Ρουάντα και Άρσεναλ: Όταν οι φτωχοί δίνουν χορηγίες στους πλούσιους




Η Ρουάντα εξακολουθεί να εκπλήσσει. Πρόσφατα, το Συμβούλιο Ανάπτυξης της Ρουάντα υπέγραψε συμφωνία χορηγίας με την Άρσεναλ, τη λονδρέζικη ομάδα της Premier League. Για μια τριετία, μια διαφήμιση 200 τετραγωνικών εκατοστών στο μανίκι των αθλητών, με το σλόγκαν “Επισκεφθείτε τη Ρουάντα”, θα κοστίσει στη χώρα 39 εκατομμύρια δολάρια.


Του Filip Reyntjens

Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης


Είναι γνωστό ότι ο πρόεδρος της Ρουάντα Πωλ Καγκάμε είναι πιστός οπαδός της Άρσεναλ. Πρόσφατα, μάλιστα, σχολίασε στο Τwitter ότι ο σύλλογος χρειάζεται έναν νέο προπονητή, μετά από τις κακές επιδόσεις στις τελευταίες σεζόν του –κάποτε αήττητου πρωταθλητή– προπονητή της ομάδας Αρσέν Βενγκέρ. Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει σύμπτωση το γεγονός ότι η συμφωνία έκλεισε αμέσως μετά την αποχώρηση του Βενγκέρ, στο τέλος της περιόδου 2017/18.

Η Ρουάντα είναι η 19η φτωχότερη χώρα στον κόσμο με κατά κεφαλήν εισόδημα περίπου 700 δολάρια ΗΠΑ. Η Άρσεναλ είναι ένα από τα πλουσιότερα ποδοσφαιρικά σωματεία στον κόσμο. Δεν είναι λοιπόν περίεργο το γεγονός ότι τα περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια έχουν αναστατώσει αρκετούς ανθρώπους.

Ολλανδοί βουλευτές, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι από τον κυβερνητικό συνασπισμό, αντέδρασαν αμέσως στην είδηση ότι μια τόσο φτωχή χώρα που λαμβάνει μεγάλη βοήθεια από την Ολλανδία θα χορηγήσει έναν από τους πλουσιότερους ποδοσφαιρικούς συλλόγους στον κόσμο. Παρόμοιες αντιδράσεις εκφράστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον δεύτερο μεγαλύτερο πάροχο διμερών δωρεών στη Ρουάντα. Ένας βουλευτής περιέγραψε τη συμφωνία ως «αυτογκόλ στο ζήτημα της βοήθειας σε χώρες του εξωτερικού».

Επιπλέον, όσοι υπερασπίζονται τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα πιστεύουν ότι η συμφωνία στέλνει ένα λάθος μήνυμα για μια χώρα την οποία διατρέχει ένας ισχυρός εσωτερικός αυταρχισμός.

Το ερώτημα είναι αν ο Καγκάμε συνήψε τη συμφωνία με το αγαπημένο του σωματείο με σκοπό την προώθηση του τουρισμού ή το κάνει για να ενισχύσει την εικόνα του και να προστατευτεί από την κριτική. Φαίνεται ότι πήρε αυτή την απόφαση με δική του πρωτοβουλία: υπάρχουν ενδείξεις ότι το συμβόλαιο δεν συζητήθηκε στο υπουργικό συμβούλιο και ότι η δαπάνη δεν περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό που ενέκρινε το κοινοβούλιο.

Το σκεπτικό της Ρουάντα

Για την κυβέρνηση της Ρουάντα, η συμφωνία αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την ανάπτυξη του τουρισμού, ο οποίος το 2017 αντιπροσώπευε περίπου το 12,7% του ΑΕΠ, με έσοδα 400 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Η χώρα θεωρεί τον κλάδο της ακριβής αναψυχής και του συνεδριακού τουρισμού ως σημαντικό τομέα ανάπτυξης. Η Ρουάντα έχει να προσφέρει πάρα πολλά πράγματα: καταπράσινα τοπία, τους γορίλες του βουνού των ηφαιστείων Virunga, το πάρκο άγριων ζώων Akagera, το τροπικό δάσος Nyungwe, την ειδυλλιακή λίμνη Kivu, ακόμα και μνημεία γενοκτονίας: όλα μαζεμένα σε ένα χώρο μόλις 26.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων.


Διαβάστε επίσης: “Γιατί η Δύση κάνει τα στραβά μάτια στη δικτατορία της Ρουάντα;”


Αυτή η στρατηγική είναι ολοκληρωμένη και έχει νόημα στη θεωρία. Το κράτος έχει επενδύσει σε μεγάλο βαθμό στην εθνική του αεροπορική εταιρεία RwandAir, έχει κατασκευάσει το Συνεδριακό Κέντρο Κιγκάλι και ακριβά ξενοδοχεία. Και η κατασκευή του νέου Διεθνούς Αεροδρομίου Bugesera, που σχεδιάστηκε για να γίνει ένας σημαντικός περιφερειακός κόμβος, βρίσκεται σε εξέλιξη.

Υπάρχουν, όμως, αμφιβολίες για την αποδοτικότητα αυτών των επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, η RwandAir δεν έχει ακόμα έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, 14 χρόνια μετά την ίδρυσή της. Η κυβέρνηση τη διατηρεί στη ζωή με ετήσιες επιδοτήσεις ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ μόνο για τα λειτουργικά έξοδά της.

Οι επενδύσεις σε έναν διαρκώς διευρυνόμενο στόλο για να εξυπηρετήσουν ένα συνεχώς αυξανόμενο δίκτυο ηπειρωτικών και διηπειρωτικών προορισμών απαιτούν σημαντικό δανεισμό με υψηλό κόστος. Ο δημοσιονομικός κίνδυνος που ενέχει η στρατηγική της κυβέρνησης είναι υψηλός και οι οικονομολόγοι αναρωτιούνται πόσο βιώσιμες θα είναι αυτές οι δαπάνες μεσοπρόθεσμα.

Οι υπολογισμοί αυτού του είδους πρέπει να εξεταστούν από την κυβέρνηση της Ρουάντα. Η Άρσεναλ, άραγε, εξέτασε το μήνυμα που στέλνει η ίδια, με δεδομένη τη στάση του Καγκάμε σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατίας;

kagame
Ο Πωλ Καγκάμε

Κίνδυνοι για την Άρσεναλ

Η καναδή ερευνήτρια δημοσιογράφος Judi Rever πρόσφατα κατέγραψε σε ένα βιβλίο με τίτλο “In Praise of Blood: The Crimes of the Rwandan Patriotic Front” (Εγκώμιο του αίματος: Τα εγκλήματα του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντα) ότι το καθεστώς της Ρουάντα σφαγίασε δεκάδες αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες αθώους πολίτες, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1990.

Και πέρσι, η οργάνωση Human Rights Watch εξέδωσε ανησυχητικές αναφορές για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται η σύλληψη και η αυθαίρετη κράτηση φτωχών ανθρώπων σε «κέντρα διέλευσης» σε ολόκληρη τη χώρα, η ευρεία καταστολή στην ύπαιθρο, οι εξωδικαστικές δολοφονίες και η παράνομη κράτηση και βασανιστήρια σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Τον Οκτώβριο του 2017, η υποεπιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων ανέστειλε την επίσκεψή της στη Ρουάντα λόγω «μιας σειράς εμποδίων που επέβαλαν οι αρχές». Ήταν η τρίτη φορά μέσα σε 10 χρόνια που η υποεπιτροπή έπραξε με αυτόν τον τρόπο.

Εκτός αυτού, έχει υπάρξει εκτεταμένη ανάλυση και σχολιασμός σχετικά με την κατάσταση της δημοκρατίας στη Ρουάντα. Η χώρα είναι ένα de facto μονοκομματικό κράτος χωρίς ουσιαστική πολιτική αντιπολίτευση, χωρίς ελευθερία του Τύπου και χωρίς ανεξάρτητη κοινωνία των πολιτών.

Η προσκόλληση του Καγκάμε στην εξουσία είναι απόλυτη και τον περασμένο Αύγουστο επανεξελέγη με ποσοστό πάνω από το 98% των ψήφων. Το δημοψήφισμα για μια συνταγματική τροπολογία το 2015 τού έδωσε το δικαίωμα να παραμείνει στη θέση του μέχρι το 2034.

Συνειδητοποιώντας ότι οι μάχες διεξάγονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης στον ίδιο βαθμό αν όχι και περισσότερο απ’ ό,τι στο πεδίο της μάχης, το Κόμμα του Καγκάμε, το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντα (RPF) έχει αναπτύξει μια τρομερή στρατηγική πληροφόρησης και επικοινωνίας η οποία ξεκινάει από τον εμφύλιο πόλεμο που άρχισε τον Οκτώβριο του 1990.

Ο Καγκάμε είπε κάποτε:

«Χρησιμοποιήσαμε τον πόλεμο επικοινωνίας και πληροφόρησης καλύτερα από οποιονδήποτε. Ανακαλύψαμε έναν νέο τρόπο να κάνουμε τα πράγματα».

Αυτό είχε να κάνει με την πληρωμή όσων μπορούν να βοηθήσουν στην προώθηση της σωστής εικόνας, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών δημοσίων σχέσεων.

Πολιτική ηθική και αθλητισμός

Είναι αλήθεια ότι η πολιτική ηθική και ο αθλητισμός δεν πάνε μαζί. Πρόσφατα, η Μπαρτσελόνα συμφώνησε για μια χορηγία από το Κατάρ που έφερε τη χώρα να εμφανίζεται στις φανέλες της ομάδας. Το Κατάρ έχει ένα πολυτάραχο πολιτικό ιστορικό. Η χώρα αυτή που θα φιλοξενήσει τη διοργάνωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου ποδοσφαίρου του 2022, είναι διαβόητη για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά όταν πρόκειται για τα δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων και των γυναικών.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Ατλέτικο Μαδρίτης, η οποία δέχθηκε μια αμφιλεγόμενη χορηγία από το Αζερμπαϊτζάν, όπου θα διεξαχθεί το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου Euro 2020. Για αυτήν την ανατολικοευρωπαϊκή χώρα η Διεθνής Αμνηστία έχει επισημάνει την «καταστολή του δικαιώματος στην ελευθερία έκφρασης, ιδιαίτερα μετά από αποκαλύψεις για μεγάλης κλίμακας πολιτική διαφθορά».

Όχι ότι θα πρέπει να έχει σημασία, αλλά αυτές οι δύο χώρες είναι πολύ πλούσιες, ενώ η Ρουάντα είναι πολύ φτωχή.

Και παρά λίγο να το ξεχάσω: πολλοί οπαδοί της Άρσεναλ αντιτάχθηκαν στη συμφωνία, όχι λόγω των στοιχείων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία της Ρουάντα, αλλά επειδή δεν τους άρεσε η στάμπα της διαφήμισης στο μανίκι.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Conversation, στις 28 Μαΐου 2018.

Για τον συγγραφέα

Ο Filip Reyntjens είναι Καθηγητής Δικαίου και Πολιτικής στο Institute of Development Policy and Management (IOB), στο Πανεπιστήμιο του Antwerp.