Οι «πράσινες απαγορεύσεις» της δεκαετίας του 1970 σηματοδότησαν ένα αξιοσημείωτο κίνημα περιβαλλοντικού ακτιβισμού, η κληρονομιά του οποίου μπορεί να εμπνεύσει τους σημερινούς αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος ενάντια σε αυθαιρεσίες κατασκευαστικών εταιριών.
Του Kurt Iveson
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Στη δεκαετία του 1970, τα σωματεία στο Σίδνεϋ άρχισαν να επιβάλλουν «πράσινες απαγορεύσεις» σε κατασκευές ακινήτων που επρόκειτο να προκαλέσουν κοινωνική και οικολογική ζημιά. Το κίνημα αυτό θα πρέπει να αποτελέσει έμπνευση για την αμφισβήτηση της εξουσίας των μεγάλων επιχειρήσεων παντού.
Πριν από πενήντα χρόνια, τον Ιούνιο του 1971, το παράρτημα της Ομοσπονδίας Εργατών Οικοδόμων της Νέας Νότιας Ουαλίας (NSWBLF) ψήφισε υπέρ της απαγόρευσης της κατασκευής μιας πολυτελούς οικιστικής μονάδας στο προάστιο Χάντερς Χιλ, στην παραλία του Σίδνεϋ.
Οι σύντροφοί τους που οδηγούσαν μπουλντόζες στην Ομοσπονδιακή Ένωση Μηχανοδηγών και Πυροσβεστών ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Ο στόχος ήταν να προστατευτεί το Κέλις Μπους, μια από τις τελευταίες μη αναπτυγμένες περιοχές σαβάνας στο λιμάνι του Σίδνεϋ.
Με τον καιρό, η τακτική που χρησιμοποίησαν έγινε γνωστή ως «πράσινη απαγόρευση», προκειμένου να είναι διακριτή από την πιο συμβατική «μαύρη απαγόρευση». Τα συνδικάτα επέβαλαν τη δεύτερη μορφή σε διαμάχες για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας, ενώ οι πράσινες απαγορεύσεις εμπόδιζαν την κατασκευή έργων που ήταν περιβαλλοντικά ή κοινωνικά καταστροφικά ή που απειλούσαν περιοχές με αξία πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η πράσινη απαγόρευση του Κέλις Μπους προέκυψε από μια απίθανη συμμαχία. Το Χάντερς Χιλ ήταν ένα πλούσιο προάστιο και οι περισσότεροι κάτοικοί του είχαν ελάχιστη σχέση με το εργατικό κίνημα.
Ωστόσο, νωρίτερα εκείνο το μήνα, οι Μαχητές για το Κέλις Μπους –μια τοπική ομάδα δράσης κατοίκων– πραγματοποίησαν μια συνάντηση με πάνω από εξακόσια άτομα. Σε αυτήν καλούσαν τα συνδικάτα να προστατεύσουν τη σαβάνα.
Το παράρτημα της Ομοσπονδίας Εργατών Οικοδόμων της Νέας Νότιας Ουαλίας (NSWBLF) ήταν ένα μαχητικό, υπερήφανα εργατικό σωματείο, το οποίο είχε λοιδορηθεί από την κυρίαρχη κοινή γνώμη. Στην ηγεσία του βρίσκονταν σοσιαλιστές και κομμουνιστές. Ωστόσο, το σωματείο βρήκε κοινό σκοπό με τους μεσοαστούς Μαχητές για το Κέλις Μπους.
Ο Γραμματέας του NSWBLF Τζακ Μούντεϊ εξήγησε, σε μια συνέντευξη το 1973, την απόφαση του σωματείου ως εξής:
«Ποιο το όφελος να αγωνιζόμαστε για τη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας, αν πρόκειται να πεθάνουμε από ασφυξία στις μολυσμένες και άναρχες πόλεις; Αγωνιζόμαστε για μικρότερη εργάσιμη εβδομάδα. Αν την πετύχουμε, θα πρέπει να εξακολουθήσουμε να ζούμε σε αυτές τις πόλεις. Επομένως, η “ποιότητα ζωής” δεν πρέπει να γίνει απλώς ένα κλισέ. Θα πρέπει να γίνει κάτι ουσιαστικό και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ενδιαφέρονται για κάθε πτυχή της ζωής – όχι μόνο για τις συνθήκες εργασίας τους».
Ο εργολάβος AVJennings προσπάθησε να παρακάμψει την πράσινη απαγόρευση, χρησιμοποιώντας εργατικό δυναμικό που δεν ανήκε στο σωματείο. Η NSWBLF αντεπιτέθηκε. Τα μέλη του συνδικάτου που απασχολούνταν σε ένα άλλο εργοτάξιο της Jennings έστειλαν τηλεγράφημα στα κεντρικά γραφεία της κατασκευάστριας εταιρείας: «Αν επιχειρήσετε να χτίσετε στο Κέλις Μπους, ακόμη και αν υπάρξει απώλεια ενός δέντρου, αυτό το μισοτελειωμένο κτίριο θα παραμείνει έτσι για πάντα, ως μνημείο του Κέλις Μπους».
Η εκτελεστική επιτροπή του NSWBLF υποστήριξε την απειλή των μελών της. Τον Αύγουστο, η AVJennings έβαλε στο συρτάρι τα αναπτυξιακά της σχέδια. Το Κέλις Μπους παραμένει ανέγγιχτο μέχρι σήμερα.
Το Πράσινο Κίνημα Απαγόρευσης
Σύντομα, κάθε είδους κοινωνική ομάδα άρχισε να απευθύνεται στο NSWBLF για να εμποδίσει κατασκευές που απειλούσαν τη στέγαση ανθρώπων με χαμηλό εισόδημα, τους χώρους πρασίνου και την οικιστική κληρονομιά.
Μέσα σε δύο χρόνια από την πράσινη απαγόρευση στο Κέλις Μπους, το σωματείο είχε θέσει σε εφαρμογή σαράντα παρόμοιες απαγορεύσεις, σταματώντας κατασκευαστικά έργα αξίας άνω των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι πράσινες απαγορεύσεις προέκυψαν από μια σειρά συμμαχιών των οικοδόμων με ομάδες δράσης κατοίκων της εργατικής και της μεσαίας τάξης, φεμινίστριες, Αβορίγινες και ακτιβιστές κατά του απαρτχάιντ, καθώς και γκέι ακτιβιστές/ριες. Ομάδες μεταναστών, αρχιτέκτονες και πλήθος διασημοτήτων προσέφεραν επίσης την υποστήριξή τους.
Στο αποκορύφωμα του κινήματος για την πράσινη απαγόρευση, ακόμη και οι επικριτές του ήταν πρόθυμοι να παραδεχτούν ότι το NSWBLF υποστήριζε μια σειρά από σημαντικούς περιβαλλοντικούς σκοπούς. Την ίδια ώρα, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης καταφέρονταν εναντίον των βιομηχανικά μαχητικών τακτικών που έκαναν τις πράσινες απαγορεύσεις αποτελεσματικές. Ένα κύριο άρθρο του 1973 από τη Sydney Morning Herald είναι ενδεικτικό:
«Φυσικά πρέπει να υπάρξει δράση, και τα μέλη του BLF ή οποιουδήποτε άλλου συνδικάτου έχουν το δικαίωμα να την αναλάβουν, ως ιδιώτες, μαζί με τους υπόλοιπους από εμάς. Το θέμα είναι αν οποιοδήποτε συνδικάτο δικαιούται να χρησιμοποιεί την εξουσία που του έχει ανατεθεί για εντελώς διαφορετικές και συγκεκριμένες λειτουργίες, κατά τρόπο που να ματαιώνει τις δημοκρατικές μας διαδικασίες λήψης αποφάσεων –όσο ατελείς ή άξιες μεταρρύθμισης, κι αν είναι αυτές στην προκειμένη περίπτωση– και να τις αντικαθιστά, μαζί με τους μηχανισμούς τους που έχουν σχεδιαστεί για να λαμβάνουν υπόψη τους μια πληθώρα συμφερόντων και απόψεων, με την αυταρχική επιβολή των αποφάσεων μιας ομάδας ή μιας άποψης».
Ο συντάκτης του κύριου άρθρου χαρακτηρίζει την αμφισβήτηση των πράσινων απαγορεύσεων προς τους υφιστάμενους μηχανισμούς της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως «αυταρχική». Αλλά κάθε άλλο παρά αυταρχική ήταν, καθώς η πιο ριζοσπαστική πτυχή του κινήματος των πράσινων απαγορεύσεων συνίστατο στο ότι δημιούργησε νέους δημοκρατικούς μηχανισμούς που αμφισβήτησαν ριζικά την καπιταλιστική φιλελεύθερη δημοκρατία.
Όταν ένας συγγραφέας των National Times περιέγραψε σαρκαστικά τα μέλη των συνδικάτων ως «προλετάριους πολεοδόμους», είπε κατά λάθος την αλήθεια. Οι πράσινες απαγορεύσεις αποτελούσαν μέρος ενός οράματος για το Σίδνεϋ να καταστεί μια πόλη στην οποία οι εργαζόμενοι και οι κάτοικοι –όχι οι ιδιοκτήτες ή οι σχεδιαστές ακινήτων– θα είχαν το δικαίωμα να αποφασίζουν πώς θα μετασχηματιστεί το αστικό περιβάλλον.
Προλετάριοι σχεδιαστές
Η υλοποίηση αυτής της στρατηγικής απαιτούσε φαντασία και αποτελεσματική πολιτική επικοινωνία. Το κίνημα των πράσινων απαγορεύσεων επέμενε στην «καθημερινή δημοκρατία». Περισσότερο από το να ψηφίζουν έναν υποψήφιο κάθε λίγα χρόνια, οι ηγέτες και οι ακτιβιστές των πράσινων απαγορεύσεων διεκδικούσαν να έχουν λόγο οι πολίτες σε όλες τις αποφάσεις που τους αφορούσαν.
Το NSWBLF επέμενε ότι οι εργαζόμενοι στην οικοδομή θα έπρεπε να έχουν τον έλεγχο στη δουλειά. Πέρα από αυτό, υπερασπίστηκαν την «κοινωνική ευθύνη της εργασίας», υποστηρίζοντας ότι οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να έχουν λόγο για το προϊόν της εργασίας τους. Ο Τζακ Μούντεϊ και άλλοι ηγέτες του NSWBLF επέμεναν επίσης ότι οι άνθρωποι και ο πλανήτης θα πρέπει να εκτιμώνται πάνω από τα κέρδη. Δεν σταμάτησαν ποτέ να χαρακτηρίζουν την «ανάπτυξη» ως «λεγόμενη ανάπτυξη», αρνούμενοι να εξισώσουν τα συμφέροντα των εργολάβων με τις ανάγκες της πόλης και των κατοίκων της.
Είναι κρίσιμο ότι ο αγώνας για αυτές τις αρχές απαιτούσε τη δύναμη ενός καλά οργανωμένου και αποφασισμένου συνδικάτου.
Μέχρι το 1971, περίπου το 90% των οικοδόμων στο Σίδνεϋ ήταν μέλη του NSWBLF. Και ήταν μαχητικοί στο πεδίο της βιομηχανίας, με τις απεργίες που οργάνωσαν να δίνουν στις πράσινες απαγορεύσεις τη δύναμή τους.
Το NSWBLF δεν σταμάτησε απλώς τις εργασίες σε εργοτάξια που τελούσαν υπό πράσινη απαγόρευση. Το συνδικάτο επέβαλε επίσης δευτερογενή μποϊκοτάζ για να αναγκάσει τους εργολάβους να υποχωρήσουν.
Για παράδειγμα, όταν ξεκίνησαν οι εργασίες κατεδάφισης σε μια περιοχή της ιστορικής συνοικίας Ροκς του Σίδνεϋ, όπου διέμεναν άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος και η οποία τελούσε υπό πράσινη απαγόρευση, το συνδικάτο σταμάτησε τις εργασίες σε επτά κοντινά εργοτάξια.
Στη συνέχεια, τα μέλη του NSWBLF πραγματοποίησαν πορεία προς την τοποθεσία της πρώτης απαγόρευσης για να την υπερασπιστούν από τις απεργοσπαστικές εργασίες.
Μετά από δύο ημέρες, οκτώ χιλιάδες οικοδόμοι απεργούσαν σε ολόκληρη την πόλη. Για να υπερασπιστούν τις πράσινες απαγορεύσεις, τα μέλη του συνδικάτου ήταν επίσης έτοιμα να καταστρέψουν εργασίες που είχαν ολοκληρωθεί από απεργοσπάστες και να καταλάβουν εργοτάξια υπό πράσινη απαγόρευση μαζί με ακτιβιστές του κινήματος.
Παρόλο που οι απεργίες ήταν ζωτικής σημασίας, δεν ήταν το μόνο όπλο στη φαρέτρα των πράσινων απαγορεύσεων. Όπως εξηγούσε ο Τζακ Μούντεϊ:
«Η αρχή που εφαρμόσαμε … ήταν η λογοδοσία απέναντι στους ανθρώπους. Επιμέναμε ότι πρέπει να υπάρχει μια ευρεία έκφραση ανησυχίας εντός της περιοχής που επηρεάζεται. Προϋπόθεση για την παρέμβασή μας ήταν μια δημόσια συνέλευση, και ήταν αυτή η συνέλευση που έπρεπε να μας ζητήσει να παρέμβουμε. Η συνέλευση έπρεπε να αποφασίσει πόσο καιρό θα διαρκούσε η απαγόρευση, ποια άλλα μέτρα θα λαμβάνονταν και πότε θα δινόταν αναφορά σε μια επόμενη συνέλευση».
Εφαρμόζοντας αυτά τα προαπαιτούμενα, το συνδικάτο εξασφάλισε ότι οι κοινοτικές ομάδες που επιδιώκουν την πράσινη απαγόρευση ήταν αρκετά ισχυρές ώστε η συμμαχία με το συνδικάτο να έχει νόημα. Σε μερικές περιπτώσεις, το συνδικάτο αρνήθηκε να υποστηρίξει μια απαγόρευση επειδή η πληγείσα κοινότητα δεν ήταν επαρκώς οργανωμένη.
Εκτός από τις γεωγραφικές κοινότητες, η ένωση ήταν ευτυχής να συμμαχήσει και με κοινότητες εργαζομένων. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της πράσινης απαγόρευσης στο Theatre Royal, όπου η ομάδα Actors Equity κινητοποίησε τις διαδικασίες για την απαγόρευση. Το NSWBLF έδινε επίσης μεγάλη σημασία στη δημοκρατία εντός των συνδικάτων. Όλα τα αιτήματα της κοινότητας για στήριξη από το συνδικάτο έπρεπε να επικυρώνονται από τις συνεδριάσεις των κλάδων του συνδικάτου, οι οποίες ήταν ανοικτές σε όλα τα μέλη.
Φυσικά, οι απαγορεύσεις δεν πήγαιναν πάντα σύμφωνα με το σχέδιο. Στο Γουαϊόνγκ, λίγες ώρες οδήγηση από το Σίνδνεϋ, τα μέλη του συνδικάτου ψήφισαν να απεργήσουν για τις συνθήκες εργασίας που επικρατούσαν στο εργοτάξιο κατασκευής ενός εμπορικού κέντρου. Κατέλαβαν το εργοτάξιο και τον γερανό για να εμποδίσουν το σπάσιμο της απεργίας τους.
Στη συνέχεια άρχισαν να αμφισβητούν τη χρησιμότητα της ίδιας της κατασκευής του εμπορικού κέντρου. Οι απεργοί αποφάσισαν ότι θα προτιμούσαν να κατασκευαστεί ένα νοσοκομείο αντί για ένα εμπορικό κέντρο. Οργάνωσαν τη συνέχιση της εργασίας υπό αυτοδιαχείριση – μόνο που τώρα, έχτιζαν ένα νοσοκομείο.
Ωστόσο, όταν το σωματείο συγκάλεσε εσπευσμένα μια συνέλευση των κατοίκων, οι κάτοικοι ψήφισαν υπέρ του εμπορικού κέντρου. Ο κλάδος του NSWBLF σεβάστηκε την ψήφο τους και συνέχισε τις εργασίες στο εμπορικό κέντρο, διατηρώντας όμως το εργοτάξιο υπό κατάληψη και εργατική διαχείριση για έξι εβδομάδες μέχρι να κερδίσουν τα εργασιακά τους αιτήματα.
Αυτό το περιστατικό αναδεικνύει έναν από τους περιορισμούς που αντιμετώπισε το κίνημα των πράσινων απαγορεύσεων. Η αναστολή της εργασίας θα μπορούσε να μπλοκάρει κάποιες εξελίξεις. Αλλά θα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από την άρνηση για να υλοποιηθεί το όραμα του συνδικάτου για μια πόλη χτισμένη γύρω από τους ανθρώπους και το περιβάλλον.
[….]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Jacobin, στις 10 Ιουλίου 2021.
Για τον συγγραφέα
Ο Kurt Iveson είναι αναπληρωτής καθηγητής αστικής γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϋ.