Ρωσία: Η περίπτωση του Αλεξέι Ναβάλνι

Για να κατανοήσει κανείς τη σημασία της περίπτωσης του Αλεξέι Ναβάλνι, χρειάζεται μια εικόνα για τη φύση της πολιτικής κατάστασης στη Ρωσική Ομοσπονδία. Πρόκειται για ένα «βοναπαρτικού» τύπου καθεστώς, στο οποίο η κρατική διοίκηση και η εγγύτητα σε αυτήν, αποτελούν τις βασικές πηγές συσσώρευσης δύναμης.

Του David Mandel

Κατά συνέπεια, για αυτή τη διοίκηση, η διατήρηση της εξουσίας είναι ο πρώτιστος στόχος του κράτους (το Σύνταγμα αναθεωρήθηκε πρόσφατα, προκειμένου να επιτρέψει στον Βλαντιμίρ Πούτιν να παραμείνει Πρόεδρος μέχρι το 2035), ενώ η διαφθορά βρίσκεται στον πυρήνα της.

Αυτό το καθεστώς εγκαθιδρύθηκε αρχικά με την ενθουσιώδη υποστήριξη των βασικότερων καπιταλιστικών κρατών, τα οποία τελικά είδαν με απογοήτευση το δημιούργημά τους να επαναστατεί εναντίον της ημι-αποικιακής κατάστασής του.

Με όρους πολιτικών ελευθεριών, το καθεστώς μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια «ήπια δικτατορία»: ανέχεται αυτές τις ελευθερίες (σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από το προγενέστερο σοβιετικό καθεστώς, με εξαίρεση τα πρώτα και τα τελευταία του χρόνια), όμως μόνο στο βαθμό που αυτές δεν δημιουργούν, κατά το ίδιο, σοβαρή απειλή. Και το περιθώριο της ανοχής στενεύει σταδιακά, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, σε τέτοιο βαθμό που ακόμα και οι ατομικές διαμαρτυρίες έγιναν πρόσφατα αντικείμενο περιορισμών. Οι νόμιμες απεργίες είναι εδώ και χρόνια πρακτικά αδύνατες. Σε κοινωνικό επίπεδο, η συνθήκη που επικρατεί είναι ένα ακραίο νεοφιλελεύθερο καθεστώς.

Τα τελευταία χρόνια, η πιο ορατή πολιτική αντιπολίτευση σε αυτό το καθεστώς έχει οργανωθεί από τον Αλεξέι Ναβάλνι, έναν 44χρονο δικηγόρο, με μικτή ρωσική και ουκρανική καταγωγή, που γεννήθηκε στη ρωσική πόλη Ομπνίσκ.

Καθώς ο βασικός στόχος της πολιτικής δραστηριότητας του Ναβάλνι ήταν να εκθέσει την επίσημη διαφθορά, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο (με κατηγορίες για νοθεία στις εκλογές), και καθώς τα καλέσματά του σε (παράνομες) διαδηλώσεις κινητοποίησαν δεκάδες χιλιάδες, το καθεστώς φυσικά τον αντιμετωπίζει ως μια σοβαρή απειλή.

Του έχουν ασκηθεί πολυάριθμες ποινικές διώξεις, που τον αναστέλλουν μεταξύ άλλων να θέσει υποψηφιότητα για τις Προεδρικές εκλογές, ενώ αποκορύφωμα ήταν η παραλίγο επιτυχημένη απόπειρα ανθρωποκτονίας εις βάρος του, τον περασμένο Αύγουστο, για την οποία το καθεστώς δεν έχει ακόμα ξεκινήσει επίσημη ποινική έρευνα.

Παρά το γεγονός ότι το βασικό μήνυμα του Ναβάλνι στο ρωσικό κοινό αφορά την ενδημική διαφθορά του καθεστώτος, έχει καταβάλει προσπάθειες τα τελευταία χρόνια να προβάλει και κοινωνικό-οικονομικά αιτήματα, μεταξύ των οποίων καλύτεροι μισθοί, υψηλότερες συντάξεις και προοδευτική φορολόγηση. Δημιούργησε επίσης ένα είδος εικονικού συνδικαλιστικού κινήματος για δημόσιους υπαλλήλους, ως απάντηση στην ανεκπλήρωτη υπόσχεση της κυβέρνησης για αύξηση των μισθών τους.

Κάποια μέλη της αρκετά αδύναμης σοσιαλιστικής Αριστεράς της Ρωσίας θεώρησαν αυτή την κοινωνική στροφή ενθαρρυντική. Αλλά το βασικό μήνυμα της δημόσιας δραστηριότητας του Ναβάλνι παραμένει η ανεξέλεγκτη διαφθορά του κράτους – ένα μήνυμα που προφανώς βρίσκει απήχηση σε μια κοινωνία με τόσο βαθιές ανισότητες και με αρκετή φτώχεια.

Η επικέντρωση στη διαφθορά αντί στα κοινωνικό-οικονομικά αιτήματα εξηγείται, χωρίς αμφιβολία, από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ναβάλνι είναι φιλελεύθερος, αν και με μια εθνικό-ρωσική εθνικιστική (δηλαδή ρατσιστική) κλίση, η οποία έχει υποβαθμιστεί και σε κάποιο βαθμό «ξεπλυθεί», κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.

Έχοντας λάβει την πανεπιστημιακή του εκπαίδευση στα νομικά και τα οικονομικά, κατά τη διάρκεια της άγριας δεκαετίας του 1990 στη Ρωσία –την περίοδο της «θεραπείας του σοκ»– την ώρα που εργαζόταν σε διάφορες ιδιωτικές εταιρίες, ο Ναβάλνι προσχώρησε στο φιλελεύθερο κόμμα Yabloko, το 2000, λαμβάνοντας μια υψηλόβαθμη θέση στην οργάνωση της Μόσχας. Όμως διεγράφη το 2007 για τη ρατσιστική δραστηριότητά του, και κυρίως για τον ρόλο του εκείνη τη χρονιά στη δημιουργία του βραχύβιου κινήματος “Narod” (λαός), το οποίο επικεντρωνόταν στην υπεράσπιση του «δημοκρατικού εθνικισμού» και είχε ως βασικούς προγραμματικούς στόχους τη δημοκρατία και τα δικαιώματα των Ρώσων στην εθνικότητα πολιτών.

Το 2010, ξεκίνησε έναν ιστότοπο εναντίον της διαφθοράς με το όνομα “Ros-Pil”, ο οποίος είχε μεγάλη απήχηση και ήταν επικεντρωμένος στη δημοσιοποίηση της κυβερνητικής διαφθοράς.

Το 2011, σε μια συνέντευξή του, ο Ναβάλνι αποκάλεσε το κυβερνών (κοινοβουλευτικό) κόμμα του Πούτιν «το κόμμα των απατεώνων και των κλεφτών», ένας χαρακτηρισμός που διαδόθηκε γρήγορα στη Ρωσία.

Έγινε ακόμα πιο γνωστός με τον ρόλο που διαδραμάτισε στις διαδηλώσεις του 2011-2012 που έθεταν ζήτημα νοθείας των εκλογών με τις οποίες ο Πούτιν επέστρεψε στην Προεδρία, μετά από τέσσερα χρόνια διακοπής κατά τα οποία υπηρέτησε ως πρωθυπουργός. Το 2011 ο Ναβάλνι δημιούργησε το Ίδρυμα Αγώνα ενάντια στη Διαφθορά, αφιερωμένο στη δημοσιοποίηση υποθέσεων διαφθοράς σε υψηλά ιστάμενους κυβερνητικούς κύκλους, και στις περιφερειακές εκλογές του 2019 προώθησε με σχετική επιτυχία τη στρατηγική της «έξυπνης ψήφου». Επρόκειτο για μια στρατηγική που καλούσε τους αντι-κυβερνητικούς ψηφοφόρους να συγκεντρώσουν τις ψήφους τους σε έναν/μια υποψήφιο που δεν ανήκε στο κυβερνών κόμμα και είχε τις καλύτερες πιθανότητες νίκης – μια τακτική που υπήρξε με κάποιο τρόπο αποτελεσματική.

Ο Ναβάλνι και το κίνημά του είναι μια ακόμα εκδοχή του παγκοσμίως εντεινόμενου λαϊκιστικού φαινομένου των τελευταίων ετών. Οι υποστηρικτές του είναι σε μεγάλο βαθμό μια εξατομικευμένη μάζα, με το κίνημά του να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα μέσα κοινωνική δικτύωσης (με πάνω από 6 εκατομμύρια συνδρομητές στο YouTube).

Αυτό το κίνημα διαμαρτυρίας δεν διαθέτει ένα συνεκτικό πρόγραμμα –ιδιαίτερα ένα που θα μπορούσε να απευθυνθεί στους εργαζόμενους– ούτε κάποια ουσιώδη στρατηγική. Το τελευταίο βίντεο του Ναβάλνι που συνέπεσε χρονικά με τη σύλληψή του, κατά την επιστροφή του από τη Γερμανία, όπου έλαβε θεραπεία για τον δηλητηριασμό του, το είδαν εκατομμύρια. Όμως δεν προσφέρει μια ανάλυση, που να στοχεύει στην ενδυνάμωση ενός κινήματος πολιτικά ενσυνείδητων πολιτών. Το θέμα του είναι ένα οικιστικό σύμπλεγμα στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας, που στοιχίζει πάνω από 1 δισεκατομμύριο δολάρια και το οποίο το βίντεο ισχυρίζεται ότι ανήκει στον Πούτιν, ο οποίος αναπαρίσταται απλουστευτικά ως ένας άνδρας που κινείται αποκλειστικά από την τεράστια δίψα του για προσωπικό πλούτο και πολυτέλεια.

Το θάρρος και η επιμονή του Ναβάλνι, μαζί με τις ικανότητες τακτικής του, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Αλλά η μεγάλη πλειονότητα των Ρώσων δεν τον αντιμετωπίζει ως μια αξιόπιστη εναλλακτική.

Mολονότι οι Ρώσοι απέχουν μακράν από το να είναι γοητευμένοι από το παρόν καθεστώς, κατά τον συνήθη ρωσικό τρόπο, που βασίζεται στην ιστορική μνήμη, φοβούνται για το τι θα είναι αυτό που θα το αντικαταστήσει. Και δεν χρειάζεται να κοιτάξουν μακριά –στην πραγματικότητα, μόνο μέχρι την Ουκρανία– για να δουν συνολικά τα αμφίβολα αποτελέσματα των λαϊκιστικών κινημάτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (τις «πολύχρωμες επαναστάσεις») που ανέτρεψαν κυβερνήσεις.

Η συμμετοχή μελών της νεότερης γενιάς στις πρόσφατες διαδηλώσεις που κάλεσε ο Ναβάλνι ήταν αξιοσημείωτη (μαθητές Λυκείου και φοιτητές προειδοποιήθηκαν ότι τα ονόματά τους θα αναφερθούν στα αντίστοιχα ιδρύματά τους αν συμμετάσχουν στην τελευταία διαδήλωση). Όμως οι παλιότεροι Ρώσοι θυμούνται την ίδια την «άγρια δεκαετία του 1990» που ακολούθησε την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ως ένα είδος «πολύχρωμης επανάστασης». Η άνοδος του Πούτιν στην εξουσία συνέπεσε με μια οικονομική ανάπτυξη μετά από μια πολύ βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, με την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Ρωσίας σε διεθνές επίπεδο και το τέλος της περιδίνησης του κράτους προς τη «βαλκανοποίηση».

Αυτοί οι παράγοντες ακόμα λειτουργούν προς όφελος του, την ίδια ώρα που το καθεστώς του κάνει ό,τι μπορεί για να διασφαλίσει ότι δεν θα αναδυθεί κανένας αξιόπιστος αντίπαλος απέναντι στον Πούτιν.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Canadian Dimension, την 1η Φεβρουαρίου 2021.

Για τον συγγραφέα

Ο David Mandel είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, στον Καναδά. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “The Petrograd Workers in the Russian Revolution, February 1917-June 1918” (Haymarket, 2018).