Tι είναι η «κουλτούρα της αφύπνισης»;

Shushil Nash/Unsplash

Συνδεδεμένη με τα σύγχρονα κινήματα αντί-ρατσισμού, η «κουλτούρα της αφύπνισης» [woke culture] διαμορφώνει ένα νέο πεδίο διαπάλης των ιδεών, με επίκεντρο τη φυλετική ισότητα.


Της Βασιάννας Κωνσταντοπούλου


H κουλτούρα “woke” –από τον αόριστο του ρήματος wake, που σημαίνει «ξυπνώ, είμαι αφυπνισμένος/η»– αποτελεί μια από τις πιο πρόσφατες εκφράσεις των έντονων διεργασιών που συντελούνται στις δυτικές κοινωνίες γύρω από τα ζητήματα του ρατσισμού.

Έχοντας πλέον γίνει αναπόσπαστο μέρος της αμερικανικής σλανγκ, η κουλτούρα “woke” είναι ταυτόχρονα και ένα σημείο έντονης ιδεολογικής αντιπαράθεσης.

Από τη μια πλευρά, επιστρατεύεται από τα κινήματα και τους ανθρώπους που αναδεικνύουν τις διαφορετικές μορφές ρατσισμού στην καθημερινή ζωή και τον δημόσιο λόγο, και από την άλλη κατακρίνεται από εκείνους/ες που βλέπουν σε αυτό το ρεύμα μια μορφή καταπιεστικής στράτευσης, που περιορίζει την ελευθερία έκφρασης και σκέψης.

Η «κουλτούρα της αφύπνισης» αναφέρεται στη συγκρότηση μιας ενεργού πολιτικής και πολιτισμικής συνείδησης γύρω από την κοινωνική ανισότητα που συνδέεται με τις φυλετικές διακρίσεις.

Όπως αναφέρεται στο λεξικό Merriam-Webster, το «μείνε αφυπνισμένος/η» [stay woke] έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια συνώνυμο της επαγρύπνησης σε ευρύτερα ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ωστόσο η έκφραση γεννήθηκε αρχικά στις μαύρες κοινότητες της Αμερικής, στο πλαίσιο των αγώνων τους ενάντια στον ρατσισμό.

Η λέξη “woke” ήταν «ένας άλλος τρόπος να πούμε “ενσυνείδητοι/ες”: να έχουμε επίγνωση των συνθηκών και της ιστορίας μας σε μια Αμερική που μας νανουρίζει με τους μύθους μιας μετα-φυλετικής, φυλετικά ουδέτερης, αξιοκρατικής κοινωνίας. Εν μέσω αστυνομικών δολοφονιών σε αυτή τη “μεταφυλετική” κοινωνία, οι συγκεκριμένοι μύθοι κατέστησαν αβάσιμοι», αναφέρει στον Guardian, η Malaika Jabali, νομικός, συγγραφέας και ακτιβίστρια [1].

Πράγματι, μολονότι το θέμα της «αφύπνισης» ήταν πάντοτε παρόν στην ιστορία του κινήματος για τη φυλετική ισότητα στην Αμερική, αλλά και ευρύτερα στα αντι-αποικιακά κινήματα της Αφρικής, η σύγχρονη επανενεργοποίησή του όρου πυροδοτήθηκε από το φαινόμενο της αστυνομικής βίας εναντίον των Αφροαμερικανών πολιτών στις ΗΠΑ.

Black Lives Matter

Ήταν τον 2014, μετά τη δολοφονία του Μάικλ Μπράουν από αστυνομικούς στο Φέργκιουσον του Μισούρι, όταν το κίνημα Black Lives Matter κυκλοφόρησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το hashtag #StayWoke ως κάλεσμα σε κοινωνική επαγρύπνηση για τη φυλετική βία που εξακολουθεί να εκδηλώνεται στους δρόμους της Αμερικής από τις αστυνομικές Αρχές.

Το κίνημα είχε ήδη συγκροτηθεί σε μια ορατή κοινωνική φωνή από το 2012, μετά τη δολοφονία του 17χρονου Αφροαμερικανού Τρέιβον Μάρτιν. Παρ’ όλα αυτά, στις θλιβερές σελίδες της ίδιας ιστορίας προστέθηκαν αργότερα και άλλα περιστατικά, με πιο πρόσφατο τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ, το 2020.

Το κάλεσμα σε «αφύπνιση» που έκαναν το 2014 οι Black Lives Matter ερχόταν να απαντήσει τόσο στα ίδια τα τραγικά γεγονότα, όσο και σε ένα ευρέως διαδεδομένο αφήγημα στους κόλπους της αμερικανικής κοινωνίας ότι ο ρατσισμός αποτελεί μια υπόθεση του παρελθόντος.

Από το 2014 και μετά, λοιπόν, το #StayWoke άρχισε να γίνεται ένας κόμβος για την καταγραφή και την καταγγελία των ρατσιστικών συμπεριφορών που εξακολουθούν να επιβιώνουν σε θεσμικό αλλά και καθημερινό επίπεδο στην Αμερική.

«Το Φέργκιουσον αποτέλεσε μια πραγματική κοινωνική αφύπνιση για πολλούς ακτιβιστές και προοδευτικούς – και ως μέρος αυτής της στιγμής, η ιδέα να παραμείνει κανείς ενήμερος ή “ξύπνιος” για τις ανισότητες του αμερικανικού συστήματος δικαιοσύνης ήταν πολύ δυνατή», λέει η Aja Romano, στο άρθρο της για την ιστορία της κουλτούρας της αφύπνισης, στο Vox.

Όπως αναφέρει η ίδια, το hashtag #StayWoke υπηρέτησε έναν ιδιαίτερα σημαντικό συναισθηματικό και πνευματικό σκοπό: «επέτρεψε στους μαύρους πολίτες να ενωθούν γύρω από μια κοινή αντίληψη και εμπειρία της πραγματικότητας και να ενεργοποιήσουν τους εαυτούς τους και ο ένας τον άλλον σε έναν μακρύ αγώνα για την αλλαγή», υποστηρίζει.

Ευρύτερες εκφράσεις της κουλτούρας της αφύπνισης

Η κουλτούρα της αφύπνισης εκτείνεται πλέον σε ένα ευρύτερο φάσμα, που περιλαμβάνει τον προβληματισμό για τη γλώσσα που χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο αλλά και την ανάγκη αναγνώρισης της συμβολής διαφορετικών ταυτοτικών ομάδων στην ιστορία, στην τέχνη και στο σύνολο της πολιτιστικής και διανοητικής παραγωγής.

Οι διαμάχες για την αποκαθήλωση αγαλμάτων προσωπικοτήτων που, μεταξύ άλλων, υπηρέτησαν το καθεστώς της δουλείας στις ΗΠΑ, καθώς και το αίτημα της αντιπροσώπευσης στον δημόσιο χώρο των «αόρατων» της ιστορίας, αποτελούν, επομένως, ένα ακόμα πεδίο έκφρασης της κουλτούρας της αφύπνισης.

Γύρω από αυτού του είδους τη ριζοσπαστικότητα των κινημάτων της “woke” κουλτούρας αναδύεται και μια έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Οι επικριτές/ριες αυτού του ρεύματος υποστηρίζουν ότι παίρνει τη μορφή μιας ασφυκτικής πολιτικής ορθότητας, που τείνει να περιγράφει ως ρατσιστές όσους/ες δεν ασπάζονται τις προτεραιότητες που το ίδιο θέτει.

Συντηρητικοί σχολιαστές κάνουν λόγο για μια κουλτούρα που λειτουργεί ως «αστυνομία του λόγου» και διεξάγει έναν «πολιτιστικό πόλεμο», περιορίζοντας την ελευθερία της έκφρασης και της σκέψης.

Αυτή η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από την κουλτούρα της αφύπνισης δεν είναι νέα: εκφραστές μιας νέο-συντηρητικής ρητορικής επικαλούνται συχνά την ελευθερία της έκφρασης και τις δημοκρατικές αξίες ως τα φιλελεύθερα θεμέλια που επιχειρεί να υποσκάψει η μαχητικότητα των κινημάτων για την πολυπολιτισμική και εν γένει για κάθε είδους ταυτοτική ισότητα.

Έτσι, ο όρος “wokeness” έχει καταστεί στον συντηρητικό χώρο μια υποτιμητική έκφραση, που χρησιμοποιείται, προκειμένου να απαξιώσει τους εκπροσώπους της ως ζηλωτές μιας πολυπολιτισμικότητας με αυταρχικό πρόσωπο.

Για ορισμένα μέλη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος της Αμερικής τα παιδιά της “woke” κουλτούρας είναι ένας νέος επικοινωνιακός αντίπαλος που «αγαπούν να μισούν».

Αυτή η διαμάχη κάνει πλέον δυναμικά την εμφάνισή της και στην Ευρώπη, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο Υπουργός Παιδείας της Γαλλίας Ζαν Μισέλ Μπλανκέρ, συστήνοντας πρόσφατα το νέο ινστιτούτο που ίδρυσε, με το όνομα Εργαστήριο για τη Δημοκρατία [Laboratoire de la République], επέλεξε να σκιαγραφήσει ως κύριο ιδεολογικό αντίπαλό του την κουλτούρα της αφύπνισης.

Σε συνέντευξή του στη Monde, τον περασμένο Οκτώβριο, σημείωσε ότι «η Γαλλία και η νεολαία της πρέπει να απαλλαγούν από την ιδεολογία “woke”». Περιγράφοντας το αξιακό πλαίσιο αυτού του νέου του εγχειρήματος –που όπως είπε ο ίδιος θα έχει στόχο να συμβάλει τόσο στην Προεδρική καμπάνια, όσο και γενικότερα στον διάλογο επί των ιδεών– ο Μπλανκέρ υποστήριξε ότι οι φιλελεύθερες αξίες της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι εντελώς αντίθετες στην «εισαγόμενη από τις ΗΠΑ» κουλτούρα “woke”.

Με σημαία το ζήτημα της κοσμικότητας [laïcité] του γαλλικού κράτους, οι τοποθετήσεις του Μπλανκέρ θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο ρεύμα σκέψης που επιχειρεί να περιγράψει την ηθική της πολυπολιτισμικότητας ως φανατισμό ορισμένων ομάδων, ο οποίος υπονομεύει την ουδετερότητα και τον φιλελεύθερο χαρακτήρα των δυτικών δημοκρατιών.

Ωστόσο, η συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο θεμελιώδεις αξίες, όπως η ελευθερία της έκφρασης και η ουδετερότητα του κράτους, συνυπάρχουν με το αίτημα ολοένα και πιο διευρυμένων ομάδων για ισότητα, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια στον δημόσιο χώρο και λόγο, είναι ουσιώδης και δεν εξαντλείται στα επιχειρήματα που επιδιώκουν την πολιτική απαξίωση του αντί-ρατσισμού.

 Όπως επισημαίνει ο αμερικανός ιστορικός Michael Behrent, στο περιοδικό Esprit, «οι δημοκρατίες, βασισμένες πάνω σε συμβιβασμούς, πάντοτε εφήμερους, ανάμεσα στην ισότητα και την ελευθερία, τη συλλογική αυτό-διάθεση και την ατομική αυτονομία, θέτουν συχνά ερωτήματα που δεν μπορούν οι ίδιες να απαντήσουν απλώς καταφεύγοντας στις αξίες τους. Δεν μπορούν να το πράξουν παρά μόνο εάν δουλέψουν πάνω στον ίδιο τους τον εαυτό: αναζητώντας, για παράδειγμα, τα μέσα που θα επιτρέψουν μια ισορροπία ανάμεσα στις ίσες ευκαιρίες και μια πολιτική εκπροσώπηση που να αντικατοπτρίζει τον πληθυσμό, οργανώνοντας έναν δημόσιο διάλογο χωρίς να στιγματίζουν εξαρχής ορισμένους συμμετέχοντες, γιορτάζοντας τη δημοκρατική πρόοδο, αλλά αναγνωρίζοντας δημόσια τις ελλείψεις και τις σκοτεινές ώρες της εθνικής ιστορίας» [3].

[1] “We need to discuss the woke word”, Guardian, 9 Νοεμβρίου 2021.

[2] Aja Romano, “A history of wokeness”, Vox, 9 Οκτωβρίου 2020.

[3] Μichael Behrent, “Réflexions sur la question woke”, Esprit, Δεκέμβριος 2021.

Διαβάστε επίσης:

Σπάζοντας την εμμονή με την «ετερότητα»