Τα επακόλουθα του τουρκικού πραξικοπήματος: μεταξύ νεοφασισμού και Βοναπαρτισμού




Προβλέψεις για τις επιπτώσεις του αποτυχημένου τουρκικού πραξικοπήματος και για το κατά πόσο εκπληρώνει τον πόθο του Ερντογάν για μια παντοδύναμη προεδρία. Όμως, ο κίνδυνος που καραδοκεί είναι πολύ μεγαλύτερος.


Του Cihan Tugal


Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης

Αφού συνέτριψε το πραξικόπημα της Παρασκευής 15 Ιουλίου –με τον αριθμό των θυμάτων να πλησιάζει τους 300– η τουρκική κυβέρνηση έχει τώρα ξεκινήσει τη μεγαλύτερη έως τώρα καμπάνια εκκαθαρίσεων: ξεκαθάρισμα του στρατού και της πολιτικής γραφειοκρατίας από χιλιάδες αντιπάλους. Η κατάσταση βρίθει στοιχείων ειρωνείας. Οι Γκιουλενιστές (οι παγκόσμιοι ηγέτες ενός εκσυγχρονιστικού, ανεκτικού Ισλάμ, σύμφωνα με ορισμένους) κατηγορούνται από τον πρόεδρο Ερντογάν ότι οργάνωσαν την μείζονα απόπειρα πραξικοπήματος κατά ενός καθεστώτος που κάποτε εξυμνείτο ως πρότυπο Ισλαμικής δημοκρατίας.

Αλλά και πιο σημαντικό, αυτή η αντιδημοκρατική απόπειρα κατά ενός αντιδημοκρατικού καθεστώτος είναι πολύ πιo πιθανό να το ωθήσει προς την χειρότερη δυνατή κατεύθυνση. Το τουρκικό καθεστώς πειραματιζόταν δειλά, εδώ και κάποιο διάστημα, με την κινητοποίηση των μαζών για την καταστολή των εχθρών του. Τώρα, μπορεί να αποβάλει τους ενδοιασμούς του.

Ένα χωλό πραξικόπημα

Είναι αδύνατο να έχουμε όλα τα στοιχεία σε αυτό το χρονικό σημείο, αλλά ο Ερντογάν έχει κατηγορήσει τους οπαδούς του Γκιουλέν στο στρατό για το ξεκίνημα του πραξικοπήματος, και για το ότι βασίζονταν στην υποστήριξη από άλλους στρατιώτες και πολίτες.

Όμως, ακόμη και κάποιοι από το στρατιωτικό προσωπικό γνωστοί για τις φιλοπραξικοπηματικές τους τάσεις, καθώς και τα τρία κόμματα της αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο, επέκριναν την απόπειρα μέσα σε λίγες ώρες. Και φαίνεται ότι ο αριθμός των Κεμαλιστών στρατιωτών που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο πραξικόπημα υπερβαίνει κατά πολύ εκείνον των συμμετεχόντων.

Με το που αντελήφθησαν πόσο απομονωμένοι ήταν, κάποιοι στρατιώτες άρχισαν να παραδίνονται. Σε απόλυτη απελπισία κάποιοι άλλοι προέβησαν σε στυγερές πράξεις τις οποίες καμία άλλη (επιτυχής ή ανεπιτυχής) τουρκική χούντα δεν διανοήθηκε ποτέ να κάνει, συμπεριλαμβανομένου και του βομβαρδισμού του κοινοβουλίου.

Η ευθραυστότητα και η σχεδόν παραφροσύνη της ομάδας των πραξικοπηματιών φαίνεται να προκλήθηκαν από πανικό: ο Αχμέτ Σικ, κορυφαίος ειδικός και ερευνητής δημοσιογράφος για τον Γκιουλέν, υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση είχε προγραμματίσει μεγάλες επιχειρήσεις για τις 16 Ιουλίου, όταν εκατοντάδες υποστηρικτές του Γκιουλέν στο στρατό επρόκειτο να συλληφθούν. Μήπως οι Γκιουλενιστές έμαθαν πολύ αργά για το σχέδιο, ώστε να σχηματίσουν μεγάλες συμμαχίες και να προετοιμάσουν ένα πιο συστηματικό πραξικόπημα;

Όμως, η απόπειρα πραξικοπήματος εκτελέστηκε τόσο άσχημα και ενδιαφέρθηκε τόσο λίγο για την υποστήριξή της από τις ελίτ και το λαό, ώστε δεν μπορούν να αποκλειστούν οι θεωρίες συνωμοσίας (πολλοί Κεμαλικοί συμπαθούντες του στρατού πιστεύουν ότι η ίδια η κυβέρνηση οργάνωσε το πραξικόπημα για να δημιουργήσει τη δικαιολογία για μια «χονδρική» καταστολή). Τέτοιες λεπτομέρειες για τους ακριβείς μηχανισμούς του πραξικοπήματος παραμένουν για την ώρα εικασίες, αφού όλες οι πλευρές επιδίδονται σε μεγάλο βαθμό στη μετάθεση ευθυνών. Αλλά ποιες είναι οι πιο πιθανές εκβάσεις του αποτυχημένου πραξικοπήματος;

Tέλος στα όνειρα για μια Ισλαμική Μεταρρύθμιση

Δεν ξαφνιάζει η σχέση μεταξύ Γκιουλενιστών και του αποτυχημένου πραξικοπήματος όσους παρακολούθησαν στενά την κοινότητα Γκιουλέν και αντιστάθηκαν στην παγκόσμια υπερβολή σχετικά με τα δημοκρατικά της διαπιστευτήρια.

Ο ιδρυτής του κινήματος, ο ιεροκήρυκας Φετουλάχ Γκιουλέν, είχε ολόψυχα υποστηρίξει την πιο αιματοβαμμένη τουρκική χούντα της ιστορίας (Σεπτέμβριος 1980-1983) και είχε επίσης καλωσορίσει την πολιτική κυβέρνηση που δημιουργήθηκε από μια άλλη στρατιωτική επέμβαση (Φεβρουάριος 1997).

Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για να είναι κανείς καχύποπτος με τον Γκιουλέν: κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι οπαδοί του έχουν συστηματικά διεισδύσει κρυφά στους υψηλότερους επίσημους θεσμούς. Επιπλέον, αφού ο Ερντογάν άδειασε όσο μπορούσε τον στρατό από Κεμαλιστές στρατιωτικούς, το καθεστώς ευνόησε τον Γκιουλέν, επανδρώνοντας τον στρατό με οπαδούς του.

Ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, διπλωμάτες και πολιτικοί έχουν αγνοήσει τον κρατισμό του Γκιουλέν για δεκαετίες, επιλέγοντας αντιθέτως να τον πλασάρουν ως το πιο πολιτικό πρόσωπο του Ισλάμ στην Τουρκία. Άλλοι έχουν προχωρήσει ακόμα περισσότερο παρουσιάζοντάς τον ως τον μεγαλύτερο μεταρρυθμιστή της Ισλαμικής Ιστορίας: μια μουσουλμανική εκδοχή του Μαρτίνου Λούθηρου.

Ακόμα δυσκολότερο είχε γίνει να πιστέψει κανείς σ’ αυτόν τον ήρωα, από τότε που τα έσπασε με το τουρκικό καθεστώς με πολύ δυσάρεστο τρόπο, με τους οπαδούς του Γκιουλέν να εκτίθενται ως άρπαγες της εξουσίας παρά σαν δημοκράτες με αρχές. Ακόμα και αν ο Γκιουλέν δεν εμπλέκεται άμεσα στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2016, η εικόνα του έχει τώρα τόσο αμαυρωθεί που κανείς δεν θα τον αποκαλέσει Μαρτίνο Λούθηρο πλέον. Τα όνειρα για μια Ισλαμική Μεταρρύθμιση έχουν για μια ακόμη φορά καταρρεύσει.

Προς τον Νεοφασισμό;

Το τουρκικό καθεστώς, τα τελευταία λίγα χρόνια, ταλαντεύεται επικίνδυνα μεταξύ μιας ακραίας εκδοχής δεξιού Βοναπαρτισμού και (αυτού που πρόσφατα αποκάλεσα) νεοφασισμού.

Ο Βοναπαρτισμός είναι μια δικτατορία από πάνω προς τα κάτω που μόνο περιστασιακά χρησιμοποιεί μαζικές δράσεις. Οι Βοναπαρτιστικές μάζες είναι ανοργάνωτες και τους λείπει η συνεκτική ιδεολογία. Τα φασιστικά καθεστώτα, αντιθέτως, βασίζονται πιο οργανικά στις μάζες. Οι μάζες τους είναι οργανωμένες και είναι περισσότερο ιδεολογικά συντονισμένες με το καθεστώς.

Συγκρινόμενο με τα κλασικά φασιστικά καθεστώτα στη Γερμανία και την Ιταλία του μεσοπολέμου, το τουρκικό καθεστώς είχε μία πολύ πιο προβληματική σχέση με τις (ισλαμιστικές) πολιτικές του ρίζες (η κυβέρνηση Ερντογάν είχε αποκηρύξει τον Ισλαμισμό στα πρώτα της χρόνια). Όμως, το νέο καθεστώς σταδιακά επανενσωμάτωσε και επανακινητοποίησε τις μάζες και τους πολιτικούς κύκλους που είχε προηγουμένως αδρανοποιήσει.

Τους δύο τελευταίους μήνες, το τουρκικό καθεστώς μετατοπιζόταν για άλλη μια φορά προς μια Βοναπαρτιστική κατεύθυνση, υποβαθμίζοντας τη σημασία των μαζικών κινητοποιήσεων. Επίσης, ενσωμάτωνε στοιχεία της τρίτης καθιερωμένης μορφής σύγχρονου αυταρχισμού (στρατιωτική δικτατορία): ειδικά μετά από την εκλογική νίκη του φιλοκουρδικού HDP τον Ιούνιο του 2015, ο Ερντογάν άρχισε αδυσώπητα να χρησιμοποιεί τον στρατό κατά των αντιπάλων του.

Αλλά τώρα, δεδομένου του αριθμού των φιλοκαθεστωτικών μαζών στους δρόμους (και με τους στρατιώτες για μια ακόμα φορά ανακηρυγμένους εχθρούς του έθνους), οι φασιστικοί παράγοντες εντός του καθεστώτος έχουν την ευκαιρία να στηρίξουν τις μαζικές κινητοποιήσεις και να οδηγήσουν τη χώρα σε μια πιο απολυταρχική κατεύθυνση. Και μέχρι τώρα δεν έχουν χάσει την ευκαιρία.

Μετά την πρόσκληση του προέδρου Ερντογάν στον λαό να πλημμυρίσει τους δρόμους και να αντιμετωπίσει τους στασιαστές στρατιωτικούς, τα τζαμιά σε όλη τη χώρα παρακίνησαν επίσης τους πολίτες να ματαιώσουν το πραξικόπημα. Στα κέντρα των πόλεων, σε επαρχιακές πόλεις και σε αστικές φτωχογειτονιές, άνθρωποι σκαρφάλωσαν σε τεθωρακισμένα κρατώντας τουρκικές σημαίες. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο αυτών των σκηνών πιθανόν να γίνουν συμβολικές εικόνες, όπως εκείνες των κινέζων φοιτητών που έφραζαν τον δρόμο στα τεθωρακισμένα στην Πλατεία Τιενανμέν.

Αλλά αυτές οι μάζες κατάφεραν πολλά πολλά περισσότερα. Επιτέθηκαν στο φιλοκουρδικό κόμμα HDP (το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την απόπειρα πραξικοπήματος) σε αρκετές πόλεις. Παρενόχλησαν καταναλωτές οινοπνευματωδών. Ξέσπασαν πολλές συγκρούσεις σε γειτονιές και πόλεις Αλεβιτών (θρησκευτική μειονότητα). Αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά αυτού που έχει διαφημιστεί από ορισμένους σαν δημοκρατική άμυνα του καθεστώτος από τον λαό.

Η νέα «αντιμιλιταριστική» μαζική κινητοποίηση στην Τουρκία έβαινε αυξανόμενη (ως αντιεξέγερση) από την εποχή των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στο Γκεζί το 2013, έχοντας σαν στόχο μειονότητες, καταναλωτές οινοπνευματωδών, καθώς και κάθε είδους αντιπολίτευση και στρατιωτικό προσωπικό.

Τον Οκτώβριο του 2015, σχεδόν 100 φιλοκούρδοι ακτιβιστές σκοτώθηκαν στην Άγκυρα σε μια βομβιστική επίθεση συνδεόμενη με τον ISIS. Μάρτυρες είδαν την αστυνομία να χρησιμοποιεί δακρυγόνα κατά των επιζόντων και να εμποδίζει τη διέλευση ασθενοφόρων προς τους τραυματίες. Εκείνη η τραγωδία έρχεται τώρα να δέσει με τη δράση της μάζας κατά των νεκρών: κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εορτασμών κατά του πραξικοπήματος, οι «φιλοδημοκρατικές» μάζες κατέστρεψαν ένα μνημείο για τα θύματα της Άγκυρας. Δεν υπάρχει αμφισβήτηση για το προς τα πού στρέφονται οι συμπάθειες αυτών των μαζών.

Οι περισσότερες απαισιόδοξες προβλέψεις για τις συνέπειες του αποτυχημένου πραξικοπήματος έχουν εστιαστεί στο ότι θα πραγματοποιηθεί η επιθυμία του Ερντογάν για μια παντοδύναμη προεδρία. Ο κίνδυνος που περιμένει την Τουρκία είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ αυτό.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Open Democracy, στις 18 Ιουλίου 2016.

Για τον συγγραφέα

Ο Cihan Tugal είναι συγγραφέας του Passive Revolution: Absorbing the Islamic Challenge to Capitalism. Είναι αναπληρωτής καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια (California, Berkeley). Κυκλοφορεί επίσης και το βιβλίο του The Fall of the Turkish Model: How the Arab Uprisings brought down Islamic Liberalism.