Οι δρόμοι του κεντρικού Λονδίνου γέμισαν με λευκούς πολίτες και τουρίστες, οι οποίοι συνέρρευσαν για να τιμήσουν τη μνήμη της Ελισάβετ Β΄. Ωστόσο, στα προάστια, οι μετανάστες από τις πρώην αποικίες απαιτούν ισότητα, μνήμη και αποζημιώσεις.
Της Encarni Pindado
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που περπατούσαν στο κεντρικό Λονδίνο προς τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ για να αποτίσουν φόρο τιμής στην εκλιπούσα βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ και να υποδεχθούν τον νέο βασιλιά Κάρολο Γ΄ ήταν λευκοί Βρετανοί και τουρίστες.
Μοναδική εξαίρεση οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες που ασχολούνταν στη διαχείριση της κυκλοφορίας, την ασφάλεια και την καθαριότητα. Στους κήπους του Αγίου Ιακώβου και γύρω από το βασιλικό παλάτι, όπου συνωστίζονται ανθοδέσμες και προσφορές, υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση νοσταλγικού ιμπεριαλισμού.
Στα προάστια του Λονδίνου, ωστόσο, οι δρόμοι είναι γεμάτοι με μετανάστες, πολλοί εκ των οποίων από τις πρώην βρετανικές αποικίες, και τα παιδιά τους που έχουν γεννηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αυτές τις γειτονιές δεν εμφανίζονται οι μεγάλες εικόνες της Ελισάβετ Β΄ που κατακλύζουν το κέντρο της πρωτεύουσας και τις πιο προνομιούχες περιοχές.
«Πώς μπορούμε να ξεχάσουμε τα πλοία του Στέμματος που ταξίδευαν μεταξύ Αφρικής και Αμερικής γεμάτα σκλάβους;», ρωτά μια Βρετανίδα, κόρη Τζαμαϊκανών, καθώς πουλάει ρούχα στην αγορά του Πορτομπέλο. «Το Στέμμα μας οφείλει μια συγγνώμη, καθώς και αποζημιώσεις».
«Στα σχολεία μάς μαθαίνουν να πιστεύουμε στη Μοναρχία, μας λένε ότι το να είσαι Βρετανός σημαίνει να είσαι ξεχωριστός, αλλά πώς μπορείς να είσαι υπερήφανος για την αποικιακή κληρονομιά σου και να υποστηρίζεις έναν θεσμό που έχει πλουτίσει με την εξόρυξη των φυσικών πόρων άλλων χωρών;
Δεν είναι μόνο η κλοπή χρυσού και άλλου πλούτου που είναι εμφανής στα κοσμήματα που κατέχει και επιδεικνύει το Στέμμα, είναι ένας εκχυδαϊσμός που έχει γίνει αέναος με όρους χρέους, υποδομών ή άνισων εμπορικών συμφωνιών.
Είναι η διαιώνιση της αποικιοκρατίας της εξουσίας, της κυριαρχίας και της λευκής υπεροχής, είναι ένας θεσμός που συνεχίζει να είναι ρατσιστικός», σχολιάζει η Ροζιάνα, απόφοιτος της Σχολής Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Αυτό φάνηκε, άλλωστε, και από τη μεταχείριση της οποίας έτυχε η Μέγκαν Μάρκλ, η δούκισσα του Σάσεξ και σύζυγος του πρίγκιπα Χάρι, όταν ήταν έγκυος, όπως εξομολογήθηκε στην Όπρα Γουίνφρεϊ, σε μια από τις πιο δημοφιλείς εκπομπές της αμερικανικής τηλεόρασης.
Και οι δύο αναγνώρισαν ότι ήταν ο ρατσισμός εκείνος που τους ώθησε να εγκαταλείψουν το Ηνωμένο Βασίλειο, λόγω των σχολίων που έκανε ένα από τα μέλη του βασιλικού οίκου σχετικά με την απόχρωση του δέρματος που θα μπορούσε να έχει το πρώτο τους παιδί, ο Άρτσι. Η Mέγκαν είναι αφρικανικής καταγωγής.
Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι εξακολουθούν να βλέπουν τη Βασίλισσα ως ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο, μια σπουδαία δημόσια λειτουργό που αφιέρωσε 70 χρόνια στη χώρα, και πάνω από όλα αισθάνονται ότι η Ελισάβετ Β΄ ήταν πάντα παρούσα στη ζωή τους.
«Ήταν το πιο δημοφιλές πρόσωπο», δήλωσε ο Νταν, τραγουδιστής του πανκ ροκ συγκροτήματος Buds του Σαουθάμπτον. «Η γιαγιά μου την παρακολουθούσε και την άκουγε σαν να ήταν μια μεγάλη σταρ του Χόλυγουντ», πρόσθεσε.
Για πολλούς, η βρετανική βασιλική οικογένεια είναι μια σαπουνόπερα, με τις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες, τους γάμους και τα διαζύγια, τους θανάτους και τις γεννήσεις ή τις διεστραμμένες πράξεις κατάχρησης προνομίων και εξουσίας.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η καταβολή 14 εκατομμυρίων ευρώ από την εκλιπούσα βασίλισσα για να εξαγοράσει τη σιωπή που ενέπλεκε τον πρίγκιπα Άντριου, έναν από τους γιους της, σε υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης.
«Υπάρχουν όρια που δεν μπορείς να ξεπεράσεις, ακόμη και ως μητέρα για να βοηθήσεις τον γιο σου», δήλωσε ο Σμιθ, πωλητής βούτυρου καριτέ σε τουρίστες που περπατούν στο Πορτομπέλο.
«Εν τω μεταξύ, οι βρετανικές φυλακές είναι γεμάτες με μετανάστες, μια μορφή σύγχρονης δουλείας», επιμένει αγανακτισμένος, προσθέτοντας: «Θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε πως ζούμε σε μια κοινωνία με ίσες ευκαιρίες, αλλά αυτό είναι ένα ψέμα. Πώς μπορούμε να έχουμε ίσες ευκαιρίες όταν ζούμε σε εξαθλιωμένες κατοικίες, οι μισθοί μας είναι χαμηλότεροι, η εκπαίδευση έχει ιδιωτικοποιηθεί και μόνο λίγοι προνομιούχοι μπορούν να έχουν πρόσβαση;»
Ο Chris Kaba και το βρετανικό «Black lives matter»
Για πολλούς ανθρώπους στο Ηνωμένο Βασίλειο τώρα είναι η ώρα να αποδώσουν σεβασμό στην εκλιπούσα Βασίλισσα και στη Μοναρχία, αλλά σίγουρα δεν είναι η ώρα για να μιλήσουν για μια αποικιακή κληρονομιά σφετερισμού, προνομίων και ρατσισμού που διαιωνίζεται στη βρετανική κοινωνία και ενσαρκώνεται από το Στέμμα. Πότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή;
Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτουν οι μετα-αποικιακοί μετανάστες, εκείνοι που συμμετείχαν, το περασμένο Σάββατο, σε μια διαδήλωση έξω από τη Scotland Yard για να καταγγείλουν τη δολοφονία του Chris Kaba, ο οποίος πυροβολήθηκε από αστυνομικό στο Νότιο Λονδίνο.
Στη διαμαρτυρία συμμετείχαν αρκετές εκατοντάδες άνθρωποι, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων ήταν μαύροι, όπως και το θύμα. Το πλήθος φώναζε για δικαιοσύνη, κρατώντας πλακάτ με το σύνθημα: «Οι ζωές των μαύρων έχουν σημασία».
Το όχημα του 24χρονου Kaba καταδιώχθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου από δύο περιπολικά, με αποτέλεσμα ένας από τους αστυνομικούς να τον πυροβολήσει και να τον τραυματίσει θανάσιμα, παρόλο που ο νεαρός ήταν άοπλος.
Η Ανεξάρτητη Υπηρεσία Αστυνομικής Δεοντολογίας (IPCO) αντιμετωπίζει την υπόθεση ως ανθρωποκτονία, κάτι που «δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο αξιωματικός θα βρεθεί αντιμέτωπος με ποινικές κατηγορίες ή με ακρόαση για παράβαση καθήκοντος», παραδέχθηκε ο εκπρόσωπος της IPCO.
Μετα-αποικιακή μνήμη και επανόρθωση
Στην άλλη πλευρά του Λονδίνου, η Κάρολ, μια 60χρονη γυναίκα από την Καραϊβική, μιλάει για τη σημασία της αναγνώρισης των σφαγών στις οποίες συμμετείχε η Βρετανική Αυτοκρατορία, όπως αυτή που έλαβε χώρα στην Κένυα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των Μάου Μάου την δεκαετία του 1950 και εν μέσω του αγώνα για ανεξαρτησία.
«Οι νέοι Κενυάτες δεν γνωρίζουν τι συνέβη, για αυτό και είναι απαραίτητο να αλλάξουν τα βιβλία ιστορίας και να σταματήσουν να αποσιωπούν την ιστορία των πληθυσμών που βίωσαν την αποικιοκρατία. Ναι μεν πρέπει να συγχωρήσουμε, αλλά πρέπει να υπάρξει και αντίστοιχη αναγνώριση από τη Μοναρχία», επιμένει η Κάρολ.
Οι αγορές και οι παμπ αποτελούν αυτές τις μέρες εστία συζητήσεων μεταξύ των κοινοτήτων των πρώην αποικιών και των υπόλοιπων Βρετανών, των προνομιούχων. Ορισμένοι θεωρούν τη Μοναρχία ως πηγή εσόδων, επειδή προσελκύει τουρισμό, επιχειρήσεις, κύρος και αποτελεί μέρος της βρετανικής ιστορίας που πρέπει να διατηρηθεί.
Άλλοι τη θεωρούν ως έναν ξεπερασμένο και ανέγγιχτο θεσμό που είναι υπεράνω του νόμου και αντιπροσωπεύει την αποικιακή κληρονομιά.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στο Publico.
Διαβάστε επίσης:
Enzo Traverso: Ολοκαύτωμα και αποικιοκρατία