Ποιος φοβάται την ακαδημαϊκή ελευθερία;

Τόσο η Αριστερά όσο και η Δεξιά συμφωνούν, όλως παραδόξως, πως η ακαδημαϊκή ελευθερία στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες απειλείται. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, πως δεν έχουμε καταλάβει τι σημαίνει πραγματικά αυτή η ελευθερία.


Της Μάγδας Φυτιλή


«Υπάρχει κάτι σάπιο στο πανεπιστήμιο», δήλωσε ο Niall Ferguson τον περασμένο Νοέμβριο σε μια στήλη του Bloomberg. Ο γνωστός Βρετανός ιστορικός προειδοποίησε για «τη διάβρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την άνοδο μιας ανελεύθερης ιδεολογίας, της woke κουλτούρας, η οποία εκδηλώνεται υπό τη μορφή φόβου και αυτολογοκρισίας».

Για τον Ferguson, αυτές οι «παθολογίες» της αγγλοσαξονικής ακαδημίας δεν μπορούν να θεραπευτούν. Η μόνη λύση είναι να ιδρυθεί ένα νέο πανεπιστήμιο, το Πανεπιστήμιο Austin, την ίδρυση του οποίου διατυμπάνισαν ο Ferguson και άλλοι στις 8 Νοεμβρίου. Μεταξύ άλλων, θα προσφέρει «απαγορευμένα μαθήματα με προκλητικές ερωτήσεις» που υποτίθεται πως είναι αδύνατο να τεθούν αλλού.

Η έναρξη, ωστόσο, δεν ήταν χωρίς προβλήματα, καθώς μερικά από τα μεγάλα ονόματα της αρχικά ανακοινωθείσας λίστας καθηγητών, όπως ο Robert Zimmer και ο Steven Pinker, σύντομα αποστασιοποιήθηκαν από το έργο.

Ο Ferguson δεν είναι ο μόνος που σημειώνει με ανησυχία την υποτιθέμενη απώλεια υποστήριξης μεταξύ των εκπαιδευτικών και των μαθητών των φιλελεύθερων αξιών, οι οποίες κάποτε θεωρούνταν δεδομένες. «Η Ετερόδοξη Ακαδημία – μια οργάνωση με επικεφαλής τον ψυχολόγο Jon Haidt, ο οποίος εδώ και χρόνια προειδοποιεί για τους κινδύνους της πολιτικής ορθότητας και των ασφαλών χώρων για την «κακομαθημένη» ψυχή της υπερπροστατευμένης νεολαίας – αγωνίζεται ώστε τα πανεπιστήμια να γίνουν πιο «φιλόξενα για διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετικές απόψεις» και να ενθαρρύνουν την «ανοιχτή έρευνα και την εποικοδομητική διαφωνία».

Οι δημοσκοπήσεις της Ακαδημίας δείχνουν ότι το 62% των Αμερικανών φοιτητών πιστεύουν ότι το κοινωνικό κλίμα στο πανεπιστήμιό τους τους εμποδίζει να λένε τη γνώμη τους και το 41% διστάζουν να συζητήσουν πολιτικά θέματα στην τάξη, ενώ το 85% των φοιτητών που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί δεν θα δίσταζαν να καταγγείλουν έναν καθηγητή αν έλεγε κάτι που θεωρούσαν προσβλητικό.

Είναι πραγματικός ο κίνδυνος που εγκυμονεί η πολιτικά ορθή Αριστερά και η κουλτούρα της αφύπνισης (woke); «Ας μην υπερβάλλουμε», λέει στο Ctxt ο Robert Quinn, διευθυντής και ιδρυτής του Δικτύου Scholars at Risk Network (SAR).

H έκθεση του δικτύου Scholars at Risk για το 2021, με τίτλο Free to Think, καταγράφει 332 επιθέσεις στην ακαδημαϊκή ελευθερία σε 65 χώρες

Ο Quinn παρακολουθεί, στο πλαίσιο της SAR, την κατάσταση της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε όλο τον κόσμο εδώ και 22 χρόνια, παρέχοντας παράλληλα πρακτική και οικονομική βοήθεια σε καθηγητές πανεπιστημίων που απειλούνται.

Η τελευταία ετήσια έκθεση του Δικτύου καταγράφει, από τις αρχές του 2021, 332 επιθέσεις σε πανεπιστημιακές κοινότητες σε 65 χώρες. Οι επιθέσεις κυμαίνονται από απολύσεις έως δολοφονίες, παρενοχλήσεις και λογοκρισία.

Από τα 13 περιστατικά που καταγράφηκαν από την SAR στις ΗΠΑ, τα πιο ανησυχητικά δεν είναι οι παρεμβάσεις του κινήματος της αφύπνισης, αλλά τα διοικητικά αντίποινα εναντίον αριστερών ακτιβιστών καθηγητών.

Η έκθεση περιγράφει λεπτομερώς «προφανώς πολιτικά υποκινούμενες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των αναστολών, των απολύσεων και των πιέσεων, που στρέφονται κατά ακαδημαϊκών» και εκφράζει την ανησυχία της για την αύξηση των καταγγελιών (προσπάθειες ενθάρρυνσης των φοιτητών να παρακολουθούν τη συμπεριφορά των καθηγητών τους και να την αναφέρουν σε ομάδες εκτός του τομέα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης).

Καταγγέλλει, επίσης, ένα νέο κύμα νομοθετικών πρωτοβουλιών των Ρεπουμπλικάνων που απαγορεύουν ρητά να διδάσκεται στα δημόσια σχολεία το γεγονός ότι η ιστορία της χώρας σημαδεύτηκε από ιστορικά πρότυπα φυλετικών ή έμφυλων διακρίσεων. Δεκατέσσερις πολιτείες έχουν ήδη υιοθετήσει τέτοιους νόμους. Σε άλλες 17 βρίσκονται στα σκαριά.

Για τον Quinn, οι νόμοι αυτοί θυμίζουν εκπαιδευτικούς περιορισμούς που επιβάλλονται σε χώρες όπως η Πολωνία, η Ρωσία, η Τουρκία ή η Ουγγαρία. «Υπάρχουν δύο τύποι πολιτικών παρεμβάσεων με στόχο το πανεπιστήμιο, αμφότερες ευκαιριακές», αναφέρει. «Ορισμένοι πολιτικοί βλέπουν το θέμα ως μια ευκαιρία να τραβήξουν την προσοχή των ψηφοφόρων τους, ακόμη και αν τα μέτρα που προτείνουν – τα οποία αποτελούν μορφές λογοκρισίας – έρχονται σε αντίθεση με τις αξίες που ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται. Υπάρχουν επίσης πολιτικοί – οι πιο επικίνδυνοι οι οποίοι επιχειρούν να αφοπλίσουν το πανεπιστήμιο ως χώρο αμφισβήτησης της εξουσίας.

Οι διαμαρτυρίες των φοιτητών/ριών του Πανεπιστημίου Μπογάζιτσι, το 2021, ενάντια στον κυβερνητικά καθοδηγούμενο διορισμό του Πρύτανη αντιπροσώπευσαν ένα δυναμικό ρεύμα υπεράσπισης της ακαδημαικής ελευθερίας στην Τουρκία.
Photo Credit: Hilmi Hacaloğlu – VOA/Wikimedia Commons

Για την ιστορικό Ellen Schrecker, ειδική στο αντικομμουνιστικό κυνήγι μαγισσών της δεκαετίας του 1950, η αμερικανική κατάσταση συνιστά ένα νέο Μακαρθισμό. Στην πραγματικότητα, κατά κάποιο τρόπο είναι χειρότερο. «Εκείνα τα χρόνια, ο στόχος ήταν να εξαλειφθεί οποιοσδήποτε σχετιζόταν με τον κομμουνισμό μέσω απολύσεων, όρκων πίστης και μαύρων λιστών. Αλλά δεν ήθελαν να παρέμβουν στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης, όπως κάνουν σήμερα», αναφέρει η Schrecker στο Ctxt.

Η τρέχουσα δεξιά εκπαιδευτική εκστρατεία, καταλήγει η Schrecker, επιδιώκει να «αναιρέσει τον εκδημοκρατισμό της αμερικανικής ζωής που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960».

Στη Βρετανία, επίσης, οι πολιτικές αρχές έχουν χρησιμοποιήσει την υποτιθέμενη έλλειψη ιδεολογικής ποικιλομορφίας στα πανεπιστήμια – και την ανάγκη για μια πατριωτική ιστορία που θα ενώνει και θα κάνει τους πολίτες υπερήφανους – ως δικαιολογία για παρεμβάσεις στην ακαδημαϊκή ζωή.

Η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον προσπαθεί να «επιβάλει μια ενιαία, δήθεν πατριωτική, αφήγηση στη διδασκαλία της ιστορίας, την έρευνα και τη δημόσια ιστορία», έγραψε τον Δεκέμβριο ο ιστορικός Richard Evans, επισημαίνοντας τους παραλληλισμούς με τις κυβερνήσεις Τράμπ και Όρμπαν.

Σύμφωνα με τον Evans, αυτές οι κρατικές παρεμβάσεις παρουσιάζονται ως πρωτοβουλίες για την υπεράσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας απέναντι σε μια Αριστερά που δεν έχει καμία σχέση με την κοινωνία.

«Δεν θα αφήσουμε κανέναν να λογοκρίνει το παρελθόν μας», δήλωσε ένα μέλος του υπουργικού συμβουλίου του Τζόνσον πριν από ένα χρόνο.

Επιπτώσεις της ακαδημαϊκής ελευθερίας

Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Δεξιά μπορεί να κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους της εναντίον των πανεπιστημίων, παρουσιάζοντάς τα ως ελιτίστικες φωλιές ανατροπής. Από όλες τις δημοκρατικές ελευθερίες, η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι η πιο δυσνόητη. «Πολλοί την βλέπουν απλώς ως μια εκδοχή της ελευθερίας του λόγου εφαρμοσμένη στο καθηγητικό σώμα», εξηγεί στο Ctxt ο Henry Reichman, ιστορικός του οποίου το βιβλίο Understanding Academic Freedom εκδόθηκε τον Οκτώβριο.

«Αλλά η αλήθεια είναι ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν μπορεί να συγκριθεί με την ελευθερία του λόγου. Πρώτον, πρέπει να το βλέπουμε ως συλλογικό και όχι ως ατομικό δικαίωμα. Στον πυρήνα της, είναι το δικαίωμα της πανεπιστημιακής κοινότητας να καθορίζει η ίδια τι συνιστά καλή διδασκαλία και έρευνα, χωρίς το φόβο λογοκρισίας ή αντιποίνων και χωρίς την παρέμβαση άλλων δυνάμεων. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μέλος της κοινότητας αυτής είναι συνυπεύθυνο για την προστασία και τη διατήρησή της».

H ακαδημαϊκή ελευθερία συχνά συγχέεται με την ελευθερία του λόγου, ωστόσο πρόκειται για δύο έννοιες που δεν είναι ταυτόσημες. Photo Credit: Narih Lee/Wikimedia Commons

Ο Reichman εργάστηκε επί χρόνια για την υπεράσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας στην Αμερικανική Ένωση Καθηγητών Πανεπιστημίου (AAUP). Ως η μεγαλύτερη επαγγελματική οργάνωση της χώρας (έχει 45.000 μέλη), η AAUP ήταν η πρώτη που όρισε αυτή την ελευθερία με συγκεκριμένους όρους, το 1915. Ο ορισμός της, ο οποίος επαναδιατυπώθηκε το 1940, παραμένει, μέχρι σήμερα, ο πιο κοινά αποδεκτός μεταξύ των περισσότερων από 4.000 πανεπιστημίων της χώρας.

Για την AAUP, η ακαδημαϊκή ελευθερία έχει τέσσερις διαστάσεις: ακαδημαϊκή ελευθερία, ερευνητική ελευθερία, ενδοπανεπιστημιακή έκφραση (συμπεριλαμβανομένης της διακυβέρνησης του ιδρύματος) και εξωπανεπιστημιακή έκφραση (όταν οι ακαδημαϊκοί συμμετέχουν ως πολίτες σε δημόσιες συζητήσεις). Στον πυρήνα της, εξηγεί ο Reichman, η αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας υπερασπίζεται τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας έναντι όλων των άλλων δυνάμεων που θα μπορούσαν να περιορίσουν αυτές τις τέσσερις διαστάσεις, όπως οι κρατικές αρχές και η κοινή γνώμη, αλλά και έναντι των ίδιων των πανεπιστημιακών διοικήσεων, οι οποίες, στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι συχνά ιδιωτικές και διοικούνται από επιχειρηματίες.

Η απόφαση της Τζέιν Στάνφορντ, συνιδρύτριας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, στις αρχές του 20ού αιώνα να απολύσει έναν καθηγητή επειδή υποστήριζε το συνδικαλιστικό κίνημα αποτέλεσε, άλλωστε, το έναυσμα για τον ορισμό και την περιφρούρηση της ακαδημαϊκής ελευθερίας στις ΗΠΑ.

Πολλές από τις πρόσφατες αντιπαραθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φέρει καθηγητές αντιμέτωπους με τις ίδιες τους τις διοικήσεις, ελεγχόμενους ή πιεζόμενους από συντηρητικούς δωρητές ή πολιτικούς.

Έτσι, τον περασμένο Μάιο, το δημόσιο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας δέχτηκε πιέσεις για να αρνηθεί τη μονιμοποίηση της αφροαμερικανίδας δημοσιογράφου Nikole Hannah-Jones, γνωστής για το έργο της στο 1619 Project, το οποίο επανερμηνεύει την ιστορία της χώρας με όρους δουλείας.

To παιδικό βιβλίο Βοrn on the Water, σε στίχους των Nikole Hannah-Jones και Renée Watson και εικονογράφηση του Nikkkolas Smith, επικεντρώνεται στις συνέπειες της δουλείας στην αμερικανική ιστορία και εντάσσεται στο πλαίσιο του 1619 Project, το οποίο βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης για την ιστορία στις ΗΠΑ.

Τον Οκτώβριο, το Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, επίσης, δημόσιο πανεπιστήμιο, προσπάθησε να εμποδίσει τρεις καθηγητές να καταθέσουν ως εμπειρογνώμονες σε μια δικαστική υπόθεση κατά ενός πολιτειακού νόμου που προωθούσε ο κυβερνήτης. Στις 21 Ιανουαρίου, ένας ομοσπονδιακός δικαστής καταδίκασε τη θέση του πανεπιστημίου, παρομοιάζοντάς την με την κινεζική κυβέρνηση.

Για τον Reichman, οι πιέσεις αυτές είναι πολύ πιο επιζήμιες για την ακαδημαϊκή ελευθερία από την κουλτούρα της αφύπνισης. «Ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από τα δεξιά.

«Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι παιδιά 18 ή 19 ετών, όσο παθιασμένη και αν είναι η διαμαρτυρία τους, μπορούν να ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στην ακαδημαϊκή ελευθερία από μια πολιτειακή συνέλευση, ένα διοικητικό συμβούλιο ή εξωτερικά χρηματοδοτούμενες ομάδες πίεσης. Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν πιέσεις γύρω από θέματα φυλής και φύλου. Αλλά η υπερβολική τρομολαγνεία γύρω από αυτά είναι ένας αντιπερισπασμός, συχνά σκόπιμος.

Για κάθε αμφιλεγόμενο ομιλητή του οποίου η διάλεξη διακόπτεται από διαμαρτυρίες ή του οποίου η πρόσκληση αποσύρεται, υπάρχουν χιλιάδες περιπτώσεις όπου πραγματοποιούνται συζητήσεις και διάλογοι για ευαίσθητα θέματα. Από την άλλη πλευρά, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι επικριτές συχνά νοσταλγούν μια υποτιθέμενη χρυσή εποχή, όταν, συμπτωματικά, στο καθηγητικό σώμα δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου γυναίκες και μειονότητες».

Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Reichman, η Αριστερά δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Σε κάποιο βαθμό, έχει παρασυρθεί από αυτό που αποκαλεί «επιζήμια γλώσσα»: την ιδέα ότι η δυνητικά προσβλητική γλώσσα στην τάξη βλάπτει όσους την ακούν και, ως εκ τούτου, είναι άξια επίσημων καταγγελιών και κυρώσεων που επιβάλλονται από τις ολοένα και πιο γραφειοκρατικές διοικήσεις. «Αν ένας δάσκαλος χρησιμοποιεί ένα ρατσιστικό επίθετο στην τάξη, το πρόβλημα δεν είναι τόσο ότι βλάπτει ή κάνει τους μαθητές του να αισθάνονται άβολα. Το πρόβλημα είναι ότι χρησιμοποιεί μια ακατάλληλη μεθοδολογία διδασκαλίας. Αντί να του επιβληθούν κυρώσεις, θα πρέπει να τον βοηθήσουμε να βελτιώσει τη διδασκαλία του. Από την άλλη πλευρά, είναι εντυπωσιακό ότι η δεξιά πτέρυγα οικειοποιείται τώρα το επιχείρημα περί «επιζήμιας γλώσσας».

Κατά βάθος, οι πολιτειακοί νόμοι που ψηφίζει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αυτές τις μέρες προσπαθούν να εμποδίσουν τους λευκούς μαθητές να αισθάνονται άβολα μαθαίνοντας για τη δουλεία και τον δομικό ρατσισμό σε αυτή τη χώρα».

Ο Reichman τονίζει ότι υπάρχουν δύο βασικοί παράμετροι για την υπεράσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας: η ασφάλεια των θέσεων εργασίας στα πανεπιστήμια και η συμμετοχή των καθηγητών στην διαχείριση. Και τα δύο, προειδοποιεί, διαβρώνονται εδώ και δεκαετίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε έναν φαύλο κύκλο που επιταχύνεται από την πανδημία. Από τη μία πλευρά, ένα συρρικνούμενο ποσοστό του διδακτικού προσωπικού είναι μόνιμο. Πριν από τριάντα χρόνια, ήταν πάνω από το μισό, ενώ σήμερα είναι το ένα τέταρτο. Από την άλλη πλευρά, οι διαχειριστές, οι οποίοι επικαλούνται την αποτελεσματικότητα, την ευελιξία και την ανάγκη αποφυγής νομικών κινδύνων για να καταλάβουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της θεσμικής εξουσίας, είναι όλο και πιο πολυάριθμοι και καλύτερα αμειβόμενοι.

«Και, δυστυχώς, το αμερικανικό μοντέλο, το οποίο βλέπει το πανεπιστήμιο πρωτίστως ως επιχείρηση, εξάγεται σε άλλες χώρες», λέει ο Quinn, με όλες τις αρνητικές συνέπειες για την ακαδημαϊκή ελευθερία.

Χώρος για διαφωνία

Ο Quinn συμφωνεί με τον Reichman ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι ένα ελάχιστα κατανοητό δικαίωμα: «Το πανεπιστήμιο έχει αποτύχει να εκπαιδεύσει τον εαυτό του – και πολύ περισσότερο το κοινό – σχετικά με τον κεντρικό ρόλο της ακαδημαϊκής ελευθερίας σε κάθε δημοκρατία. Σήμερα πληρώνουμε τις συνέπειες αυτής της αποτυχίας. Το πρόβλημα για τον Quinn είναι πως «η ακαδημαϊκή ελευθερία εξακολουθεί να θεωρείται ένα συντεχνιακό δικαίωμα που μπορούν να διεκδικήσουν τα μέλη ενός επαγγέλματος, όπως γεννήθηκε ιστορικά. Εγώ, ωστόσο, προτιμώ να την βλέπω ως ένα καθαρά ανθρώπινο δικαίωμα. Για μένα, υπό αυτή την έννοια, είναι ισοδύναμη με την ελευθερία του Τύπου: ακόμη και αν δεν την ασκούν όλοι, τελικά επηρεάζει όλους τους πολίτες. Είναι θεμελιώδης για όλο το οικοδόμημα της δημοκρατίας, διότι καθιστά δυνατή την τεκμηριωμένη κριτική της εξουσίας. Το κρίσιμο ερώτημα, επομένως, δεν είναι μόνο αν η κοινωνία και το κράτος ανέχονται ένα χώρο για διαφωνία, αλλά αν είναι πρόθυμοι να την υποστηρίξουν και να την αξιοποιήσουν».

Διαβάστε όλο το άρθρο στo: Contexto y Acción (CTXT)