Οι δύο πιο πολυπληθείς χώρες του κόσμου βρίσκονται σε αντιπαράθεση γύρω από ένα σύνορο, αλλά στην πραγματικότητα η διαμάχη αφορά την ενέργεια και το νερό.
Του Conn Hallinan
Μετάφραση: Σάκης Στεργενάκης
Οι κινεζικές και ινδικές δυνάμεις έχουν αποσυρθεί από την αντιπαράθεσή τους στα Ιμαλάια, αλλά οι εντάσεις που ξεκίνησαν τη θανατηφόρα σύγκρουση τον περασμένο Ιούνιο –την πρώτη στα σύνορα Κίνας-Ινδίας από το 1975– δεν εξαφανίζονται. Πράγματι, ένας δηλητηριώδης συνδυασμός τοπικών διαφορών, περιφερειακών ανταγωνισμών και αποικιακής ιστορίας θα μπορούσε να αποτελέσει σοβαρό κίνδυνο για την ειρήνη στη Νότια Ασία.
Εν μέρει, το πρόβλημα είναι η αποικιακή κληρονομιά της Βρετανίας. Το αμφισβητούμενο «σύνορο» είναι μια αυθαίρετη γραμμή που έχει τραβηχτεί κατά μήκος εδάφους που δεν προσφέρεται για τον καθορισμό σαφών ορίων.
Τη γραμμή αυτή είχε τραβήξει ο αρχιτέκτονας Χένρυ Μακ Μάχον, για να μεγιστοποιήσει τον βρετανικό έλεγχο μιας περιοχής που ήταν διαφιλονικούμενη κατά τη διάρκεια του “Μεγάλου Παιχνιδιού” [“Great Game”] του 19ου αιώνα μεταξύ Αγγλίας και Ρωσίας για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας. Οι τοπικές ανησυχίες έρχονταν σε δεύτερη μοίρα.
Η συνθήκη υπογράφηκε μεταξύ του Θιβέτ και της Βρετανίας το 1914. Αν και η Ινδία δέχεται τη γραμμή Μακ Μάχον, μήκους 550 μιλίων, ως το σύνορο μεταξύ Ινδίας και Κίνας, οι Κινέζοι δεν έχουν αναγνωρίσει ποτέ αυτό το όριο.
Ο Μόρτιμερ Ντάραντ, επικεφαλής αποικιακός αξιωματικός της Βρετανίας στην Ινδία, σχεδίασε ένα παρόμοιο «σύνορο» το 1893 μεταξύ του Πακιστάν (τότε «Βόρεια Εδάφη» της Ινδίας) και του Αφγανιστάν που η Καμπούλ δεν έχει δεχτεί ποτέ, και το οποίο εξακολουθεί να είναι πηγή τριβής μεταξύ των δύο χωρών. Η αποικιοκρατία μπορεί να έχει εξαφανιστεί, αλλά τα αποτελέσματά της παραμένουν.
Αν και ο στόχος της γραμμής Μακ Μάχον ήταν η Ρωσία, υπήρξε πάντοτε μια πληγή για την Κίνα, όχι μόνο επειδή αγνοήθηκαν οι διαμαρτυρίες του Πεκίνου, αλλά και επειδή οι Κινέζοι την είδαν ως πιθανό κίνδυνο για την ασφάλεια των δυτικών επαρχιών τους.
Η Αγγλία είχε ήδη ταπεινώσει την Κίνα στους δύο πολέμους του οπίου, καθώς επίσης και με την κατάληψη της Σαγκάης και του Χονγκ Κονγκ. Αν μπορούσε να αποσπάσει το Θιβέτ –το οποίο η Κίνα θεωρεί μέρος της αυτοκρατορίας της– το ίδιο θα μπορούσε να κάνει και μια άλλη χώρα: π.χ. η Ινδία.
Πράγματι, όταν ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντνα Μόντι ανακάλεσε μονομερώς το άρθρο 370 του Ινδικού Συντάγματος και απορρόφησε το Κασμίρ και το Τζαμού το 2019, οι Κινέζοι είδαν αυτή την αρπαγή ως απειλή για την ασφάλεια του Θιβέτ και της ανήσυχης δυτικής επαρχίας του Σινγιάνγκ.
Η περιοχή στην οποία πραγματοποιήθηκαν οι πρόσφατες μάχες, η κοιλάδα Γκαλουάν, βρίσκεται κοντά σε έναν δρόμο που συνδέει το Θιβέτ με το Σινγιάνγκ.
Το κοντινό Ακσάι Τσιν, το οποίο η Κίνα κατέλαβε από την Ινδία στον πόλεμο των συνόρων του 1962, όχι μόνο ελέγχει τον αυτοκινητόδρομο Θιβέτ-Σινγιάνγκ, αλλά και την περιοχή μέσα στην οποία η Κίνα κατασκευάζει έναν αγωγό πετρελαίου. Οι Κινέζοι βλέπουν τον αγωγό –ο οποίος θα ξεκινά από το πακιστανικό λιμάνι της Γκουαντάρ και θα καταλήγει στο Κασγκάρ του Σινγιάνγκ– ως τρόπο παράκαμψης βασικών στενών σημείων στον Ινδικό Ωκεανό που ελέγχονται από το Ναυτικό των ΗΠΑ.
Το έργο των 62 δισεκατομμυρίων δολαρίων είναι μέρος του Οικονομικού Διαδρόμου Κίνας-Πακιστάν, ένα κομμάτι της τεράστιας πρωτοβουλίας Belt and Road για την κατασκευή υποδομών και την αύξηση του εμπορίου μεταξύ της Νότιας Ασίας, της Κεντρικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής, της Ευρώπης και της Κίνας.
Η Κίνα κινεί το 80% του πετρελαίου της δια θαλάσσης και ανησυχεί ολοένα και περισσότερο για μια εκκολαπτόμενη ναυτική συμμαχία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των περιφερειακών αντιπάλων του Πεκίνου: της Ινδίας και της Ιαπωνίας.
Στις ετήσιες ασκήσεις Malabar, τα παιχνίδια πολέμου των τριών δυνάμεων έκλεισαν τα Στενά της Μάλακας, μέσω των οποίων περνά σχεδόν όλο το πετρέλαιο της Κίνας. Το πετρέλαιο που θα μεταφέρεται μέσω του αγωγού Πακιστάν-Κίνας θα είναι πιο ακριβό από το πετρέλαιο που παρέχεται με δεξαμενόπλοια – κατά μία εκτίμηση θα είναι πέντε φορές ακριβότερο, αλλά θα είναι ασφαλές από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2019, ωστόσο, ο υπουργός Εσωτερικών της Ινδίας Αμιτ Σάχ δεσμεύθηκε να πάρει πίσω το Ακσάι Τσιν από την Κίνα, εκθέτοντας έτσι τον αγωγό σε πιθανή ινδική απαγόρευση.
Από τη μεριά της Κίνας, το γυμνό τοπίο βράχων, πάγου και πολύ λίγου οξυγόνου είναι κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής της για την εξασφάλιση πρόσβασης σε ενεργειακό εφοδιασμό.
Η περιοχή αποτελεί επίσης μέρος του λεγόμενου «τρίτου πόλου» του πλανήτη, των τεράστιων πεδίων χιονιού και παγετώνων που τροφοδοτούν με νερό 11 χώρες της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και της Κίνας.
Μαζί, αυτές οι δύο χώρες αποτελούν το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά έχουν πρόσβαση μόνο στο 10% των υδάτινων πόρων του πλανήτη. Μέχρι το 2030, ο μισός πληθυσμός της Ινδίας –700 εκατομμύρια άνθρωποι– θα έχει έλλειψη επαρκούς πόσιμου νερού.
Ο «πόλος» είναι η πηγή 10 μεγάλων ποταμών, οι περισσότεροι από τους οποίους τροφοδοτούνται από 14.000 χιλιάδες παγετώνες και πλέον που βρίσκονταν στα Ιμαλάια και στο Ίντου Κους. Μέχρι το 2100, τα δύο τρίτα αυτών των παγετώνων θα έχουν εξαφανιστεί, θύματα της κλιματικής αλλαγής. Η Κίνα ελέγχει σε μεγάλο βαθμό αυτό τον «πόλο».
Μπορεί η περιοχή να είναι πετρώδης και κρύα, αλλά είναι ζωτικής σημασίας για 11 χώρες της περιοχής.
Η πρόσφατη αντιπαράθεση έχει ιστορία. Το 2017, ινδικά και κινέζικα στρατεύματα βρέθηκαν αντιμέτωπα στο Ντόκλαμ –Ντόγκλαντ για τους Κινέζους– την περιοχή όπου συναντιούνται το Θιβέτ, το Μπουτάν και το Σικίμ. Υπήρξαν γρονθοκοπήματα και σπρωξίματα, αλλά οι απώλειες δεν ήταν παρά μαυρισμένα μάτια και ανοιγμένες μύτες. Αλλά η 73ήμερη αντιπαράθεση προφανώς συγκλόνισε τους Κινέζους. «Για την Κίνα, η αντιπαράθεση στο Ντόκλαμ έθεσε θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με τη φύση της απειλής της Ινδίας», λέει ο Γιούν Σαν, ανώτερος συνεργάτης του Stimson Center στην Ουάσιγκτον.
Τα γεγονότα στο Ντόκλαμ συνέβησαν ακριβώς τη στιγμή που οι σχέσεις με την κυβέρνηση Τραμπ πήραν την κατιούσα, αν και οι εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου χρονολογούνται από την κρίση της Ταϊβάν το 1998-1999.
Ο Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον έστειλε τότε δύο ομάδες αεροπλανοφόρων στην περιοχή, μία από τις οποίες διέσχισε τα στενά της Ταϊβάν μεταξύ του νησιού και της ηπειρωτικής χώρας. Το περιστατικό ταπείνωσε την Κίνα, η οποία επαν-εξόπλισε το στρατό της και ενίσχυσε το ναυτικό της στη συνέχεια.
Το 2003, ο Πρόεδρος Τζορτζ Μπους φλέρταρε με την Ινδία, ώστε αυτή να ενταχθεί σε μια περιφερειακή συμμαχία με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Αυστραλία με στόχο την «συγκράτηση» της Κίνας. Η πρωτοβουλία ήταν μόνο εν μέρει επιτυχής, αλλά ανησύχησε την Κίνα. Το Πεκίνο θεώρησε τον «Άξονα της Ασίας» της κυβέρνησης Ομπάμα και τις τρέχουσες εντάσεις με την κυβέρνηση Τραμπ ως μέρος της ίδιας στρατηγικής.
Εάν σε αυτά προστεθούν το αντιπυραυλικό σύστημα των ΗΠΑ στη Νότια Κορέα, η ανάπτυξη 1.500 πεζοναυτών στην Αυστραλία και η ανάπτυξη αμερικανικών βάσεων στο Γκουάμ και το Γουέικ, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί οι Κινέζοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η Ουάσιγκτον τους είχε στήσει το παιχνίδι.
Η Κίνα αντέδρασε επιθετικά, καταλαμβάνοντας και οχυρώνοντας αμφισβητούμενα νησιά και υφάλους, και διεκδικώντας σχεδόν όλη τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας ως χωρικά ύδατα. Εμβόλισε και βύθισε βιετναμέζικα αλιευτικά σκάφη, έκανε εκφοβιστικές ενέργειες σε μαλαισιανές πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου και παραβιάζει συστηματικά τον εναέριο χώρο της Ταϊβάν.
Η Κίνα έχει επίσης ενισχύσει τις σχέσεις της με γείτονες όπου προηγουμένως κυριαρχούσε η Ινδία, συμπεριλαμβανομένων της Σρι Λάνκα, του Μπαγκλαντές, του Νεπάλ και των Μαλδιβών, πρωτοβουλίες που η Ινδία φέρει βαρέως. Εν ολίγοις, υπάρχουν ορισμένα ευαίσθητα διπλωματικά ζητήματα στην περιοχή, των οποίων οι λύσεις δεν εξυπηρετούνται από στρατιωτικές επιδείξεις ή κούρσες εξοπλισμών.
Ο καβγάς στην κοιλάδα του Γκάλουαν ήταν εν μέρει μια επέκταση της αυξανόμενης αποφασιστικότητας της Κίνας στην Ασία. Όμως, η κυβέρνηση Μόντι ήταν επίσης εξαιρετικά προκλητική, ιδιαίτερα όσον αφορά την παράνομη κατάληψη των Κασμίρ και Τζαμού. Στο περιστατικό του Γκαλουάν, οι Ινδοί κατασκεύαζαν ένα αεροδρόμιο και μια γέφυρα κοντά στα κινεζικά σύνορα που θα επέτρεπαν στα ινδικά βαρέα όπλα και σύγχρονα αεροσκάφη να απειλήσουν δυνητικά τις κινεζικές δυνάμεις.
Υπάρχει ένα ρεύμα στον ινδικό στρατό που θα ήθελε να εξαλείψει το “ξύλο” που έφαγε η Ινδία στον πόλεμο των συνόρων του 1962. Η θεώρηση είναι ότι ο σημερινός ινδικός στρατός είναι πολύ ισχυρότερος και καλύτερα εξοπλισμένος από ό,τι πριν από 58 χρόνια, και έχει περισσότερη εμπειρία από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό της Κίνας. Η τελευταία φορά που ο κινεζικός στρατός πολέμησε ήταν στην ατυχή του εισβολή στο Βιετνάμ το 1979.
Αλλά αυτή είναι μια επικίνδυνη σκέψη. Η «εμπειρία» της Ινδίας συνίσταται κυρίως στην τρομοκράτηση των άμαχων πολιτών του Κασμίρ και σε περιστασιακές ανταλλαγές πυρών με ελαφριά οπλισμένους αντάρτες. Το 1962, οι οικονομίες της Ινδίας και της Κίνας είχαν παρόμοιο μέγεθος. Σήμερα, η οικονομία της Κίνας είναι πέντε φορές μεγαλύτερη και ο στρατιωτικός της προϋπολογισμός τέσσερις φορές μεγαλύτερος.
Η Κίνα ανησυχεί σαφώς ότι ενδέχεται να αντιμετωπίσει έναν πόλεμο σε δύο μέτωπα: την Ινδία στα νότια της, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους της στα δυτικά. Αυτή δεν είναι μια άνετη θέση και παρουσιάζει κινδύνους για ολόκληρη την περιοχή. Το στρίμωγμα στην γωνία μιας χώρας εξοπλισμένης με πυρηνικά όπλα δεν είναι ποτέ μια καλή ιδέα.
Οι Κινέζοι πρέπει να αποδεχθούν κάποιο μέρος της ευθύνης για τις τρέχουσες εντάσεις. Το Πεκίνο έχει εκφοβίσει μικρότερες χώρες της περιοχής και αρνήθηκε να αποδεχτεί την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με την παράνομη κατοχή ενός υφάλου των Φιλιππίνων. Η αυταρχική προσέγγιση του στο Χονγκ Κονγκ και την Ταϊβάν, και η καταπιεστική μεταχείριση της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στο Σιντζιάνγκ, δεν της κερδίζει φίλους, περιφερειακά και διεθνώς.
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ινδία και η Κίνα θέλουν έναν πόλεμο, του οποίου η επίδραση στη διεθνή οικονομία θα έκανε το COVID-19 να μοιάζει με ένα ήπιο κρυολόγημα. Όμως, καθώς και οι τρεις δυνάμεις είναι εξοπλισμένες με πυρηνικά όπλα, υπάρχει πάντα η πιθανότητα –ακόμη και αν είναι μικρή– να ξεφύγουν τα πράγματα.
Στην πραγματικότητα, και οι τρεις χώρες χρειάζονται απεγνωσμένα η μία την άλλη εάν ο κόσμος θέλει να αντιμετωπίσει τους υπαρξιακούς κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, του πυρηνικού πολέμου και των πανδημιών. Είναι καιρός για διπλωματία και συνεργασία, όχι για αντιπαράθεση.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Foreign Policy in Focus, στις 4 Αυγούστου 2020.
Διαβάστε επίσης:
“Η παραγνωρισμένη πυρηνική κρίση της Νότιας Ασίας”
“Η Ινδία αντιμέτωπη με την κρίση νερού”
“H συμμαχία Κίνας-Πακιστάν και η αμερικανική «στροφή στην Ασία»”