργαζομένων, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε χώρο μπάρμπεκιου εντός των εγκαταστάσεων του εργοστασίου που λειτουργούσε ως παράνομο κέντρο κράτησης».
Πριν ξεκινήσουν οι δίκες κατά της ανθρωπότητας στην Αργεντινή, το 1998, η Κεντρική Ένωση Εργαζομένων Αργεντινής (CTA) παρουσίασε στον Ισπανό δικαστή Baltasar Garzón έναν φάκελο 5.000 σελίδων που περιείχε στοιχεία, τα οποία είχαν συγκεντρωθεί μέσα από τη δουλειά των συνδικάτων σε όλη τη χώρα και αποδείκνυαν τη σύμπραξη των εταιρειών με τη στρατιωτική δικτατορία.
Στη συνέχεια το 2015, μια ομάδα 20 ειδικών από τη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών της Λατινικής Αμερικής (FLACSO), το Κέντρο Νομικών και Κοινωνικών Σπουδών (CELS), το Πρόγραμμα Αλήθειας και Δικαιοσύνης και τη Γραμματεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρουσίασαν την Έκθεση για την Εταιρική Ευθύνη. Το ερευνητικό αυτό έργο τροφοδοτεί ένα μεγάλο μέρος των υποθέσεων που εκδικάζονται σήμερα στη χώρα.
Το ζαχαρουργείο La Fronterita
Η Basualdo επεσήμανε, επίσης ότι, μαζί με την υπόθεση Ford, η κατάσχεση από το Ομοσπονδιακό Προφορικό Δικαστήριο του Tucumán του ζαχαρουργείου La Fronterita είναι άλλο ένα γεγονός που θα μείνει στην ιστορία. Η υπόθεση γνωστή ως La Fronterita ανήλθε σε δίκη τον Δεκέμβριο του 2021 και έχει ως κατηγορούμενους τους πρώην διευθυντές του ζαχαρουργείου.
Διώκονται ως συνεργοί στην παραβίαση της κατοικίας, την παράνομη στέρηση της ελευθερίας, τα βασανιστήρια, τη σεξουαλική κακοποίηση, το βιασμό και τη δολοφονία εις βάρος 68 ανθρώπων, κυρίως εργαζομένων στο εργοστάσιο ζάχαρης, συνδικαλιστικών ηγετών και κατοίκων των οικισμών κοντά στο εργοστάσιο.
«Πρόκειται για το πρώτο ασφαλιστικό μέτρο που διατάσσεται κατά περιουσίας που ανήκει σε εταιρεία της οποίας οι διευθυντές ή οι διαχειριστές ερευνώνται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», αναφέρεται στην ανακοίνωση του δικαστηρίου».
Μια άλλη από τις εταιρείες που ερευνώνται από τα δικαστήρια είναι η Acindar, η οποία δραστηριοποιείται από το 1942 στους τομείς του χάλυβα, της γεωργίας, της βιομηχανίας και των κατασκευών και της οποίας η έδρα βρίσκεται στην πόλη Villa Constitución. Στην πόλη αυτή έλαβε χώρα το 1974 η Villazo, η ιστορική λαϊκή διαμαρτυρία των χαλυβουργών που απαιτούσαν καλύτερους μισθούς και συνθήκες διαβίωσης.
Και ήταν στο ίδιο μέρος το 1975 που έγιναν μαζικές συλλήψεις και δολοφονίες εργατών, με ευθύνη της εταιρείας. Η δίκη θα ξεκινήσει σύντομα.
296 δίκες και περισσότεροι από χίλιοι καταδικασθέντες
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου του Εισαγγελέα Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας, από το 2006 που διεξήχθησαν οι πρώτες δίκες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μετά την επανέναρξη των υποθέσεων για τα εγκλήματα κρατικής τρομοκρατίας, έχουν διεξαχθεί 296 δίκες στην Αργεντινή, στις οποίες καταδικάστηκαν 1.115 άτομα και αθωώθηκαν 171.
Και επί του παρόντος, 15 δίκες διεξάγονται σε διάφορες δικαιοδοσίες της χώρας και άλλες 75 υποθέσεις αναμένουν τον ορισμό ημερομηνίας έναρξης της συζήτησης, ενώ ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται σε κατ’ οίκον κράτηση είναι μεγαλύτερος από τον αριθμό εκείνων που εκτίουν την ποινή τους σε φυλακές. Κατά το κλείσιμο των στοιχείων που πραγματοποίησε η εξειδικευμένη Εισαγγελία στις 17 Μαρτίου, 546 άτομα κρατούνταν στα σπίτια τους, 103 σε ομοσπονδιακές ή επαρχιακές φυλακές και 61 σε άλλες εγκαταστάσεις. Υπάρχουν επίσης 1.422 νεκροί (το 39% των καταδικασθέντων) και το 20% είναι φυγάδες από τη δικαιοσύνη.
Στην περίπτωση της Banfield Quilmes Lanús, στη δίκη που διεξάγεται αυτή τη στιγμή, οι άνθρωποι που καταθέτουν μιλούν για τις διώξεις που υπέστησαν μέσα στο εργοστάσιο ή στους χώρους εργασίας τους και καθιστούν σαφή τη συμμετοχή των διευθυντών της εταιρείας, των συμβούλων ή άλλων στελεχών στα εγκλήματα εξήγησε η εισαγγελέας Ana Oberlin.
Η έκθεση της Γραμματείας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφέρει ότι τα πρώτα χρόνια μετά το πραξικόπημα, περισσότερες από 20.000 μεταποιητικές επιχειρήσεις έκλεισαν και ότι το ακαθάριστο προϊόν του τομέα μειώθηκε κατά περίπου 20% μεταξύ 1976 και 1983 (περίοδος της δικτατορίας).
Η απασχόληση μειώθηκε τα ίδια αυτά χρόνια και το σχετικό βάρος της μεταποιητικής δραστηριότητας στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκε από 28% σε 22%. Ταυτόχρονα, το μερίδιο των μισθωτών στο εθνικό εισόδημα μειώθηκε από 48% το 1974 σε 22% κατά την υπερπληθωριστική κρίση του 1982.
Τόσο οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και οι οργανώσεις των εργαζομένων συμφωνούν ότι η δικτατορία επεδίωκε να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες, δεδομένου του υψηλού βαθμού συνδικαλιστικής οργάνωσης στη χώρα εκείνη την εποχή, θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν χωρίς στρατιωτικό πραξικόπημα.
Και οι στατιστικές τους δικαιώνουν: το 70% των εξαφανισμένων ανήκε στην εργατική τάξη.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχουν έξι πολίτες-επιχειρηματίες σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ένα μεγάλο μέρος του δικαστικού σώματος είναι απρόθυμο να διερευνήσει σε βάθος το ρόλο που έπαιξαν οι ιδιοκτήτες και οι διευθυντές επιχειρήσεων στην κρατική τρομοκρατία. Όλα δείχνουν ότι αυτό οφείλεται σε ιδεολογικές συγγένειες μαζί τους. Στις επιχειρήσεις καταρτίστηκαν λίστες και οι λίστες αυτές παραδόθηκαν στον στρατό και στις ομάδες κρούσης του. Υπάρχουν αποδείξεις σε περιπτώσεις όπως εκείνη της Mercedes Benz, αλλά δυστυχώς και πολλών άλλων επιχειρήσεων.
Διαβάστε όλο το άρθρο στο Contexto.
Διαβάστε επίσης:
Αργεντινή: 30.400 εξαφανισμένοι… ένας αριθμός «ανοικτός»
Η ματωμένη ιστορία της Ford στην Αργεντινή, την περίοδο της δικτατορίας