Η αποδόμηση της μεταπολεμικής αντιφασιστικής συναίνεσης

Ο Rafael Poch αναλύει την μακροχρόνια διαδικασία της επανερμηνείας της ευρωπαϊκής ιστορίας με όρους που ήταν αδιανόητοι μέχρι πρόσφατα, με βάση τη νέα ώθηση που έχει δώσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ο Ουκρανός συγγραφέας Serhiy Zhadan βραβεύτηκε πρόσφατα στη Γερμανία. Στην Paulskirche της Φρανκφούρτης, το «λίκνο της γερμανικής δημοκρατίας», όπου το 1848 συναντήθηκαν οι αντιπρόσωποι της πρώτης εκλεγμένης αντιπροσώπευσης του έθνους, ο Ουκρανός συγγραφέας έλαβε το «βραβείο ειρήνης» των Γερμανών βιβλιοπωλών.

Στα βιβλία του, ο Zhadan αποκαλεί τους Ρώσους «εγκληματίες», «ορδή», «κτήνη» και «σκουπίδια». Δεν είναι η πρώτη φορά. Το 2012, το ίδιο βραβείο απονεμήθηκε σε έναν εξαίρετο Κινέζο συγγραφέα, τον Liao Yiwu, ο οποίος σε ομιλία του προς τις γερμανικές αρχές περιέγραψε τη χώρα του ως «απάνθρωπη αυτοκρατορία και βουνό σκουπιδιών που πρέπει να αποδομηθεί για την ηρεμία του κόσμου».

Στη σημερινή Ευρώπη, είτε πρόκειται για το Βραβείο Νόμπελ είτε για το βραβείο των Γερμανών Βιβλιοπωλών, κάθε βράβευση επικεντρώνεται συχνά στην προώθηση της εικόνας του εχθρού που απαιτεί το πολεμικό περιβάλλον.

Φαίνεται ότι η πρώτη προϋπόθεση για να λάβει κανείς ένα βραβείο, είτε πρόκειται για την ειρήνη, είτε για τα πολιτικά δικαιώματα, είτε για τη λογοτεχνία, είναι να είναι ριζοσπαστικός αντίπαλος οποιουδήποτε αντίπαλου καθεστώτος, ιδίως της Ρωσίας, της Κίνας ή της Λευκορωσίας.

Δεν πρόκειται για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες αυτές, οι οποίες είναι τόσο γνωστές όσο και κραυγαλέες.

Πρόκειται για τη δυτική πολιτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δηλαδή την επιλεκτική πολιτική χρήση αυτού του όρου.

Στην τρέχουσα ευρωπαϊκή κατάσταση, τον τόνο δίνουν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδίως η Πολωνία, οι βαλτικές δημοκρατίες και πρόσφατα η Ουκρανία.

Με πολωνική πρωτοβουλία, τον Σεπτέμβριο του 2019 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε το περιβόητο ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο η ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση θεωρούνται εξίσου υπεύθυνες για την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Φέτος, στις 23 Νοεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, ανακηρύσσοντας τη Ρωσία «χορηγό της τρομοκρατίας», επικαλούμενη τις στενές σχέσεις της με διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κούβας.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 30 Νοεμβρίου, η Μπούντεσταγκ κήρυξε ως γενοκτονία, δηλαδή ως μια σκόπιμη και προγραμματισμένη πράξη εξόντωσης κατά μιας συγκεκριμένης εθνικής ομάδας, τον τρομερό λιμό που σημειώθηκε στην Ουκρανία μεταξύ 1932 και 1933 στο πλαίσιο της σταλινικής αγροτικής κολεκτιβοποίησης.

Γολοντομόρ

Το αφήγημα για το Γολοντομόρ – τη σκόπιμη δολοφονία των Ουκρανών αγροτών – είναι πολύ δημοφιλές μεταξύ των δεξιών συγγραφέων και έχει επιβληθεί ως επίσημο στην Ουκρανία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, μαζί με τη δικαίωση και την αποκατάσταση των προσωπικοτήτων και των πράξεων των ακροδεξιών εθνικιστών Δυτικοουκρανών της δεκαετίας του 1930 και 1940, συμμάχων και συνεργατών των Ναζί.

Οι πρωταγωνιστές αυτού του δωσιλογισμού δίνουν σήμερα τα ονόματά τους σε πολλούς δρόμους και λεωφόρους σε όλη τη χώρα, αντικαθιστώντας συχνά τον Τολστόι, τον Λέρμοντοφ ή τον Τσέχωφ στον οδικό χάρτη.

Το αφήγημα του Γολοντομόρ είναι πολύ λειτουργικό για την εδραίωση και την προώθηση της νέας αντιρωσικής και φιλοδυτικής ουκρανικής ταυτότητας που υιοθέτησε το Κίεβο. Ωστόσο, μπορούμε πράγματι να θεωρήσουμε το Γολοντομόρ ως γενοκτονία;

Είναι αυτονόητο ότι η ΕΣΣΔ της δεκαετίας του 1930 και του 1940 υπό τον Στάλιν και, ακόμη νωρίτερα, η μετεπαναστατική Σοβιετική Ρωσία και ο εμφύλιος πόλεμος της δεκαετίας του 1920, είχαν ένα εξαιρετικό βίαιο χαρακτήρα.

Ωστόσο, τα ιστορικά στοιχεία δεν υποστηρίζουν τη θέση περί εθνικής γενοκτονίας κατά των Ουκρανών

Κατά τα έτη 1932 και 1933, ο αριθμός των νεκρών από πείνα στην Ουκρανία ήταν τρομακτικός και αυτό αντικατοπτρίζεται στις δημογραφικές στατιστικές. Το 1933, για παράδειγμα, στην Ουκρανία γεννήθηκαν 359.000 άνθρωποι και πέθαναν 1,3 εκατομμύρια. Τα στοιχεία αυτά περιλαμβάνουν τη φυσική θνησιμότητα, αλλά είναι σαφές ότι η κύρια αιτία θανάτου εκείνα τα χρόνια ήταν η πείνα.

Επιβάλλοντας τη δήμευση των σιτηρών, το κράτος διέπραξε ένα έγκλημα κατά όλων των αγροτών, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους.

Αν τα στοιχεία για έως και τρία εκατομμύρια άμεσους και έμμεσους θανάτους από λιμό στην Ουκρανία είναι σωστά, το συνολικό τους πλαίσιο είναι τα επτά εκατομμύρια θανάτων που αποδίδονται σε λιμό στο σύνολο της ΕΣΣΔ.

Δηλαδή, οι περισσότεροι από τους θανάτους από λιμό εκείνα τα χρόνια σημειώθηκαν εκτός Ουκρανίας, στο μέσο τμήμα του Βόλγα, στη Μπασκίρια, στο Κουμπάν, στην περιοχή των Ουραλίων, στην Άπω Ανατολή, σε περιοχές γεωγραφικά ακόμη μεγαλύτερες από την Ουκρανία, ή σε περιοχές όπως το Καζακστάν, με 1,5 εκατομμύριο θανάτους, που αντιπροσωπεύει ένα «εθνικό» ποσοστό θανάτων (πάνω από το 30% του πληθυσμού του Καζακστάν) πολύ υψηλότερο από την Ουκρανία.

Υπήρχαν, επίσης, ελλείψεις και μεγάλες δυσκολίες για τους αγρότες εκείνα τα χρόνια στη Γαλικία, τη σημερινή δυτική Ουκρανία, η οποία δεν αποτελούσε καν μέρος της ΕΣΣΔ εκείνη την εποχή, και ακόμη προβλήματα στην πολωνική περιοχή της Κρακοβίας, γεγονός που υποδηλώνει μια εικόνα αποτυχίας των καλλιεργειών.

Τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν, επομένως, ότι η κατάσταση, όσο επώδυνη και σοβαρή και αν ήταν, δεν ήταν μόνο ουκρανική.

Ήταν, όμως, προσχεδιασμένη, όπως υποδηλώνουν ο ίδιος ο όρος Γολοντομόρ και ο χαρακτηρισμός γενοκτονία;

Στην ΕΣΣΔ του Στάλιν, όπως και στη ναζιστική Γερμανία, ή στους Νεότουρκους της οθωμανικής αυτοκρατορικής παρακμής, υπάρχουν ντοκουμέντα που αποδεικνύουν προγραμματισμένες σφαγές.

Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο του 1942, η Διάσκεψη του Wannsee αποφάσισε την «τελική λύση» για τους Εβραίους.

Το 1941, με την εισβολή στην ΕΣΣΔ, ο γερμανικός στρατός εφάρμοσε μια πολιτική τεχνητής πείνας, η οποία καταγράφηκε στο λεγόμενο «Generalplan Ost».

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για την ενέργεια των Νεότουρκων να εξοντώσουν τον αρμενικό πληθυσμό το 1915, μια κατάσταση που δημιούργησε τον όρο γενοκτονία.

Και τι γίνεται με τη «μεγάλη τρομοκρατία» του Στάλιν το 1937; Και εκεί, επίσης, υπάρχουν έγγραφα που αποδεικνύουν μια σχεδιασμένη βούληση και δράση για την εξόντωση πολιτικών αντιπάλων, είτε πρόκειται για αγρότες που αντιτίθενται στην κολεκτιβοποίηση, είτε για την παλιά φρουρά των μπολσεβίκων, είτε για την αριστερή αντιπολίτευση, είτε για αναρχικούς, είτε για σοσιαλεπαναστάτες, είτε για μενσεβίκους.

Εντούτοις, δεν υπάρχει τίποτα – και τα αρχεία έχουν ερευνηθεί διεξοδικά – που να αποδεικνύει μια εθνοτική σφαγή των Ουκρανών, η οποία να εκτελέστηκε, μάλιστα, από το ίδιο το Ουκρανικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Όλα αυτά μας οδηγούν σε κάτι διαφορετικό: σε μια κολοσσιαία και άγρια πολιτική καταστολή, στην περίπτωση της «μεγάλης τρομοκρατίας» του 1937 (800.000 εκτελεσθέντες), και σε μια αγροτική πολιτική, σίγουρα εξαιρετικής εγκληματικής διάστασης, αλλά όχι σε μια σχεδιασμένη ενέργεια για την εξόντωση των Ουκρανών.

Χώρες του αίματος

Το βιβλίο Bloodlands του καθηγητή του Γέιλ Timothy Snyder, το οποίο εκδόθηκε το 2011, αποτελεί μπεστ σέλερ. Ο τίτλος του βιβλίου αντικατοπτρίζει το ιστορικό γεγονός της τεράστιας σφαγής που έλαβε χώρα στην Κεντρική/Ανατολική Ευρώπη στις δεκαετίες του 1930 και 1940.

Η χρονική σύμπτωση του χιτλερικού και του σταλινικού καθεστώτος σε αυτό το στάδιο χρησιμεύει στον συγγραφέα για να παρουσιάσει έναν παραλληλισμό μεταξύ των δύο καθεστώτων, έναν ιστορικό αναθεωρητισμό που πραγματοποιείται από τη Δεξιά και την ακροδεξιά στην Πολωνία, την Ουκρανία και την Γερμανία.

Ο Timothy Snyder αγνοεί παντελώς την διάκριση του Raymond Aron (παρότι συντηρητικής ιδεολογίας) σύμφωνα με την οποία «υπάρχει μια μεγάλη διαφορά μεταξύ μιας φιλοσοφίας της οποίας η λογική είναι τερατώδης και μιας φιλοσοφίας που μπορεί να οδηγήσει σε μια τερατώδη ερμηνεία».

Αντιθέτως, ο Snyder ισχυρίζεται ότι η ρατσιστική πολιτική του Τρίτου Ράιχ δεν διέφερε πολύ από την κατάσταση στην ΕΣΣΔ, όπου η εθνικότητα του καθενός αναγραφόταν στην ταυτότητά του.

Παρουσιάζει, επίσης, τη σταλινική σφαγή των Πολωνών ως «εθνοτική», ενώ ο Στάλιν σκότωνε τους Πολωνούς για τον ίδιο λόγο που σκότωνε κομμουνιστές και αντιπάλους γενικά: ως πραγματικούς ή δυνητικούς πολιτικούς αντιπάλους, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή την κατηγορία τους Πολωνούς κομμουνιστές των οποίων το κόμμα είχε ασκήσει έντονη κριτική στη γραμμή του Στάλιν.

Όπως υπενθυμίζει η Clara Weiss στην εκτενή κριτική της για το βιβλίο του Snyder, «είναι ιστορικό γεγονός ότι περίπου το 90% των Πολωνοεβραίων που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα (και μόνο το 10% του προπολεμικού πληθυσμού των 3,5 εκατομμυρίων Πολωνοεβραίων επέζησε) έζησε στη Σοβιετική Ένωση».

Ο Snyder διατυπώνει, επίσης, τον εξωφρενικό ισχυρισμό ότι «η επανάσταση των Μπολσεβίκων ήταν παρενέργεια της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής του 1917», μια θέση που η ίδια η ρωσική ακροδεξιά ασπάζεται.

Το 500 σελίδων βιβλίο του (στην αγγλική έκδοση) δεν αναφέρει καν τη γενοκτονία 250.000 έως μισού εκατομμυρίου Ευρωπαίων Ρομά.

Η σφαγή των σοβιετικών αιχμαλώτων πολέμου, μεταξύ 3 και 3,5 εκατομμυρίων, παρουσιάζεται ως «το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των δύο συστημάτων», αλλά αυτό που είναι πιο εντυπωσιακό είναι η ύπουλα αθωωτική αντιμετώπιση των Ναζί για την τεράστια σφαγή (περίπου 20% του πληθυσμού) που διαπράχθηκε στη Λευκορωσία.

 Ο συγγραφέας υπερασπίζεται μια επιχειρηματολογία κοντά σε εκείνη των πρώην ναζί στη μεταπολεμική Γερμανία, σύμφωνα με την οποία η βία τους στη Λευκορωσία ήταν συνέπεια και απάντηση στην αντάρτικη δραστηριότητα, ενώ στην πραγματικότητα ήταν μια απάντηση στη βαρβαρότητα της ναζιστικής σφαγής με τις περίφημες «Einsatzgruppen», όπως εξηγεί ο Ελβετός ιστορικός Hans Christian Gerlach στο έργο του Calculated Murders, το οποίο έχει επικριθεί από Γερμανούς δεξιούς ιστορικούς.

Ωστόσο, ο Snyder επιμένει στις τερατολογίες όπως ότι «ο πόλεμος των παρτιζάνων ήταν μια διεστραμμένη προσπάθεια του Χίτλερ και του Στάλιν, οι οποίοι αγνοώντας τους νόμους του πολέμου, κλιμάκωναν τη σύγκρουση πίσω από τις γραμμές του μετώπου».

Ο Snyder διαχωρίζει αυτόν τον κεντροευρωπαϊκό γεωγραφικό χώρο από το παγκόσμιο πλαίσιο, καθώς και τις ποικίλες σφαγές που εντάσσονται ακριβώς στον ίδιο ιστορικό κύκλο: από την ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία (1935-1936), έναν φασιστικό πόλεμο με περισσότερα από 250.000 θύματα αμάχους και τη χρήση χημικών όπλων που αποτέλεσε γέφυρα μεταξύ της αυτοκρατορικής αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα και του ναζιστικού επεκτατισμού, μέχρι τους 350.000 Εβραίους που δολοφονήθηκαν στο Garda de fier της Ρουμανίας, το μισό εκατομμύριο νεκρούς στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο και την καταστολή του Φράνκο (μεταξύ 2% και 5,5% του συνολικού πληθυσμού της Ισπανίας), τις εκατοντάδες χιλιάδες Σέρβων που σφαγιάστηκαν από τους Κροάτες Ουστάτσα, ή τα 24 εκατομμύρια Κινέζων θυμάτων του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού στην Ασία την περίοδο 1937-1945.

Το μεθοδολογικό ερώτημα που θέτει το βιβλίο του Snyder στους ιστορικούς είναι αν είναι δυνατόν να διαχωριστεί η βία εκείνης της περιόδου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη από το γενικότερο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο, το οποίο χαρακτηρίζεται από τον αγώνα κατά του φασισμού και του ιμπεριαλισμού.

Ο Snyder γνωρίζει καλά – έχει αφιερώσει ένα βιβλίο στο θέμα – το ρόλο του ουκρανικού εθνικισμού στις σφαγές των Εβραίων, τη συνεργασία του με τους Ναζί και τη συμμετοχή του στο τμήμα «Galichina» των SS, οι ηγέτες του οποίου, με επικεφαλής τον Pavlo Shandruk, τιμώνται σήμερα στα γραμματόσημα της χώρας.

Γνωρίζει, επίσης, το γεγονός, ότι οι περισσότεροι από τους δύο ή τρεις χιλιάδες σφαγείς των στρατοπέδων εξόντωσης που βοήθησαν τους Ναζί στην Τρεμπλίνκα, το Μπέλζεκ και το Σόμπιμπορ, οι περίφημοι «travniki», ήταν Δυτικοουκρανοί.

Ο Snyder δεν αναφέρει τίποτα από αυτά στο βιβλίο του. Ούτε αναφέρει την πολωνική συνενοχή στο Ολοκαύτωμα και μόνο πολύ περιστασιακά τον πρωταγωνισμό της Βαλτικής, παρά το τεράστιο μέγεθος της αντισημιτικής δολοφονίας που διαπράχθηκε στη Λιθουανία (95% του τοπικού εβραϊκού πληθυσμού), κυρίως από Λιθουανούς.

Από αυτόν τον απολογισμό είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τη συσσώρευση των πολωνικών, βαλτικών και γερμανικών τιμών και παρασήμων που έλαβε ο Snyder μετά την έκδοση του Bloodlands (η Wikipedia απαριθμεί δώδεκα).

Αυτό που είναι πιο δύσκολο να κατανοήσουμε είναι η σημαντική ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική αναγνώριση που έλαβε το έργο αυτό, του οποίου το κύριο προσόν είναι πως παρέχει ιστορικά επιχειρήματα για την τρέχουσα ατλαντική επέκταση προς τα σύνορα της Ρωσίας.

Στο τελευταίο του βιβλίο (The Road to Unfreedom: Russia, Europe, America, 2018), ο Snyder αυτοπαρουσιάζεται ως ένας προπαγανδιστής του νέου ψυχρού πολέμου που θεωρεί τον Πούτιν άμεσα υπεύθυνο όχι μόνο για την άνοδο του Τραμπ στην προεδρία, αλλά και για το Brexit, το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, τη μαζική αναχώρηση Σύριων προσφύγων προς την Ευρώπη, την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, ακόμη και για την εχθρότητα της αστυνομίας προς τους μαύρους στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η μεταπολεμική αντιφασιστική συναίνεση, που αναδύθηκε από τα ερείπια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, έχει περιγραφεί από τον ιστορικό Ian Buruma ως «το κύμα του ιδεαλισμού και της συλλογικής αποφασιστικότητας για την οικοδόμηση ενός πιο ισότιμου, ειρηνικού και ασφαλούς κόσμου».

Η Αριστερά είχε ηγηθεί της αντίστασης στο φασισμό, ενώ η Δεξιά ήταν συχνά υπόλογη για τη συνεργασία με τα φασιστικά καθεστώτα. Η σοσιαλδημοκρατία και η δημιουργία του ΟΗΕ ήταν αποτέλεσμα αυτού του κλίματος.

Η αποδόμησή τους άρχισε τη δεκαετία του 1980 με το νεοφιλελευθερισμό του Ρέιγκαν και της Θάτσερ, τον οποίο η σοσιαλδημοκρατία αγκάλιασε σταδιακά.

Η κατάρρευση αυτού του μείγματος σοσιαλισμού και δικτατορίας στην Ανατολική Ευρώπη και της σοσιαλδημοκρατίας στη Δύση έφερε στο προσκήνιο αντιλήψεις περιθωριοποιημένες. Σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο των ψηφισμάτων του Ευρωπαϊκών Κοινοβουλίου και στα μπεστ σέλερ των βιβλιοπωλείων μας.

Με την ανεκτίμητη συνεργασία της ρωσικής εισβολής, ο πόλεμος στην Ουκρανία δίνει μια ανησυχητική νέα ώθηση στον ιστορικό αναθεωρητισμό και στις πιο μαύρες ρεβανσιστικές τάσεις.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο Contexto