Κίτρινα Γιλέκα: «Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να επανοικειοποιηθούν την ίδια τους τη ζωή»




O 26χρονος συγγραφέας Εντουάρ Λουί [Édouard Louis], βραβευμένος το 2014 με το βραβείο Goncourt για το πρώτο του μυθιστόρημα, το αυτοβιογραφικό «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»  [1], μιλά στην Humanité, για την εξεγερσιακή στιγμή των «Κίτρινων Γιλέκων», μια στιγμή όπου τα λαϊκά στρώματα, συρρικνωμένα για καιρό στη σιωπή, διεκδικούν τη φωνή τους.


Συνέντευξη στη Lola Ruscio

Μετάφραση: Βασιάννα Κωνσταντοπούλου


Ερ: Δημοσιεύσατε ένα κείμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που περιγράφει τη δυσκολία σας να γράψετε για τα «Κίτρινα Γιλέκα». Σε ποια εμπόδια αναφέρεστε;

Απ:  Μια ακραία ταξική βία εκφράστηκε άμεσα εις βάρος του συγκεκριμένου κοινωνικού κινήματος, μια βία που με παρέλυσε εντελώς, όπως πιστεύω παρέλυσε και πολύ κόσμο. Η αστική τάξη και ένα μέρος των μίντια κορόιδευε αυτούς τους ανθρώπους που τραγουδούσαν, που χόρευαν στα οδοφράγματα. Ορισμένοι δημοσιογράφοι ή «πολιτικοί» κυκλοφορούσαν μεταξύ τους τις φωτογραφίες, τις πόσταραν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αυτό τους έκανε να γελούν. Μεταχειρίζονταν τα «Κίτρινα Γιλέκα» ως χωριάτες, ως βαρβάρους, μιλούσαν γι’ αυτούς σαν να πρόκειται για αγρίους, για παιδιά, τους περιέγραφαν ως ανεύθυνους, ως βάναυσους που καταστρέφουν την οικονομία.

Για μένα, όπως και για πολύ κόσμο, το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» έγινε γνωστό από τις εικόνες: σώματα εργατών, επισφαλώς εργαζομένων, φτωχών, σώματα σχεδόν αόρατα σε κανονικούς καιρούς, που έχουν καταστραφεί από τον κοινωνικό αποκλεισμό ή τη δουλειά, ήρθαν στο προσκήνιο.

Σώματα με τα οποία εγώ μεγάλωσα: όπως αυτό του πατέρα μου, της θείας μου, του αδερφού μου. Αυτή η εμφάνιση με αναστάτωσε. Και αισθάνθηκα προσωπικά ότι δέχομαι επίθεση από τη βία και την ταξική περιφρόνηση που εκδηλώθηκαν αμέσως μετά την εμφάνιση αυτών των εικόνων, αυτών των σωμάτων, αυτών των φωνών.

Ένα μεγάλο μέρος του χώρου της δημοσιότητας αποτελείται από ανθρώπους που έχουν μια βαθιά απέχθεια για τους φτωχούς. Όταν το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» αναδύθηκε, αρκούσε να ανοίξεις την τηλεόραση –δεν χρειαζόταν καν να έχεις ανοιχτό τον ήχο– για να καταλάβεις αμέσως την απέχθεια που εκφραζόταν από το σώμα της αστικής τάξης, την απέχθειά τους για το σώμα των φτωχών. Το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» ανάγκασε την αστική τάξη να αποκαλύψει και το δικό της σώμα, να το δείξει.

Το άλλο φαινόμενο του οποίου γίναμε μάρτυρες, παράλληλο με αυτό της απέχθειας, ήταν μια άοκνη προσπάθεια να επιστρέψουν αυτά τα σώματα στην αφάνεια.

Πολλά ειδησεογραφικά μέσα επέμεναν πάνω στην παρουσία ανθρώπων από τη μεσαία τάξη στο συγκεκριμένο κίνημα. Είχε μια απόλαυση, μια παράξενη αγαλλίαση να επαναλαμβάνουν όλοι εν χωρώ: «Α, μα συμμετέχουν επίσης άνθρωποι από τις μεσαίες τάξεις!». Φυσικά και συμμετέχουν, και υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που υποφέρουν στη μεσαία τάξη, κι αυτό είναι ένα στοιχείο που θα έπρεπε να το αναλύσουμε πιο βαθιά. Όμως, στο βάθος έμοιαζε ότι αυτοί που το επαναλάμβαναν έψαχναν για ακόμα μια φορά έναν τρόπο για να μην μιλήσουν για τις λαϊκές τάξεις.

Ερ: Μιλάτε για σώματα, δεν πρόκειται όμως κυρίως για μια επανοικειοποίηση του λόγου των πιο ταπεινών, τον οποίο σφετεριζόταν για καιρό η εξουσία;

Απ: Ναι, βεβαίως. Γεννήθηκα τη δεκαετία του 1990, και είναι ένα από τα πρώτα πραγματικά λαϊκά κινήματα που ζω στη Γαλλία. Έχω ζήσει πολύ σημαντικές φοιτητικές και μαθητικές κινητοποιήσεις, όμως με τα «Κίτρινα Γιλέκα» συμβαίνει κάτι πραγματικά πρωτόγνωρο, βαθύτατα δίκαιο και ριζοσπαστικό.

Είναι κρίσιμο να υποστηρίξουμε αυτό το κίνημα, να συμμετάσχουμε, να το μετασχηματίσουμε όσο είναι δυνατόν. Υπήρξαν ρατσιστικά και ομοφοβικά πράγματα που εκφράστηκαν από τα «Κίτρινα Γιλέκα», αλλά το κοινωνικό κίνημα μπορεί να αλλάξει τις αναπαραστάσεις του. Το πολιτικό κίνημα είναι ακριβώς η στιγμή που οι άνθρωποι μετασχηματίζονται.

Αυτό υποστήριξε ο Σαρτρ και για τον Μάη του 1968: υπήρχαν χωρίς αμφιβολία ρατσιστές εργάτες στον Μάη του ’68, όπως περιγράφει η Claire Etcherelli στο «Ελίζα, ή η αληθινή ζωή», όμως το ’68 ήταν η στιγμή όπου, ακριβώς χάρη στο κοινωνικό κίνημα, οι εργάτες αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι οι φτωχοί μαύροι και Άραβες βιώνουν τις ίδιες δυσκολίες, την ίδια βία με αυτούς, σε πολλά επίπεδα. Το κοινωνικό κίνημα είναι η στιγμή της αναδιοργάνωσης των πολιτικών αντιλήψεων, μια στιγμή όπου ο χρόνος επιταχύνεται.

Όταν ήμουν παιδί, οι άνθρωποι γύρω μου ψήφιζαν συχνά στον πρώτο γύρο το Εθνικό Μέτωπο, και στον δεύτερο γύρο Αριστερά, αν το Εθνικό Μέτωπο δεν περνούσε. Σημάδι ότι οι άνθρωποι υπέφεραν από τη φτώχεια, από την αδυναμία να φροντίσουν και να ταΐσουν τον εαυτό τους, έψαχναν τρόπους για να πουν «υποφέρω».

Υπήρχε ένα είδος μόνιμης έντασης: «υποφέρω εξαιτίας των μεταναστών;», ή «μήπως υποφέρω εξαιτίας των πολιτικών, των κυβερνώντων που βρίσκονται στην εξουσία;» Δεν μειώνω τη σημασία της ρατσιστικής και ομοφοβικής βίας. Έχω γράψει δύο βιβλία πάνω σε αυτό το θέμα, σε όλη μου την παιδική ηλικία με μεταχειρίζονταν ως «αδερφή», όπως και πολλούς LGBT ανθρώπους. Η παιδική μου ηλικία καταστράφηκε εξαιτίας αυτού του γεγονότος.

Όμως, ακριβώς επειδή αυτά υπάρχουν, η Αριστερά έχει την τεράστια ευθύνη να δημιουργήσει μια άλλη γλώσσα, άλλους τρόπους σκέψης. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή, στο πλαίσιο των «Κίτρινων Γιλέκων», αυτό έχει δουλέψει: στην αρχή ακούγαμε μόνο για τα καύσιμα, βλέπαμε επιθέσεις ρατσιστικές και ομοφοβικές. Θα μπορούσε να γίνει ένα κίνημα στο οποίο η Άκρα Δεξιά θα είχε κυριαρχήσει, αλλά απέτυχαν. Η Αριστερά κέρδισε.

Ερ: Ένα αναζωογονητικό αίσθημα πάλης των τάξεων διατρέχει αυτές τις κινητοποιήσεις. Εκρήγνυται μια αγανάκτηση εναντίον των προνομίων των πλουσίων και της υποταγής των φτωχών. Γινόμαστε μάρτυρες της διαμόρφωσης μιας ταξικής συνείδησης;

Απ: Είναι μια δύσκολη ερώτηση. Η ταξική συνείδηση διαμορφώνεται και αποδομείται κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Τα τελευταία χρόνια, ο λόγος πάνω στις τάξεις ήταν όλο και πιο συχνά όπως οι λόγοι της δεκαετίας του 1950. Μιλούσαμε για λαϊκές τάξεις, χωρίς ποτέ να αναφερόμαστε στα προάστια, τους γκέι, τις γυναίκες. Σαν να μην υπήρχαν το φεμινιστικό, το αντιρατσιστικό, το LGBTQ κίνημα.

Αυτό που προσπάθησα να κάνω με τα βιβλία μου, όπως και πολλοί άλλοι άνθρωποι, είναι να μιλήσω με έναν καινούργιο και πιο ανοιχτό τρόπο για τις λαϊκές τάξεις:  τι σημαίνει να είσαι γκέι ή γυναίκα σε ένα φτωχό περιβάλλον; Ποια νέα ερωτήματα θέτει αυτό το γεγονός απέναντι στην έννοια της τάξης;

Στο κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων», η λέξη «τάξη» διευρύνεται: η επιτροπή Adama [που δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του 24χρονου Adama Traoré, κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο αστυνομικό τμήμα του Περζάν στο Βαλ ντ’ Ουάζ] ήταν εκεί, και ακούγαμε όλο και περισσότερες γυναίκες να παίρνουν τον λόγο.

Ένα κοινωνικό κίνημα είναι πάντοτε ένα κίνημα κοινωνικών διεκδικήσεων και ταυτόχρονα μια κίνηση πάνω στο ίδιο το κοινωνικό κίνημα. Δεν υπάρχει κίνημα που να μην θέτει ερωτήματα πάνω στον ίδιο τον ορισμό του κοινωνικού κινήματος: περί τίνος πρόκειται; Τι δεν περιλαμβάνεται σε αυτό; Ποιος μιλά; Ποιος αποκλείεται από αυτό που παραδοσιακά ονομάζουμε «κοινωνικό κίνημα»;

Με την επιτροπή Adama, που αγωνίζεται ενάντια στην αστυνομική βία, τέθηκε το ζήτημα του αποκλεισμού των προαστίων. Και ταυτόχρονα είναι ένα κοινωνικό κίνημα που λέει στην Αριστερά: «Γιατί μιλάτε τόσο λίγο για τους μαύρους και τους Άραβες;»

Είναι το ίδιο πράγμα και τα «Κίτρινα Γιλέκα». Είναι ένα κοινωνικό κίνημα ενάντια στη φτώχεια, την επισφάλεια, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την περιφρόνηση, την αλαζονεία του Μακρόν. Και την ίδια στιγμή είναι μια κίνηση πάνω στο κίνημα.

Σε μια στιγμή, άνθρωποι που δεν τους βλέπαμε, που δεν τους ακούγαμε στους συνήθεις κοινωνικούς αγώνες είναι εδώ. Η καινοτομία είναι η γλώσσα που εκφέρουν τα «Κίτρινα Γιλέκα».

Λένε «δεν τα καταφέρνω να τραφώ, να αγοράσω χριστουγεννιάτικα δώρα για τα παιδιά μου, να επισκεφτώ τη μάνα μου που είναι ετοιμοθάνατη στο διπλανό χωριό γιατί δεν μπορώ να πληρώσω τη βενζίνη». Αυτές οι φράσεις είναι πολιτικά πολύ πιο δυνατές από τις διακηρύξεις πάνω στη Γαλλική Δημοκρατία και την κοινή ζωή.

Είναι ένα ξέσπασμα του πραγματικού πάνω στην πολιτική, και η πολιτική επανεμφανίζεται έτσι όπως πραγματικά είναι: ως ένα ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Ερ: Στη Μπανιολέτ, στο Σέιν Σεν Ντενίς, την προηγούμενη εβδομάδα, καλέσατε τις λαικές τάξεις «να ανατρέψουν τη ντροπή» που βαραίνει τους κυριαρχούμενους. Πώς φτάνουμε σε κάτι τέτοιο;

Απ: Έχω συναντήσει στη ζωή μου πολλούς ανθρώπους που ντρέπονταν να πουν «υποφέρω». Ένα μέρος του πολιτικού και μιντιακού λόγου τούς έλεγε: «Αν υποφέρετε, είναι επειδή είστε αργόσχολοι, επειδή δεν διαβάσατε αρκετά, επειδή είστε οι τελευταίοι της σειράς». Σε αυτό το κίνημα οι άνθρωποι προσπαθούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους, πολύ απλά να επανοικειοποιηθούν την ίδια τους τη ζωή.

Όταν κάνουμε πολιτική, είναι σημαντικό να δημιουργούμε δομές, πραγματικούς ή εικονικούς τόπους όπου οι κοινωνικοί δρώντες να μπορούν να πουν «υποφέρω» και να αισθάνονται νομιμοποιημένοι να το κάνουν.

Τα τελευταία χρόνια, διαπιστώσαμε στον χώρο της πολιτικής, της λογοτεχνίας αλλά και των τεχνών, ολοένα και περισσότερους σχολιαστές που θεωρούν τον εαυτό τους Αριστερό να χρησιμοποιούν τον όρο «μιζερολογία». Λες και το πρόβλημα του κόσμου μας είναι ο πολύς λόγος πάνω στη μιζέρια, λες και υπερβολικά πολλοί άνθρωποι μιλούν για τη μιζέρια και λένε «υποφέρω». Η πολιτική διάγνωση που κάνω εγώ είναι η αντίθετη: από τη στιγμή που η μιζέρια δομεί με τρόπο καθοριστικό τις ζωές και τις υπάρξεις, γιατί να είναι τόσο δύσκολο να πούμε «υποφέρω»; Αυτό που ο όρος «μιζερολογία» θέλει να πει είναι «βουλώστε το!». Θα πρέπει να ελπίζουμε ότι τα «Κίτρινα Γιλέκα» θα αντιπροσωπεύσουν έναν τρόπο να διαλύσουμε όλες αυτές τις στρατηγικές της συρρίκνωσης στη σιωπή.

[1] Το βιβλίο του Εντουάρ Λουί “Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ” κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες, μτφ. Μιχ. Αρβανίτης, 2018.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Humanité, στις 7 Δεκεμβρίου 2018.