Το ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου, που χαρακτηρίστηκε από τα επίσημα χείλη της Ευρωπαίας Επιτρόπου Ίλβα Γιόχανσον «η μεγαλύτερη τραγωδία στη Μεσόγειο», δείχνει με επίταση όχι μόνο την εγκληματική δράση των διακινητών αλλά και την ίδια την ανθρωπιστική και ηθική ολιγωρία του ευρωπαϊκού συστήματος και των κρατών-μελών του να προστατεύσουν ανθρώπινες ζωές που αξίζουν όσο κάθε άλλη. Ακόμη χειρότερα, όμως, η νέα συμφωνία της ΕΕ για τη μετανάστευση αποδεικνύει μια ισχυρή πολιτική βούληση να ενισχυθούν οι μηχανισμοί εκείνοι που αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες ως ανθρώπινα «φορτία» προς ταχεία επιστροφή.
Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Με τον αριθμό των προσφύγων να έχει φτάσει το 2022 το ρεκόρ των 108,4 εκατομμυρίων ανθρώπων, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΗΕ, η αίσθηση των κρατών της Δύσης ότι μπορούν να αποστρέψουν το βλέμμα αποδεικνύεται περισσότερο από αυταπάτη.
Οι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις χώρες τους λόγω πολέμων, διώξεων, κλιματικών καταστροφών, επισιτιστικών κρίσεων, υγειονομικών κινδύνων και οικονομικής αποστέρησης, αποδεικνύουν ότι το τεχνητό όριο ανάμεσα στις νομικές κατηγορίες του «μετανάστη» και του «πρόσφυγα» το σαρώνει η ίδια η ανάγκη επιβίωσης.
Κι όμως, με τη νέα συμφωνία της για το μεταναστευτικό η ΕΕ αναπαράγει, με τους χειρότερους όρους, την πεποίθηση ότι το πρόβλημα της άνισης παγκόσμιας πραγματικότητας που παράγει απελπισία και φυγή μπορεί να επιλυθεί με ολοένα και πιο ταχείες συνοριακές διαδικασίες «απαλλαγής» από τους αιτούντες άσυλο.
Οι πρόνοιες της νέας συμφωνίας
Στις 8 Ιουνίου, οι Υπουργοί Εσωτερικών της ΕΕ κατέληξαν σε συμφωνία πάνω σε δύο κείμενα που συνιστούν τη βάση της νέας συμφωνίας της Ένωσης για το μεταναστευτικό. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει εν συνεχεία να διαπραγματευτεί τη συγκεκριμένη συμφωνία με το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο ήδη έχουν εκφραστεί σοβαρές αντιδράσεις.
Η νέα συμφωνία, την οποία οι υποστηρικτές της χαρακτηρίζουν ως ιστορική και ενώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο, έχει δύο βασικές προβλέψεις.
Πρώτον, την καθιέρωση μιας υποχρεωτικής επιταχυνόμενης συνοριακής διαδικασίας για τους αιτούντες άσυλο και δεύτερον, τη αρχή της «υποχρεωτικής αλληλεγγύης» μεταξύ των κρατών-μελών αναφορικά με τις μετεγκαταστάσεις.
Υποχρεωτική εξέταση αιτήσεων ασύλου στα σύνορα
Η πρώτη πρόνοια για την «επιταχυνόμενη συνοριακή διαδικασία» καθιστά υποχρεωτική την εξέταση των αιτήσεων ασύλου στα σύνορα.
Σύμφωνα με τη συμφωνία, ένα ποσοστό των ανθρώπων που φτάνουν στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ θα υπάγονται υποχρεωτικά σε ταχεία αξιολόγηση για το κατά πόσο η αίτηση ασύλου τους είναι αβάσιμη ή απορριπτέα.
Οι αιτητές και οι αιτήτριες ασύλου που θα υπάγονται σε αυτή τη διαδικασία στα σύνορα δεν θα επιτρέπεται να εισέλθουν στο έδαφος του κράτους μέλους.
«Η συνοριακή διαδικασία θα εφαρμόζεται όταν ένας αιτών άσυλο υποβάλλει αίτηση σε σημείο διέλευσης εξωτερικών συνόρων, μετά τη σύλληψη για παράνομη διέλευση των συνόρων και μετά την αποβίβαση μετά από επιχείρηση έρευνας και διάσωσης», προβλέπει η συμφωνία, ενώ η συνολική διάρκεια της διαδικασίας ορίζεται κατά το μέγιστο στους 6 μήνες.
Η διαδικασία θα είναι υποχρεωτική για τους αιτούντες άσυλο που προέρχονται από χώρες των οποίων οι υπήκοοι έχουν λιγότερο από 20% ποσοστό χορήγησης προστασίας και για οποιονδήποτε έφτασε στα σύνορα, με αποκρυμμένα στοιχεία ή ψευδείς πληροφορίες, σύμφωνα με τις αρχές.
Όπως αναφέρουν ενώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων μια τέτοια διαδικασία θα επιτείνει τις συνθήκες αυθαίρετης και απάνθρωπης κράτησης των προσφύγων σε συνοριακά κλειστά κέντρα.
Η Judith Sunderland στο Human Rights Watch σημειώνει ότι οι άνθρωποι που θα εξαναγκαστούν σε αυτές τις ταχύρρυθμες διαδικασίες ασύλου είναι «πιθανό να κρατούνται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, με ελάχιστες εξαιρέσεις για άτομα με ευάλωτες ανάγκες, οικογένειες ή παιδιά».
«Η επιβολή αυτής της διαδικασίας σε συνδυασμό με συνθήκες κράτησης ή συνθήκες που μοιάζουν με κράτηση συνδέεται άμεσα με τον διπλό στόχο πολλών χωρών της ΕΕ να εμποδίζουν την περαιτέρω είσοδο ατόμων στην Ευρώπη δια των χωρών πρώτης εισόδου και να απελαύνουν τα άτομα όσο το δυνατόν ταχύτερα», επισημαίνει.
Όπως αναφέρεται πρόκειται για μια διαδικασία χωρίς επαρκείς εγγυήσεις και νομική αρωγή, που εντατικοποιεί τις πρακτικές κράτησης και μη ασφαλών επιστροφών.
Μη ασφαλείς επιστροφές σε τρίτες χώρες
«Η συμφωνία θα επιτρέψει σε κάθε χώρα να καθορίσει τι συνιστά “ασφαλή τρίτη χώρα” στην οποία μπορούν να επιστραφούν άνθρωποι, με βάση μια ασαφή έννοια της “σχέσης” τους με τη χώρα αυτή. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην αποστολή ανθρώπων σε χώρες από τις οποίες έχουν απλώς περάσει ή στις οποίες έχουν κάποιο μέλος της οικογένειάς τους, αλλά οι ίδιοι δεν έχουν πάει ποτέ, και στις οποίες δεν μπορούν να διασφαλιστούν τα βασικά τους δικαιώματα», αναφέρει η Judith Sunderland.
Σε σχέση με αυτό το ζήτημα το Politico εξηγεί ότι πρόκειται για ένα από τα πιο ακανθώδη σημεία της συμφωνίας.
Οι επιταχυμένες διαδικασίες ασύλου θα σημαίνουν γρηγορότερη αναχώρηση των αιτούντων άσυλο προς «τρίτες χώρες», οι οποίες ωστόσο δεν θα είναι κατ’ ανάγκη οι χώρες καταγωγής τους.
«Η Ιταλία ήθελε εδώ και καιρό περισσότερες επιλογές για το πού μπορεί να στέλνει τους αιτούντες άσυλο που απορρίπτονται, αλλά η Γερμανία είχε αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι η ΕΕ δεν μπορεί να στέλνει ανθρώπους σε χώρες που δεν σέβονται πλήρως τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η τελική συμφωνία κατέληξε να συνταχθεί ως επί το πλείστον με την Ιταλία, η οποία είχε σχεδόν 10 χώρες να την υποστηρίζουν στο θέμα αυτό», αναφέρει το σχετικό ρεπορτάζ του Politico.
Η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση μεταξύ των εμπλεκομένων στις συνομιλίες είναι ότι η Ιταλία θα χρησιμοποιήσει τη ρήτρα για να στείλει τους απορριφθέντες αιτούντες άσυλο στην Τυνησία, η οποία έχει γίνει δημοφιλής ενδιάμεσος σταθμός για όσους κατευθύνονται προς την Ευρώπη, προσθέτει το ίδιο ρεπορτάζ.
Υποχρεωτικό ταμείο “αλληλεγγύης“
Μία από τις ισορροπίες που επιχειρεί να κρατήσει η συμφωνία είναι η γεφύρωση του αιτήματος κρατών πρώτης υποδοχής για «υποχρεωτική μετεγκατάσταση» προσφύγων και μεταναστών σε άλλες χώρες της ΕΕ και της άρνησης κρατών, όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία να δεχθούν κάτι τέτοιο.
Ως συμβιβαστική λύση η συμφωνία προβλέπει ότι οι χώρες της ΕΕ που δεν δέχονται αιτούντες άσυλο θα πρέπει να πληρώνουν ένα αντίτιμο, σε ένα κοινό ταμείο, το οποίο θα χρησιμοποιείται για τη χρηματοδότηση απροσδιόριστων έργων σε χώρες εκτός ΕΕ, όπως πιθανόν η Τυνησία και ενδεχομένως για αποτροπή της μετανάστευσης.
«Η συμφωνία επιφέρει ελάχιστες αλλαγές στο δυσλειτουργικό σύστημα επιμερισμού της ευθύνης μεταξύ των χωρών της ΕΕ για τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο και δεν αντιμετωπίζει τις θεμελιώδεις αδυναμίες του», αναφέρει η Judith Sunderland.
«Όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε την πρότασή της για ένα Σύμφωνο για τη Μετανάστευση τον Σεπτέμβριο του 2020, περισσότερες από 70 οργανώσεις προειδοποίησαν ότι η πρόταση κινδυνεύει να επιδεινώσει την έμφαση [που δίνουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές] στην εξωτερίκευση, την αποτροπή, τον περιορισμό και την επιστροφή. Οι κυβερνήσεις της ΕΕ χρειάστηκαν πάνω από δύο χρόνια για να κάνουν την κακή πρόταση της Επιτροπής ακόμη χειρότερη. Τώρα εναπόκειται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να περιορίσει τις ζημιές που μπορεί να προκαλέσουν αυτές οι τρομερές προτάσεις», καταλήγει η ίδια.
Διαβάστε επίσης:
Οι απελάσεις στη Ρουάντα ως μέθοδος αποτροπής των προσφύγων
Ποιοι μετράνε ως πρόσφυγες; Η διπλή ρητορική ενός επιλεκτικού ανθρωπισμού
Πείνα και μετανάστευση: O πόλεμος στην Ουκρανία ως επιταχυντής μιας παγκόσμιας κρίσης
Περιβαλλοντικοί Πρόσφυγες: Μια απειλούμενη ομάδα χωρίς καθεστώς προστασίας