Στα τέλη Απριλίου, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν φιλοξένησε μια διαδικτυακή σύνοδο κορυφής 40 παγκόσμιων ηγετών για να συζητηθεί η κλιματική κρίση. Η συνάντηση –που ξεκίνησε την Ημέρα της Γης– αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην πορεία προς τις συνομιλίες για το κλίμα που έχουν προγραμματιστεί για τον Νοέμβριο, με την 26η Σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών (Cop26). Σηματοδότησε όμως και την επάνοδο των ΗΠΑ στην παγκόσμια πολιτική για το κλίμα.
Της Amy Leather
Μετάφραση: Συντακτική ομάδα pass-world.gr
Σε ξεκάθαρη αντίθεση με την άρνηση της κλιματικής αλλαγής από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο Μπάιντεν έθεσε τη δράση για την περιβαλλοντική κρίση στο επίκεντρο της διακυβέρνησής του. Στη σύνοδο κορυφής –και με παχιά λόγια στα μέσα ενημέρωσης– παρουσίασε τα βασικά του σχέδια για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Και κάλεσε τους άλλους παγκόσμιους ηγέτες να τον ακολουθήσουν στη λήψη τολμηρών μέτρων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια.
Πράγματι, οι βασικοί άξονες αυτής της ρητορικής φαίνονται εντυπωσιακοί. Λίγο πριν από την έναρξη της Συνόδου Κορυφής, ο Λευκός Οίκος δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να μειώσουν τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από 50% έως 52% έως το 2030, με βάση τα επίπεδα του 2005. Ο Μπάιντεν δήλωσε ότι ο νέος στόχος των ΗΠΑ είναι να μπουν σε μια πορεία για καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050 και ότι και οι άλλες χώρες πρέπει τώρα να θέσουν πιο φιλόδοξους στόχους.
Ο Μπόρις Τζόνσον, για να μην υποσκελιστεί, ανταποκρίθηκε γρήγορα στην πρόκληση. Η Βρετανία πρόκειται να φιλοξενήσει τις συνομιλίες της Cop26 στη Γλασκώβη τον Νοέμβριο και οι Συντηρητικοί έχουν ξεκινήσει μια διπλωματική προσπάθεια για τον καθορισμό φιλόδοξων στόχων μείωσης των εκπομπών. Το σχέδιο είναι να ακολουθήσουν και άλλες χώρες το παράδειγμά τους. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής, ο Τζόνσον αποδέχτηκε δημοσίως τις συστάσεις της επιτροπής της Βρετανίας για την κλιματική αλλαγή. Το κυβερνητικό όργανο είχε καλέσει τη Βρετανία να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 78% έως το 2035 και κατά 68% έως το 2030, με στόχο να επιτύχει καθαρές μηδενικές εκπομπές έως το 2050.
Είναι αρκετά φιλόδοξοι αυτοί οι στόχοι;
Σίγουρα χρειαζόμαστε φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών. Ο πλανήτης έχει ήδη θερμανθεί κατά 1 βαθμό και βρίσκεται σε πορεία για αύξηση της θερμοκρασίας κατά 3 βαθμούς μέχρι το 2050. Ορισμένοι επιστήμονες προειδοποιούν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας μπορεί να είναι ακόμη υψηλότερη.
Τα σημερινά επίπεδα αύξησης της θερμοκρασίας έχουν ήδη επηρεάσει εκατομμύρια ανθρώπους με πρωτοφανείς καταιγίδες, ξηρασία, πλημμύρες και άλλες κρίσεις που σχετίζονται με το κλίμα.
Το 2020 ξεκίνησε με τεράστιες εκτάσεις της Αυστραλίας να καίγονται και ένα μεγάλο μέρος της Τζακάρτας να βρίσκεται κάτω από το νερό. Και ο υπερκυκλώνας Αμφάν οδήγησε περίπου 2,5 εκατομμύρια ανθρώπους να εκκενώσουν τα σπίτια τους στο Μπαγκλαντές και τη Δυτική Βεγγάλη. Ήταν επίσης ο θερμότερος καύσωνας που έχει καταγραφεί ποτέ. Κάθε μέρα φέρνει νέα στοιχεία της κλιματικής καταστροφής, από τις πυρκαγιές που φούντωσαν στον Αρκτικό Κύκλο τον περασμένο Ιούλιο μέχρι τις θερμότερες θερμοκρασίες των ωκεανών που έχουν καταγραφεί ποτέ.
Αν μη τι άλλο, η κλιματική κρίση επιδεινώνεται, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και με τον κορωνοϊό, ο οποίος σχετίζεται με τις βιομηχανοποιημένες μεθόδους καλλιέργειας και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος από τις αγροτικές επιχειρήσεις. Η τρέχουσα πανδημία Covid-19 έχει ήδη σκοτώσει πάνω από τρία εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Επί του παρόντος, μερικοί από τους φτωχότερους και πιο ευάλωτους ανθρώπους αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας. Αλλά αν οι θερμοκρασίες συνεχίσουν να αυξάνονται όπως προβλέπεται, δεν γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι θα μπορούσαν πραγματικά να προσαρμοστούν σε έναν τέτοιο κόσμο. Για να είμαστε ειλικρινείς, η ίδια η ύπαρξή μας τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Είναι σαφές ότι εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αντιλαμβάνονται ότι αντιμετωπίζουμε μια τεράστια περιβαλλοντική κρίση και καταλαβαίνουν ότι η ανάγκη για δράση είναι επείγουσα.
Η παγκόσμια αντίδραση για το κλίμα του 2019, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων που συμμετείχαν στην απεργία για το κλίμα τον Σεπτέμβριο, βοήθησε να μπει το ζήτημα στην πολιτική ατζέντα.
Σημαίνουν λοιπόν αυτές οι δεσμεύσεις στη Σύνοδο Κορυφής του Μπάιντεν ότι έχουμε νικήσει και αναγκάσαμε τους πολιτικούς, τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις να αναλάβουν επιτέλους ουσιαστική δράση για το ζήτημα των εκπομπών;
Τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Τζόνσον έθεσαν φιλόδοξους στόχους, αλλά δεσμεύτηκαν και οι δύο για μια «πιο πράσινη ανάπτυξη» (με το σύνθημα “build back greener”).
Ο Μπάιντεν παρουσίασε το σχέδιο του για την απασχόληση, με 2 τρισεκατομμύρια δολάρια που προορίζονται για επενδύσεις σε πολλούς τομείς της αμερικανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης. Ο Τζόνσον προέτρεψε τους παγκόσμιους ηγέτες να «σοβαρευτούν» στη Σύνοδο Κορυφής για το κλίμα και κάλεσε τις χώρες να προσέλθουν στην Cop26 με φιλόδοξους στόχους και σχέδια.
Επικίνδυνα ανεπαρκή μέτρα
Με μια πιο προσεκτική εξέταση, τα προτεινόμενα μέτρα είναι επικίνδυνα ανεπαρκή. Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που πρέπει να διερευνήσουμε.
Πρώτον, οι ίδιοι οι στόχοι για τις εκπομπές δεν είναι αρκετά φιλόδοξοι. Δεύτερον, κανένας από τους στόχους δεν είναι δεσμευτικός, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ των πολιτικών προτάσεων και της συγκεκριμένης δράσης στην πράξη. Και τρίτον, οι προτάσεις βασίζονται σε λύσεις της αγοράς και δεν ξεφεύγουν από τη συνήθη λειτουργία της οικονομίας των ορυκτών καυσίμων.
Αξίζει κατ’ αρχάς να σημειωθεί ότι ακόμη και ο όρος «καθαρές μηδενικές εκπομπές» μπορεί να είναι παραπλανητικός και δημιουργεί παραθυράκια.
Δεν σημαίνει μηδενικές εκπομπές, αλλά επιτρέπει τη συνέχιση των εκπομπών εφόσον «αντισταθμίζονται» με μέτρα όπως η φύτευση δέντρων. Αυτό επιτρέπει στις χώρες να ισχυρίζονται ότι έχουν «καθαρές μηδενικές» εκπομπές ακόμη και αν οι εκπομπές αυξάνονται και παρουσιάζονται μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς ως προσαρμοσμένες στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Τέτοιες αγορές άνθρακα θα κάνουν αναμφίβολα τους πολύ πλούσιους ακόμη πλουσιότερους.
Παρά το γεγονός ότι φαίνονται τολμηροί και φιλόδοξοι, αυτοί οι στόχοι υπολείπονται κατά πολύ των απαιτούμενων. Ένα από τα βασικά αιτήματα του κινήματος Extinction Rebellion ήταν να μειώσει η Βρετανία δραστικά τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να φτάσει στο επίπεδο των καθαρών μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2025. Αυτός ο στόχος τοποθετεί τις επίτευξη καθαρών μηδενικών εκπομπών 25 χρόνια νωρίτερα από το έτος που δεσμεύτηκε να το επιτύχει ο Τζόνσον.
Αποτυχίες του Παρισιού
Εξετάζοντας τι έχει συμφωνηθεί τα προηγούμενα χρόνια από τις κυβερνήσεις, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι και εκείνοι οι παλαιότεροι στόχοι δεν ήταν αρκετοί. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η Συμφωνία του Παρισιού του 2015, που υπήρξε το αποτέλεσμα των συνομιλιών για το κλίμα της 21ης Συνόδου της Διάσκεψης των Μερών (Cop21) και υπογράφηκε από 196 χώρες. Η Συμφωνία του Παρισιού αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τον θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο θα στηριχθεί η Cop26.
Στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού ήταν να διατηρηθεί η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας σε επίπεδα «μικρότερα των 2 βαθμών σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό».
Κάθε χώρα που υπέγραψε τη Συμφωνία του Παρισιού έθεσε έναν στόχο, γνωστό ως «εθνικά καθορισμένη συνεισφορά» (NDC) για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 περίπου.
Το πρόβλημα είναι ότι οι αρχικές υποσχέσεις «εθνικά καθορισμένης συνεισφοράς» που δόθηκαν το 2015 ήταν ανεπαρκείς για να συγκρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς, πόσο μάλλον στον 1,5 βαθμό. Ο Στέφεν Καλμπέκεν, διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής για το Κλίμα και την Ενέργεια, προειδοποίησε τότε ότι ακόμη και αν οι κυβερνήσεις τηρούσαν τις δεσμεύσεις τους, θα ήμασταν σε τροχιά για αύξηση της θερμοκρασίας μεταξύ 2,7 και 3,7 βαθμών.
Ωστόσο, η Συμφωνία του Παρισιού περιλαμβάνει έναν μηχανισμό, που προβλέπει ότι ανά πέντε χρόνια κάθε χώρα πρέπει να εντείνει τους στόχους της. Ως εκ τούτου, τον περασμένο Δεκέμβριο επρόκειτο να υποβληθούν νέες «εθνικά καθορισμένες συνεισφορές». Πολλές χώρες δεν μπόρεσαν να το πράξουν αυτό λόγω της πανδημίας του Covid-19. Έτσι, ο ΟΗΕ προτρέπει τώρα τις χώρες να υποβάλουν νέες σχετικές δεσμεύσεις, ώστε να μπορέσουν να εξεταστούν πριν από τις συνομιλίες της Cop26.
Μια πρόσφατη αξιολόγηση του ΟΗΕ δείχνει ότι οι τρέχουσες «εθνικά καθορισμένες συνεισφορές» θα οδηγήσουν σε μείωση των εκπομπών κατά μόλις 1% έως το 2030.
Οι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει ότι ο κόσμος πρέπει να μειώσει τις εκπομπές στο μισό μέχρι το 2030, αν θέλει να αποτρέψει καταστροφικούς καύσωνες, πυρκαγιές και πλημμύρες.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, τόσο ο Μπάιντεν, όσο και ο Τζόνσον προσπάθησαν να αποδείξουν τα πράσινα διαπιστευτήριά τους στην παγκόσμια σκηνή. Υποβάλλοντας φιλόδοξες δεσμεύσεις, ήλπιζαν ότι και άλλες χώρες θα ακολουθούσαν.
Ωστόσο, ο νέος στόχος των ΗΠΑ για τον οποίο δεσμεύτηκε ο Μπάιντεν δεν είναι στην πραγματικότητα επαρκής για την επίτευξη των προβλέψεων της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προ-βιομηχανικά επίπεδα. Για να επιτευχθεί αυτό, οι ΗΠΑ θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές από 57% έως 63% κάτω από τα επίπεδα του 2005, σύμφωνα με το Climate Action Tracker. Όπως δήλωσε ο Μοχάμεντ Άντοου, διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Power Shift Africa: «Θα πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια. [Αυτός ο στόχος των ΗΠΑ] εξακολουθεί να υπολείπεται σε σχέση με το τι απαιτείται από την πλουσιότερη χώρα, που αποτελεί ταυτόχρονα και τη μεγαλύτερη παραγωγό εκπομπών, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η παγκόσμια υπερθέρμανση σε επίπεδα κάτω του 1,5 βαθμού».
Έτσι, οι στόχοι αυτοί από μόνοι τους δεν επαρκούν για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας. Αυτό όμως μας φέρνει και σε ένα άλλο πρόβλημα της Συμφωνίας του Παρισιού και των εθνικά καθορισμένων συνεισφορών. Όλες οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται είναι εθελούσιες. Δεν είναι νομικά δεσμευτικές για τις κυβερνήσεις.
Πράγματι, η αρχική Συμφωνία του Παρισιού δεν απαιτούσε καμία πραγματική μείωση των εκπομπών από καμία χώρα πριν από το 2020. Και εξακολουθεί να είναι πολύ πιθανό οι χώρες να δώσουν ισχυρές δεσμεύσεις για μείωση των εκπομπών πριν από την Cop26, αλλά αυτό να έχει ελάχιστο πραγματικό αντίκτυπο.
Στην πραγματικότητα, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με την ενέργεια αναμένεται να σημειώσουν φέτος τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 2010. Υπήρξε μια σύντομη μείωση των εκπομπών πέρυσι λόγω των λοκντάουν. Ωστόσο, στη συνέχεια οι εκπομπές ανέκαμψαν γρήγορα και μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 η παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα ξεπέρασε τα επίπεδα του 2019. Τα στοιχεία αυτού του μήνα δείχνουν ότι το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα έχει φθάσει στο 50% πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει ένα γιγαντιαίο χάσμα μεταξύ των στόχων για μείωση των εκπομπών και της τρέχουσας πραγματικότητας αναφορικά με συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής. Όπως δήλωσε ο Δρ. Νίκλας Χον του New Climate Institute, «δεν υπάρχει ούτε μία κυβέρνηση που να εφαρμόζει τις πολιτικές που απαιτούνται».
[…]
Απόσπασμα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο swp.org.uk, στις 6 Μαΐου 2021.