ΗΠΑ και Κίνα: Ένα επικίνδυνο παιχνίδι αυξανόμενης έντασης σε θαλάσσιες περιοχές της Ασίας

Οι ηγέτες της Κίνας και των ΗΠΑ σίγουρα δεν επιθυμούν έναν πόλεμο μεταξύ τους. Τόσο η διοίκηση Μπάιντεν, όσο και το καθεστώς του Κινέζου Προέδρου Σι Τζινπίνγκ θεωρούν την οικονομική ανανέωση και ανάπτυξη τους ως τους πρωταρχικούς τους στόχους. Και οι δύο συνειδητοποιούν ότι οποιαδήποτε διαμάχη ανάμεσά τους, ακόμα κι αν περιοριστεί στην Ασία και πραγματοποιηθεί με μη πυρηνικά όπλα –πράγμα όχι απόλυτα βέβαιο– θα δημιουργήσει καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή και πιθανότατα θα γονατίσει την παγκόσμια οικονομία.


Του Michael T. Klare


Με αυτή την έννοια, καμία από τις δυο πλευρές δεν έχει την πρόθεση να ξεκινήσει εκουσίως έναν πόλεμο. Και οι δυο, ωστόσο, είναι απολύτως αποφασισμένες να προβούν σε πόλεμο αν προκληθούν προς αυτήν την κατεύθυνση και φαίνονται πρόθυμες να παίξουν ένα στρατιωτικό παιχνίδι μη υπαναχώρησης στις θαλάσσιες περιοχές (και τον εναέριο χώρο) στα ανοικτά της κινέζικης ακτογραμμής. Σε αυτή τη διαδικασία, η συμπεριφορά κάθε πλευράς αυξάνει την πιθανότητα ενός πολέμου, όσο αθέλητο κι αν είναι ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Η ιστορία μάς διδάσκει ότι οι διαμάχες δεν ξεκινούν πάντοτε μέσα από σχεδιασμό και πρόθεση. Φυσικά ορισμένες ξεκινούν με αυτόν τον τρόπο, όπως στην περίπτωση του Χίτλερ τον Ιούνιο του 1941 με την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση και τις επιθέσεις της Ιαπωνίας στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες και το Περλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941. Συχνότερα ωστόσο μέσα στην ιστορία, οι χώρες βρίσκονται να έχουν εμπλακεί σε πολέμους τους οποίους θα ήλπιζαν να αποφύγουν.

Αυτή ήταν η περίπτωση τον Ιούνιο του 1914, όταν οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις –η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ρωσία και η Αυστρο-ουγγαρική αυτοκρατορία– βρέθηκαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από μια εξτρεμιστική τρομοκρατική ενέργεια (τη δολοφονία του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φραντς Φερντινάντ και της γυναίκας του Σοφία από Σέρβους εθνικιστές στο Σαράγεβο), κινητοποίησαν τις δυνάμεις τους και εξέδωσαν τελεσίγραφα, προσδοκώντας ότι οι αντίπαλοί τους θα υποχωρούσαν. Κανένας δεν το έκανε. Αντί αυτού, μια διαμάχη με καταστροφικές συνέπειες ξέσπασε σε ολόκληρη την ήπειρο

Δυστυχώς αντιμετωπίζουμε τη πιθανότητα ανάλογων γεγονότων μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι τρεις μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις της εποχής μας –η Κίνα, οι ΗΠΑ και η Ρωσία– συμπεριφέρονται κατά τρόπο τρομακτικά παρόμοιο με τους ομολόγους τους μιας προγενέστερης εποχής.

Και οι τρεις αναπτύσσουν δυνάμεις στα σύνoρα των αντιπάλων τους και επιδίδονται σε επιχειρήσεις επίδειξης δύναμης που στοχεύουν να εκφοβίσουν τους αντιπάλους τους, δηλώνοντας την αποφασιστικότητά τους να εμπλακούν σε διαμάχη αν διακυβευθούν τα συμφέροντά τους.

Όπως και στην προ του 1914 εποχή, τέτοιου είδους επιθετικές κινήσεις συνεπάγονται υψηλό βαθμό κινδύνου όσον αφορά την πρόκληση ενός ατυχήματος ή μιας ακούσιας σύρραξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλης κλίμακας διαμάχη, ή στη χειρότερη περίπτωση σε παγκόσμια εμπόλεμη συνθήκη.

Προκλητικές στρατιωτικές κινήσεις συμβαίνουν σήμερα κάθε μέρα κατά μήκος του συνόρου της Ρωσίας με χώρες του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη αλλά και στις θαλάσσιες περιοχές έξω από την ανατολική ακτογραμμή της Κίνας. Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον κίνδυνο κλιμάκωσης από τέτοιες κινήσεις στην Ευρώπη, αλλά εδώ θα σταθούμε περισσότερο στην κατάσταση γύρω από την Κίνα, όπου ο κίνδυνος για ένα ατύχημα ή μια ακούσια διαμάχη αυξάνεται σταθερά.

Αξίζει να θυμόμαστε ότι σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου τα σύνορα ανάμεσα στη Ρωσία και τις χώρες του ΝΑΤΟ είναι σε μεγάλο βαθμό ξεκάθαρα ορισμένα και όλες οι πλευρές αποφεύγουν με προσοχή την καταπάτησή τους, τα σύνορα ανάμεσα σε περιοχές κινεζικών ή αμερικανικών συμμαχιών στην Ασία είναι σε μεγάλο βαθμό αμφισβητούμενα.

Η Κίνα ισχυρίζεται ότι το ανατολικό της σύνορο εκτείνεται βαθιά μέσα στον Ειρηνικό –τόσο βαθιά ώστε να περιλαμβάνει το ανεξάρτητο νησί της Ταϊβάν (την οποία η Κίνα θεωρεί αποστάτιδα επαρχία), τα Νησιά Σπράτλυ και Παρασέλ της Νότιας Κινέζικής Θάλασσας (τα οποία διεκδικεί στο σύνολό τους η Κίνα, ενώ ορισμένα από αυτά τα διεκδικούν η Μαλαισία, το Βιετνάμ και οι Φιλιππίνες), καθώς και τα Νησιά Ντιαόγιου (τα οποία διεκδικεί τόσο η Κίνα, όσο και η Ιαπωνία, με την τελευταία να τα ονομάζει Νησιά Σενκάκου).

Οι ΗΠΑ έχουν υποχρεώσεις βάσει Συνθηκών προς την Ιαπωνία και τις Φιλιππίνες, καθώς και νομοθετική υποχρέωση να βοηθήσουν την άμυνα της Ταϊβάν (χάρη στην Πράξη Σχέσεων με την Ταϊβάν που πέρασε από το Κογκρέσο το 1979) και διαδοχικές διοικήσεις έχουν δηλώσει ότι οι διεκδικήσεις της Κίνας για εκτεταμένα σύνορα είναι μη νόμιμες.

Συνεπώς, εκεί υπάρχει μια εκτεταμένη αμφισβητούμενη περιοχή, που εκτείνεται στις Θάλασσες της Ανατολικής και Νότιας Κίνας – περιοχές στις οποίες αμερικανικά και κινέζικα στρατιωτικά πλοία και αεροσκάφη διασταυρώνονται ολοένα και συχνότερα, καθώς επιδεικνύουν τη μαχητική τους αυτοπεποίθηση.

Δοκιμάζοντας τα όρια (και αψηφώντας τα)

Οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Κίνας είναι αποφασισμένοι να υπερασπιστούν αυτά που οι χώρες τους ορίζουν ως στρατηγικά τους συμφέροντα σε τέτοιου είδους αμφισβητούμενες περιοχές. Για το Πεκίνο αυτό σημαίνει να δηλώσει την κυριαρχία του στην Ταϊβάν, τα Νησιά Ντιαόγιου και τα νησιά της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, καθώς και να επιδείξει την ικανότητα να πάρει και να υπερασπιστεί αυτές τις περιοχές σε περίπτωση πιθανής ιαπωνικής, ταϊβανικής ή αμερικανικής αντεπίθεσης.

Για τη Ουάσιγκτον σημαίνει την άρνηση της νομιμότητας των διεκδικήσεων της Κίνας και τη διασφάλιση ότι η κινέζικη ηγεσία δεν θα μπορέσει να υλοποιήσει αυτές τις διεκδικήσεις με στρατιωτικά μέσα. Και οι δυο πλευρές συνειδητοποιούν ότι τέτοιου είδους αντικρουόμενες τάσεις μπορούν να λυθούν μέσω ένοπλης διαμάχης. Εκτός από το να κάνουν πόλεμο, όμως, η κάθε πλευρά μοιάζει έτοιμη να εξετάσει μέχρι ποιου σημείου μπορεί να προκαλέσει την άλλη, διπλωματικά και στρατιωτικά, χωρίς να πυροδοτηθεί μια αλυσίδα αντιδράσεων που θα οδηγούσε σε καταστροφή.

Σε διπλωματικό επίπεδο, εκπρόσωποι των δύο πλευρών, έχουν εμπλακεί σε ολοένα και πιο έντονες φραστικές επιθέσεις.

Αυτές ξεκίνησαν να κλιμακώνονται τα τελευταία χρόνια της διοίκησης Τραμπ όταν ο Αμερικανός Πρόεδρος εγκατέλειψε την υποτιθέμενη συμπάθειά του για τον Σι Τζινπίγκ και ξεκίνησε να μπλοκάρει την πρόσβαση σε αμερικανική τεχνολογία μεγάλων κινέζικων εταιριών τηλεπικοινωνίας, όπως η Huawei, μαζί με τoυς τιμωρητικούς δασμούς που είχε ήδη επιβάλει στις περισσότερες εξαγωγές της Κίνας στις ΗΠΑ. Η τελευταία του σημαντική επιθετική κίνηση ενάντια στην Κίνα εκφράστηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ο οποίος κατήγγειλε την ηγεσία της Κίνας με δριμύ τρόπο, αμφισβητώντας παράλληλα τα στρατηγικά της συμφέροντα σε διαφιλονικούμενες περιοχές.

Τον Ιούλιο του 2020, για παράδειγμα, σε μια δήλωση για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ο Πομπέο καταφέρθηκε εναντίον της Κίνας για την επιθετική της συμπεριφορά, αναφερόμενος σε συνεχές “bullying” του Πεκίνου απέναντι σε άλλες χώρες που διεκδικούν τα νησιά της περιοχής. Ο Πομπέο, παρ’ όλα αυτά, προχώρησε και πέραν της απλής προσβολής. Αύξησε σημαντικά την απειλή σύγκρουσης, δηλώνοντας ότι η «Αμερική στέκεται πλάι στους συμμάχους και εταίρους της στη Νοτιοανατολική Ασία για την υπεράσπιση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων σε παράκτιους πόρους, με βάση τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους υπό το διεθνές δίκαιο» – φρασεολογία η οποία ξεκάθαρα στόχευε να δικαιολογήσει τη μελλοντική χρήση δύναμης από αμερικανικά πλοία και αεροσκάφη προς υποστήριξη φιλικών κρατών που «παρενοχλούνταν» από την Κίνα.

Ο Πομπέο επιχείρησε επίσης να προκαλέσει την Κίνα στο ζήτημα της Ταϊβάν. Σε μια από τις τελευταίες του υπουργικές αποφάσεις, στις 9 Ιανουαρίου, ήρε επισήμως τους περιορισμούς στη διπλωματική συνεργασία των ΗΠΑ με την κυβέρνηση της Ταϊβάν, οι οποίοι ήταν σε ισχύ για περισσότερα από 40 χρόνια. Το 1979, όταν η διοίκηση Κάρτερ διέρρηξε τους δεσμούς με την Ταϊπέι και δημιούργησε δεσμούς με το ηπειρωτικό καθεστώς, απαγόρευσε σε κυβερνητικούς αξιωματούχους να συναντούν τους ομολόγους τους στην Ταϊβάν, μια πρακτική την οποία διατήρησε κάθε αμερικανική διοίκηση έκτοτε. Αυτό γινόταν κατανοητό ως μέρος της δέσμευσης της Ουάσιγκτον στην πολιτική της “μίας Κίνας”, σύμφωνα με την οποία η Ταϊβάν αντιμετωπιζόταν ως αναπόσπαστο κομμάτι της Κίνας (παρά το γεγονός ότι η φύση της μελλοντικής διακυβέρνησής της παρέμενε αντικείμενο διαπραγμάτευσης). Με την εκ νέου αδειοδότηση υψηλόβαθμων επαφών μεταξύ Ουάσιγκτον και Ταϊπέι, σαράντα χρόνια αργότερα, ο Πομπέο ουσιαστικά έσπασε αυτή τη δέσμευση. Με αυτόν τον τρόπο, έδωσε το σήμα στο Πεκίνο ότι η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να επιτρέψει μια επίσημη κίνηση της Ταϊβάν προς την ανεξαρτησία – μια κίνηση η οποία αδιαμφισβήτητα θα προκαλούσε μια κινέζικη απόπειρα εισβολής (η οποία με τη σειρά της θα αύξανε την πιθανότητα η Ουάσιγκτον και το Πεκίνο να βρεθούν σε εμπόλεμη τροχιά).

Η διοίκηση Τραμπ έκανε επίσης συγκεκριμένες κινήσεις στο στρατιωτικό πεδίο, αυξάνοντας τους θαλάσσιους ελιγμούς στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και στα νερά γύρω από την Ταϊβάν. Οι Κινέζοι απάντησαν με τη δική τους όξυνση της ρητορικής και με επέκταση στρατιωτικών δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα, ως απάντηση στο ταξίδι που πραγματοποίησε, τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, στην Ταϊπέι ο Αμερικανός Υφυπουργός Οικονομικών Κιθ Κρατς –ο πιο υψηλόβαθμος Αμερικανός κυβερνητικός αξιωματούχος που επισκέφτηκε το νησί τα τελευταία 40 χρόνια– η Κίνα επιδόθηκε επί σειρά ημερών σε επιθετικούς εναέριους και θαλάσσιους ελιγμούς στο Στενό της Ταϊβάν. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του κινέζικου Υπουργείου Άμυνας, Ρεν Γκουακιάνγκ, αυτοί οι ελιγμοί ήταν «μια δικαιολογημένη, αναγκαία δράση απέναντι στην υπάρχουσα κατάσταση στο Στενό της Ταϊβάν, με στόχο την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας». Και μιλώντας για την ενίσχυση της διπλωματικής επαφής μεταξύ των ΗΠΑ και του νησιού, πρόσθεσε ότι «όποιος παίζει με τη φωτιά, θα καεί».

Σήμερα, με τον Τραμπ και τον Πομπέο εκτός κυβέρνησης, δημιουργείται το ερώτημα: πώς θα προσεγγίσει η ομάδα του Μπάιντεν αυτά τα ζητήματα;

Μέχρι σήμερα, η απάντηση είναι η εξής: η προσέγγιση Μπάιντεν φαίνεται αρκετά παρόμοια με τη διοίκηση Τραμπ. Στην πρώτη υψηλού επιπέδου συνάντηση μεταξύ κινέζων και αμερικανών αξιωματούχων επί διοίκησης Μπάιντεν, στο Άνκορατζ της Αλάσκα, στις 18 και 19 Μαρτίου, ο πρόσφατα διορισθείς Υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν στις εναρκτήριες παρατηρήσεις του επέπληξε τους Κινέζους, εκφράζοντας “βαθιές ανησυχίες” για την κακομεταχείριση που επιφυλάσσει η Κίνα στη μειονότητα Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ, στο Χονγκ Κονγκ, καθώς και για την αυξανόμενα επιθετική προσέγγισή της απέναντι στην Ταϊβάν. Τέτοιου είδους πράξεις, είπε ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, «απειλούν τη βασισμένη σε κανόνες τάξη που διατηρεί την παγκόσμια σταθερότητα».

Ο Μπλίνκεν έχει διατυπώσει παρόμοιες κατηγορίες και σε άλλα πλαίσια, όπως το ίδιο έχουν πράξει και άλλοι αξιωματούχοι της διοίκησης Μπάιντεν στη CIA και το Υπουργείο Άμυνας. Όπως φαίνεται, στις πρώτους μήνες της διακυβέρνησής της, η διοίκηση Μπάιντεν έχει δώσει το πράσινο φως  για το ίδιο τέμπο προκλητικών στρατιωτικών ελιγμών σε αμφισβητούμενα ασιατικά νερά, όπως και η διοίκηση Τραμπ κατά τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησής της.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο TomDispatch, την 1η Απριλίου 2021.

Για τον συγγραφέα

Ο Michael T. Klare είναι ομότιμος Καθηγητής στο Hampshire College, με αντικείμενο τις σπουδές στην ειρήνη και την παγκόσμια ασφάλεια. Είναι συνεργάτης του Arms Control Association και ιδρυτής της Επιτροπής «Committee for a Sane U.S.-China Policy».

Διαβάστε επίσης:

“Εκλογές στις ΗΠΑ: Το θέμα του πολέμου δεν συζητήθηκε στην προεκλογική καμπάνια”

Κίνα και Ινδία: Πίσω από τη διαμάχη

“Η παραγνωρισμένη πυρηνική κρίση της Νότιας Ασίας”