Στις 10 Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν στο Βόρειο Λονδίνο τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος της Μέρι Γουόλστονκραφτ, μιας από τις πιο εμβληματικές μορφές του πρώιμου φεμινισμού του 18ου αιώνα.
Της Βασιάννας Κωνσταντοπούλου
Το πολυαναμενόμενο άγαλμα –προϊόν μιας δεκαετούς καμπάνιας συγκέντρωσης πόρων για τη δημιουργία του– φιλοτεχνήθηκε από τη ζωγράφο και γλύπτρια Μάγκι Χάμπλινγκ. Η ένταξη στον δημόσιο χώρο ενός μνημείου που τιμά την παραγνωρισμένη κληρονομιά της Γουόλστονκραφτ και τη συμβολή της στον αγώνα για την ισότητα των γυναικών είχε επενδυθεί με υψηλές προσδοκίες. Ωστόσο, η καλλιτεχνική επιλογή της Χάμπλινγκ να δημιουργήσει μια γυμνή γυναικεία φιγούρα έγινε δεκτή με αντιμαχόμενα σχόλια και συνοδεύτηκε από έντονο δημόσιο διάλογο.
Η Μέρι Γουόλνστονκραφτ(1759-1797) θεωρείται σήμερα η πρωτοπόρος του αγγλόφωνου φεμινισμού. Συγγραφέας του βιβλίου «Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας» [1], τοποθετήθηκε με πάθος ενάντια στον αποκλεισμό των γυναικών από τη δημόσια εκπαίδευση και από θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Το έργο της εγγράφεται στην ίδια εποχή με αυτό της Γαλλίδας Ολύμπ ντε Γκουζ, έτερης ριζοσπαστικής φωνής του φεμινισμού του Διαφωτισμού, η οποία οδηγήθηκε στη γκιλοτίνα, έχοντας ασκήσει στα κείμενά της δριμεία κριτική για τον αποκλεισμό των γυναικών και των μαύρων σκλάβων από τα απελευθερωτικά προτάγματα της Γαλλικής Επανάστασης [2].
Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η Γουόλστονκραφτ δημοσίευσε το 1792 την «Αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας» ως απάντηση στην πρόταση που κατέθεσε ο Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν στη γαλλική Εθνοσυνέλευση για περιορισμό της εκπαίδευσης των γυναικών στην ιδιωτική σφαίρα.
Αποδομώντας την κρατούσα κοινωνική αντίληψη ότι οι γυναίκες ρέπουν εγγενώς στον ανορθολογισμό και την υπερβολική ευαισθησία, η Γουόλστονκραφτ εστίασε στον τρόπο με τον οποίο ο περιορισμός στα οικιακά καθήκοντα τούς στερεί βασικές κοινωνικές δεξιότητες και διεκδίκησε την ίση πρόσβαση τους στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, καθώς και την εκπροσώπησή τους στο Κοινοβούλιο.
Μητέρα της Μέρι Σέλεϊ –συγγραφέα του «Φράκνκεσταϊν»– η Γουόλστονκραφτ επικρίθηκε, μέσα στο πνεύμα της συντηρητικής εποχής της, για τις επιλογές της προσωπικής της ζωής και το έργο της έμεινε επί μακρόν στην αφάνεια.
Το άγαλμα που αφιερώθηκε στη μνήμη της, αποτέλεσμα της καμπάνιας “Mary on the Green”, σηματοδότησε μια όψιμη ιστορική αναγνώριση της συμβολής στην αφύπνιση των αγώνων της γυναικείας χειραφέτησης.
Ταυτόχρονα, αποτέλεσε μια παρέμβαση στον ευρύτερο δημόσιο διάλογο που διεξάγεται παγκοσμίως για τον χαρακτήρα των δημόσιων μνημείων και για τον τρόπο με τον οποίο αυτά αναπαράγουν μια κυρίαρχη αφήγηση της ιστορίας, αποσιωπώντας τη συμβολή των γυναικών και των μη λευκών πληθυσμών.
Χαρακτηριστικά, στο Λονδίνο, όπου η συζήτηση για την απουσία των γυναικών από τις επίσημες ιστορικές αφηγήσεις είναι ιδιαίτερα έντονη το τελευταίο διάστημα, πάνω από το 90% των δημόσιων μνημείων τιμούν άνδρες, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα υπάρχει μόνο ένα άγαλμα μη λευκής γυναίκας, της Τζαμαϊκανής Μέρι Σήκολ.
Η Χάμπλινγκ επέλεξε να αναπαραστήσει την Γουόλστονκραφτ ως μια μικρή γυναικεία φιγούρα που αναδύεται γυμνή μέσα από μια περιδίνηση ασαφών μορφών από ασήμι. Όμως, μετά την αποκάλυψή του το άγαλμα επικρίθηκε από πολλές πλευρές ως άκρως άστοχη επιλογή.
Υπεραμυνόμενη του συμβολισμού του αγάλματος, η Κλοντίν βαν Χενσμπέργκεν, Καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Northumbria, υποστηρίζει ότι η Χάμπλιγκ θέλησε να αποδώσει το πνεύμα της «κάθε γυναίκας», διαρρηγνύοντας μια ανδροκρατούμενη παράδοση αιώνων που μετρά αμέτρητα τυποποιημένα και σεμνότυφα αγάλματα, τοποθετημένα σε μεγαλειώδη βάθρα. Η ίδια σημειώνει ότι η καλλιτέχνης θα έπρεπε να επαινεθεί για αυτή της την επιλογή, ωστόσο παραδέχεται ότι παραμένει ανοικτό το ερώτημα αν αυτό το άγαλμα επιτυγχάνει όντως να τιμήσει τη συγκεκριμένη κληρονομιά της Γουόλστονκραφτ.
Από την πλευρά τους, πολλές συγγραφείς, δημοσιογράφοι και κριτικοί τέχνης επέκριναν σφοδρά την επιλογή του «γυμνού» ως μια τυπικά αντικειμενοποιητική ματιά που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον στόχο του εγχειρήματος.
«Συγκεκριμένα αυτό που βρίσκω φρικτό είναι η σέξι γυναικεία μορφή στην κορυφή. Ανώνυμη, γυμνή και συμβατικά ελκυστική: ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι γυναίκες γίνονταν πάντοτε δεκτές στη δημόσια γλυπτική. Αυτή ήταν μια ευκαιρία να σπάσουμε αυτές τις συμβάσεις, έτσι δεν είναι;», έγραψε στο Twitter, η συγγραφέας Ίμοτζεν Ερμές Γκογουάρ.
Στο ίδιο πνεύμα, η δημοσιογράφος και συγγραφέας Τζότζο Μόις, έγραψε σε tweet: «Θεωρώ ότι θα ήταν ωραίο να τιμήσουμε τη μνήμη της Μέρι Γουόλστονκραφτ, ενώ φορά τα ρούχα της […] Δεν βλέπεις πολλά αγάλματα στη μνήμη πολιτικών ανδρών χωρίς τα παντελόνια τους».
Παρά τις έντονες αντιδράσεις που δημιούργησε το συγκεκριμένο μνημείο, η συγγραφέας Μπι Ροουλάτ, που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην καμπάνια ανέγερσής του, υποστηρίζει ότι ο δημόσιος διάλογος που πυροδοτείται είναι θετικός και συμβατός με το πνεύμα της κληρονομιάς της Γουόλστονκραφτ.
«Σίγουρα θα προωθήσει τον σχολιασμό και τη συζήτηση και αυτό είναι καλό. Αυτό έκανε η Μέρι Γουόλστονκραφτ σε όλη της ζωή», σημείωσε η ίδια στον Guardian.
Σημειώσεις
[1] Α Vindication of the Rights of Woman. Στα Ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί, με τίτλο «Η αναγνώριση των δικαιωμάτων της γυναίκας», μτφ. Θ. Καραγιαννόπουλος, Αθήνα: Οξύ, 2018.
[2] Η Ολύμπ ντε Γκουζ δημοσίευσε το 1791, σε απάντηση στη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη», το μνημειώδες κείμενό της υπέρ της ισότητας των γυναικών «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Γυναίκας και της Πολίτιδος».