Όταν ένα μαγιό γίνεται απειλή για την ασφάλεια




Πώς είναι δυνατόν ένα παντελόνι, μια μπλούζα με μακρύ μανίκι και ένα αδιάβροχο σκουφάκι να απειλούν τη δημόσια τάξη;


της Asma T. Uddin


Δεκαπέντε πόλεις στη Γαλλία απαγόρευσαν το ολόσωμο μαγιό που φορούν ορισμένες μουσουλμάνες γυναίκες, γνωστό και ως “μπουρκίνι”, κάνοντας επίκληση στη δημόσια τάξη και σε ανησυχίες που αφορούν το θέμα της ασφάλειας. Σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα στις Κάννες, “ενδυμασία στην παραλία που κραυγαλέα επιδεικνύει τη σχέση με ένα θρήσκευμα, σε μια στιγμή που η Γαλλία και τόποι  λατρείας αποτελούν στόχο τρομοκρατικών επιθέσεων, είναι πιθανόν να προκαλέσει κινδύνους για τη δημόσια τάξη”.

Πώς είναι δυνατόν ένα παντελόνι, μια μπλούζα με μακρύ μανίκι και ένα αδιάβροχο σκουφάκι να απειλούν τη δημόσια τάξη;

Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Μανουέλ Βαλς, ο συγκεκριμένος ρουχισμός παραλίας αποτελεί μέρος της “υποδούλωσης των γυναικών”. Σε συνέντευξη του στον Τύπο, ο δήμαρχος των Καννών Νταβίντ Λισνάρ ανέφερε: “Το μπουρκίνι είναι η ενδυμασία του ακραίου ισλαμισμού, όχι της μουσουλμανικής θρησκείας”.

Τα επιχειρήματα αυτά μπορεί να μοιάζουν γελοία, ωστόσο ο κ. Βαλς και ο κ. Λισνάρ συνόψισαν τις δύο αντιθετικές λογικές που χρησιμοποιούν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια —φθάνοντας μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων— όταν έρχονται αντιμέτωπα με μουσουλμάνες γυναίκες που φορούν θρησκευτική περιβολή.

Σύμφωνα με το ανώτατο δικαστήριο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι μουσουλμάνες με μαντίλες και μπούρκα είναι ταυτοχρόνως θύματα, τα οποία έχουν ανάγκη από μια κυβέρνηση-σωτήρα, και εισβολείς, που διασπείρουν τον εξτρεμισμό απλώς με το να εμφανίζονται δημοσίως ως μουσουλμάνες.

Η νομολογία αντανακλά μια οπτική που είναι βαθιά ριζωμένη στην αντίληψη που έχουν οι Γάλλοι για τους μουσουλμάνους και τη μουσουλμανική θρησκευτική μαντίλα. Στο βαθμό που οι ανωτέρω γάλλοι πολιτικοί υπολόγισαν τον πιθανό νομικό κίνδυνο όταν προχωρούσαν στην απαγόρευση των μπουρκίνι, γνώριζαν ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων —το οποίο συστηματικά έχει επικυρώσει τις αποφάσεις κατώτερων δικαστηρίων σε αυτά τα ζητήματα— θα συντασσόταν με το μέρος τους, αν επικαλούνταν ανησυχίες που σχετίζονταν με τη δημόσια τάξη.

Το ίδιο σκεπτικό χρησιμοποιήθηκε όταν δεν επετράπη σε μια δασκάλα να φορέσει μαντίλα στην τάξη ή όταν απαγορεύτηκε σε μια φοιτήτρια πανεπιστημίου να δώσει εξετάσεις φορώντας μαντίλα.

Το Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνιστά τη βασική νομική διάταξη και αναφέρεται σε μια ευρεία έννοια του δικαιώματος “εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας” στα 47 κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτό συμπεριλαμβάνει και “την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών”. Ωστόσο, η ρήτρα της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου επιτρέπει την εισαγωγή εξαιρέσεων-περιορισμών στην εκδήλωση πεποιθήσεων “αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων”.

Δυστυχώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει δείξει κατ’επανάληψη ότι ένα εναγόμενο κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτές τις εξαιρέσεις υπό την επιρροή ατεκμηρίωτων στερεοτύπων (η έννοια του μπουρκίνι ως ένα είδος τζιχαντιστικής “ενδυμασίας” έρχεται στο νου μας).

Ένας από τους λόγους που τα κράτη-μέλη “τη γλιτώνουν” είναι ότι το δικαστήριο επιδεικνύει σταθερά σεβασμό προς τους αξιωματούχους και τους δικαστές του κράτους-μέλους, κάτι που μεταβάλλει την ισορροπία προς όφελος της κυβέρνησης και εις βάρος του ενάγοντος.

Αυτός ο σεβασμός έχει λάβει μια θεσμική μορφή μέσα από την ίδια τη σύνθεση του δικαστηρίου, καθώς κάθε κράτος-μέλος έχει έναν δικαστή στην έδρα. Ακόμη, το δικαστήριο πάντοτε συμπεριλαμβάνει τον σχετικό εθνικό δικαστή στη σύνθεση του όταν εκδικάζει μια υπόθεση, είτε συνεδριάζει ως τμήμα με επτά μέλη είτε συνεδριάζει υπό την ευρεία σύνθεση με 17 δικαστές. (Οι πρόσφατες υποθέσεις που αφορούν την ενδυμασία των μουσουλμάνων γυναικών κρίθηκαν από τη ευρεία σύνθεση).

Τα κράτη επίσης επωφελούνται από το δόγμα του δικαστηρίου περί “περιθωρίου εκτίμησης” που δίνει ευρεία ελευθερία στα κράτη-μέλη σε ζητήματα πολιτιστικής ταυτότητας, ειδικά σε υποθέσεις θρησκευτικής ελευθερίας. Σε διεκδικήσεις που αφορούν τη μουσουλμανική θρησκεία, σαρωτικές γενικεύσεις και παράλογοι φόβοι πολύ συχνά έχουν υποκαταστήσει την αυστηρή νομική επιχειρηματολογία και τις αξιόπιστες αποδείξεις.

H νομολογία είναι σταθερή εδώ και χρόνια. Το 2001, στην υπόθεση Dahlab εναντίον Ελβετίας, το δικαστήριο έκρινε ότι το να βλέπουν νέοι μαθητές τη δασκάλα τους να φορά μαντίλα μπορεί να αποτελεί εξαναγκασμό, καθώς “το να φορά κανείς μαντίλα μπορεί να έχει κάποιου είδους προσηλυτιστικό αποτέλεσμα”. Σύμφωνα με το δικαστήριο, δεδομένου ότι η μαντίλα “φαίνεται να έχει επιβληθεί στις γυναίκες βάση μιας επιταγής που υπάρχει στο Κοράνι”, είναι δύσκολο η παράδοση αυτή να ευθυγραμμιστεί με την αρχή της ισότητας των φύλων.

Το δικαστήριο έκρινε ότι μια γυναίκα με χιτζάμπ δεν μπορεί να μεταφέρει “το μήνυμα της ανεκτικότητας, του σεβασμού προς τους άλλους και, πάνω από όλα, της ισότητας και της άρνησης των διακρίσεων που όλοι οι δάσκαλοι σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να μεταφέρουν στους μαθητές τους”.

To 2005, στην υπόθεση Sahin εναντίον Τουρκίας, το δικαστήριο εξέτασε την προσφυγή μιας γυναίκας που αφορούσε τη θρησκευτική ελευθερία. Η τουρκική κυβέρνηση της είχε απαγορεύσει να δώσει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο φορώντας μαντίλα. Το δικαστήριο επανέλαβε την επιχειρηματολογία που είχε χρησιμοποιήσει στην υπόθεση Dahlab, εξηγώντας ότι η διατήρηση της απαγόρευσης συνέβαλε στην προώθηση της ισότητας των φύλων. Προήγαγε επίσης το συμφέρον της Τουρκίας στη “μάχη κατά του εξτρεμισμού”.

Και στην περίπτωση αυτή, μια γυναίκα που φορούσε μαντίλα εμφανίστηκε την ίδια στιγμή ως θύμα και ως απειλή.

Το 2014, το δικαστήριο έκρινε την υπόθεση S.A.S. εναντίον Γαλλίας, μια υπόθεση που αφορούσε το γαλλικό νόμο του 2010 ο οποίος απαγόρευε τα ρούχα που καλύπτουν το πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων του νικάμπ και της μπούρκας. Παρά το ευρύτερο πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης απαγόρευσης, το δικαστήριο την υποστήριξε, χρησιμοποιώντας μάλιστα μια πολύ πιο σαθρή αιτιολογία από εκείνη της δημόσιας ασφάλειας.

Έκρινε πως η απαγόρευση της μπούρκας συνέβαλε στη διατήρηση “των συνθηκών της ‘κοινής συμβίωσης’”. Με άλλα λόγια, μια γυναίκα που φορά μπούρκα δημοσίως παραβιάζει “τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων” που μπορεί να αισθανθούν προσβεβλημένοι από αυτό.

Η ίδια στρεβλή λογική βρίσκεται πίσω από τα γαλλικά διατάγματα ενάντια στο μπουρκίνι. Για έναν Αμερικανό, τέτοιες απαγορεύσεις μοιάζουν μάλλον ως ένας ωμός περιορισμός στη θρησκευτική ελευθερία, ή την ελευθερία γενικότερα. Το εντυπωσιακό στοιχείο όμως είναι πως η ευρωπαϊκή νομολογία, υποστηρίζοντας αυτές τις απαγορεύσεις, μιλά τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αποκρύπτοντας την προκατάληψη και το φόβο πίσω από τη γλώσσα των εξαιρέσεων του Άρθρου 9, το δικαστήριο χρησιμοποιεί στην πραγματικότητα τις διατάξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα για να περιορίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Για τη συγγραφέα

Η Asma T. Uddin είναι διευθύντρια στρατηγικής στο Center for Islam and Religious Freedom της Ουάσινγκτον και μέλος των εμπειρογνωμόνων για την ελευθερία της θρησκείας και των πεποιθήσεων στο Organization for Security and Cooperation in Europe.

To άρθρο δημοσιεύθηκε στις 24 Αυγούστου 2016 στους New York Times.