Η Κάρι Λαμ, επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ, εμφανίζεται συχνά αυτές τις μέρες στις συνεντεύξεις Τύπου, φορώντας ιατρική μάσκα: μια εικόνα καθόλου ασυνήθιστη για μια κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας πανδημίας. Είναι, ωστόσο, ειρωνικό για μια ηγέτη που απαγόρευσε τη χρήση μάσκας στον δημόσιο χώρο, μόλις πέντε μήνες πριν, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την αστυνομία στο ανακτήσει τον έλεγχο των δρόμων της πόλης από το πλήθος των μασκοφόρων διαδηλωτών.
Του Mark Frazier
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
H απαγόρευση της μάσκας, βασισμένη στην προ ενός αιώνα αποικιακή διακυβέρνηση έκτακτης ανάγκης, επανεπικυρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στις αρχές του μήνα, με μια αμφιλεγόμενη απόφαση του Εφετείου του Χονγκ Κονγκ [Court of Final Appeal].
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η κρίση του Covid-19 είχε οδηγήσει στην παύση των μαζικών διαδηλώσεων, επιτυγχάνοντας αυτό που η Κάρι Λαμ και οι αξιωματούχοι της δεν μπόρεσαν να κάνουν, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 2019. Όπως είπε και ένας πολιτικός του Χονγκ Κονγκ «είναι λίγο αστείο να συζητάμε για την απαγόρευση της μάσκας, την ώρα που όλος ο κόσμος τις φοράει».
Την ώρα που η κυβέρνηση της Κάρι Λαμ στο Χονγκ Κονγκ εφαρμόζει αυστηρά μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας, κατά τα φαινόμενα για να ελέγξει την πανδημία, το Πεκίνο πιέζει την επικεφαλής της κυβέρνησης να ελέγξει την αντιπολίτευση στο Χονγκ Κονγκ, προκειμένου να αποφύγει έναν ακόμα γύρo διαδηλώσεων αυτό το καλοκαίρι.
Το Σαββατοκύριακο 18-19 Απριλίου, η αστυνομία του Χονγκ Κονγκ συνέλαβε δεκαπέντε γνωστούς ηγέτες της αντιπολίτευσης. Τόσο οι κατηγορούμενοι όσο και οι αστυνομικοί συνοδοί τους φορούσαν ιατρικές μάσκες, κατά τη μετάβασή τους στα αστυνομικά τμήματα για να τους αποδοθούν και επισήμως κατηγορίες, σχετικά με τη συμμετοχή τους στις διαδηλώσεις της περασμένης χρονιάς.
Μεγαλύτερη ανησυχία προκαλούν σε πολλούς –συμπεριλαμβανομένων των συλληφθέντων– οι κινήσεις του Πεκίνου να αποδυναμώσει τον Βασικό Νόμο: το μικρό Σύνταγμα που δίνει στην κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ την εξουσία να διαχειρίζεται τα τοπικά ζητήματα.
Ο νεοδιορισθείς εκπρόσωπος του Πεκίνου στο Χονγκ Κονγκ, επικεφαλής του Γραφείου Διασύνδεσης του Χονγκ Κονγκ, κάλεσε προσφάτως την κυβέρνηση να εφαρμόσει έναν νόμο Εθνικής Ασφάλειας, ο οποίος είχε μπει για χρόνια στο «ντουλάπι» και είχε προκαλέσει μαζικές διαδηλώσεις το 2003, όταν είχε προταθεί για πρώτη φορά. Πολλοί είδαν αυτήν την κίνηση –όπως και τις συλλήψεις– ως μια ακόμα απόδειξη της παραβίασης του Βασικού Νόμου εκ μέρους του Πεκίνου.
Τα πρώτα κρούσματα κορωνοϊού εμφανίστηκαν στο Χονγκ Κόνγκ τον Ιανουάριο, σε μια περίοδο όπου οι διαδηλώσεις συγκέντρωναν ακόμα εντυπωσιακούς αριθμούς. Η Κάρι Λαμ ανακοίνωσε μέτρα έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, στις 25 Ιανουαρίου, την πρώτη μέρα του κινέζικου Νέου Χρόνου, όπου συνηθίζονται οι οικογενειακές επισκέψεις στο Χονγκ Κονγκ.
Οι πολίτες αποδέχτηκαν το αίτημα της Λαμ να μείνουν στο σπίτι, μολονότι εκείνη επικρίθηκε ευρέως για το γεγονός ότι δεν φορούσε ιατρική μάσκα, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. Πολλοί υπέθεσαν ότι δεν το έκανε, κατόπιν εντολών από το Πεκίνο, του οποίου οι ηγέτες ήθελαν τότε να αποτρέψουν να σημάνει ένας συναγερμός σε όλο τον πλανήτη.
Περίπου μια εβδομάδα αργότερα, απογοητευμένοι από την αργή απόκριση της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ στην κρίση, εργαζόμενοι στον τομέα της Υγείας έκαναν απεργία, διεκδικώντας τη δωρεάν διάθεση ιατρικών μασκών στο κοινό και το κλείσμο των συνόρων του Χονγκ Κονγκ με την Κίνα. H Λαμ γρήγορα συναίνεσε σε αυτό. Επίσης, ανθρωπιστικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις στο Χονγκ Κονγκ κινητοποιήθηκαν για να μοιράσουν μάσκες σε ολόκληρη την πόλη, και το έκαναν με τρόπο επιτυχημένο.
Σε γενικές γραμμές, στις δημοσκοπήσεις οι πολίτες πιστώνουν περισσότερο στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις από ό,τι στην κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ την εντυπωσιακή αρχική διαχείριση του κορωνοϊού.
Στα τέλη Μαρτίου, λόγω των ανησυχιών που υπήρξαν για την εκ νέου ανάδυση κρουσμάτων κορωνοϊού μέσα στο Χονγκ Κονγκ, η Λαμ ανακοίνωσε ότι απαγορεύει τις δημόσιες συναθροίσεις άνω των τεσσάρων ατόμων για δύο εβδομάδες. Αυτή τη φορά, φορούσε μάσκα. Στη συνέχεια, οι περιορισμοί επεκτάθηκαν για δύο ακόμα εβδομάδες και μένει να δούμε αν θα ανανεωθούν και πάλι στα τέλη του Απρίλη (Σ.τ.Μ.: στις αρχές Μαΐου, η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσε ότι επιτρέπονται οι δημόσιες συναθροίσεις μέχρι οκτώ ατόμων).
Ο περιορισμός των δημόσιων συναθροίσεων στα τέσσερα άτομα μπορεί να είναι ένα θεμιτό μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας, αλλά όταν η κυβέρνηση συλλαμβάνει πολιτικούς της αντιπάλους, είναι εμφανές ότι η πανδημία χρησιμοποιείται από τους επικεφαλής της Λαμ στο Πεκίνο, προκειμένου να αποτρέψουν επίδοξους διαδηλωτές, καθώς πλησιάζουν οι επέτειοι σημαντικών γεγονότων.
Οι ιατρικές μάσκες και οι μάσκες προσώπου, που σχεδιάστηκαν αρχικά για να κρατούν μακριά αλλεργιογόνα, σκόνη και μολυσμένα σωματίδια, άρχισαν να εφαρμόζονται ευρέως στο Χονγκ Κονγκ, πολύ πριν το 2019. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του SARS του 2003, όταν υπήρχε η άποψη ότι ο κορωνοϊός προερχόταν από κάποια υπαίθρια αγορά ζώων στη κοντινή πόλη Κουανγκτσόου, οι πολίτες του Χονγκ Κονγκ γρήγορα στράφηκαν στις μάσκες ως προληπτικό μέτρο. Μετά τον SARS, η μάσκα χρησιμοποιείτο συχνά στους δρόμους, σε τρένα και εστιατόρια, κατά τη διάρκεια της εποχικής γρίπης στο Χονγκ Κονγκ.
Αλλά από τις 9 Ιουνίου 2019, η χρήση μάσκας οποιουδήποτε τύπου μετατράπηκε σε σημάδι αντίστασης την κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ.
Οι περσινές διαδηλώσεις, οι οποίες ξεκίνησαν ως αντίδραση σε ένα νομοσχέδιο για την έκδοση υπόπτων στην κινεζική ενδοχώρα, μετατράπηκαν σε επίμονη και ευρείας βάσης εξέγερση ενάντια στη συνεχιζόμενη αποσάθρωση της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ εκ μέρους του Πεκίνου. Οι διαδηλωτές απαιτούσαν τη δημιουργία πιο αυθεντικά δημοκρατικών πολιτικών θεσμών για την πόλη.
Στις 12 Ιουνίου 2019, οι αστυνομικές δυνάμεις έριξαν δακρυγόνα σε διαδηλωτές που ήταν συγκεντρωμένοι έξω από το νομοθετικό σώμα του Χονγκ Κονγκ, χρησιμοποιώντας τέτοιες ποσότητες χημικών που ξεπερνούσαν κατά πολύ αυτές που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Κινήματος της Ομπρέλας, του 2014, το οποίο διήρκησε 79 μέρες – πήρε το όνομά του από τις ομπρέλες που είχαν οι διαδηλωτές για να αποφεύγουν το σπρέι πιπεριού και τα δακρυγόνα.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 16 Ιουνίου, σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου το ¼ των κατοίκων της πόλης, που αριθμεί 7,4 εκατομμύρια, βγήκαν στους δρόμους, σε μια πρωτόγνωρη επίδειξη της «δύναμης των πολιτών», η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ όσα είχαν επιτευχθεί στο κίνημα του 2014. Από τότε, ομάδες διαδηλωτών που φορούσαν μάσκες, μαύρα ρούχα και κράνη, μετατράπηκαν σε χαρακτηριστικές εικόνες των διαδηλώσεων του Χονγκ Κονγκ.
Οι μάσκες επίσης είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο και σε ορισμένα επεισόδια αντι-κινητοποιήσεων ενάντια στους διαδηλωτές, το προηγούμενο καλοκαίρι. Μασκοφόρες συμμορίες με ξύλα και άλλα όπλα επιτέθηκαν σε επιβάτες και δημοσιογράφους στη στάση του μετρό Yuen Long, στις 21 Ιουλίου. Αργότερα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, έβλεπες συχνά αναφορές για «μασκοφόρους» που επιτίθεντο σε πολιτικούς της αντιπολίτευσης και ακτιβιστές, προκαλώντας τραυματισμούς σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι αστυνομικοί που ανέλαβαν δράση ενάντια στους διαδηλωτές άρχισαν κι εκείνοι να φορούν μάσκα και να κρύβουν τον αριθμό ταυτοποίησής τους.
Τον Οκτώβριο του 2019, η Λαμ απαγόρευσε τις μάσκες, βασιζόμενη σε μια διάταξη της αποικιοκρατικής περιόδου, που υπήρχε ακόμα στους κώδικες και η οποία έδινε στην κυβέρνηση εξουσίες έκτακτης ανάγκης, προκειμένου να εφαρμόσει μέτρα που διασφαλίζουν την δημόσια ασφάλεια, ακόμα και αν αυτά τα μέτρα παραβιάζουν τις πολιτικές ελευθερίες.
Μολονότι η συγκεκριμένη κίνηση έγινε ξεκάθαρα υπό την πίεση του Πεκίνου, η διάταξη προέρχεται από τον πρώην αποικιακό κυβερνήτη της Βρετανίας, ο οποίος ανέλαβε εξουσίες έκτακτης ανάγκης το 1922 για την αντιμετώπιση μιας μαζικής γενικής απεργίας το Χονγκ Κονγκ.
Μετά την απόφαση του πρωτοδικείου του Χονγκ Κονγκ ότι η απαγόρευση της μάσκας είναι αντισυνταγματική, τον Νοέμβριο του 2019, η νομοθετική εξουσία της Κίνας αποφάσισε ότι μόνο η ίδια –και όχι τα δικαστήρια του Χονγκ Κονγκ– έχουν την εξουσία να αποφανθούν για τη συνταγματικότητα της απαγόρευσης της μάσκας, και στην πραγματικότητα για κάθε νόμο που έχει εγκριθεί στο Χονγκ Κονγκ.
Δεδομένης της συνεχιζόμενης διάβρωσης της ανεξαρτησίας της νομοθετικής εξουσίας στο Χονγκ Κονγκ, δεν προκάλεσε έκπληξη ότι το Εφετείο της πόλης επανέφερε σε μεγάλο βαθμό την απαγόρευση της μάσκας, στην πρόσφατη απόφασή του. Η απόφαση διευκρίνιζε ότι η κυβέρνηση έχει την εξουσία να συλλαμβάνει όποιον φορά μάσκα σε «παράνομη συγκέντρωση».
Η ιστορία έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Κατά τη διάρκεια των πανδημιών του 19ου και του 20ού αιώνα, οι αποικιακές κυβερνήσεις επικαλούνταν συχνά εξουσίες έκτακτης ανάγκης για να επιβάλουν μέτρα που γίνονταν στη συνέχεια μόνιμο στοιχείο της εργαλειοθήκης του καθεστώτος. Εν τω μεταξύ, το αποικιακό εμπόριο ήταν αυτό που προκαλούσε καταρχάς τη διασπορά των επιδημιών.
Κάθε υγειονομική έκτακτη ανάγκη προσφέρει σε αυτούς που είναι στην εξουσία –αποικιοκράτες ή μη– μια ευκαιρία να διεκδικήσουν εξουσίες εξαίρεσης και αντισυνταγματικές. Και όπως βλέπουμε σήμερα, η πανδημία προσφέρει μια καινούργια ευκαιρία σε ηγέτες όπως ο Όρμπαν στην Ουγγαρία και ο Τραμπ στις ΗΠΑ να αναλάβουν διευρυμένες εκτελεστικές εξουσίες, που τους ήταν πολυπόθητες πολύ πριν την πανδημία.
[…]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Public Seminar, στις 28 Απριλίου 2020.
Για τον συγγραφέα
Ο Mark Frazier είναι συν-διευθυντής του India China Institute και Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο New School for Social Research. Είναι συγγραφέας του βιβλίου “The Power of Place: Contentious Politics in Twentieth Century Shanghai and Bombay” (Cambridge University Press, 2019).